ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

 

Διδάσκων Καθηγητής:

Κοσμάς Ψυχοπαίδης

Υποθέσεις
και ερωτήματα
για ορισμένες
επιστημολογικές και πολιτικές προεκτάσεις
στο έργο
του Ilya Prigogine
«Τάξη μέσα από το Χάος»

 

 

Μεταπτυχιακός φοιτητής
Βασίλης Μακρής

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Π.Μ.Σ. «Πολιτική Επιστήμη
 και Κοινωνιολογία»


ΑΘΗΝΑ 2001

 

Προσέγγιση πρώτη

Υποβόσκοντα ερωτήματα και υπόρρητες παραδοχές
για μια ερμηνεία στην επιλογή της εργασίας

1. Η πρώτη ανάγνωση του κειμένου των Prigogine – Strengers ήταν κατά –φαινομενικά- «παράδοξο» τρόπο, ανάγνωση πολιτική και κοινωνική. «Παράδοξο» για κάποιον που θα αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν ένα κείμενο φυσικής, με έντονα τα γλωσσικά στοιχεία των μαθηματικών και του πειραματισμού, να συσχετίζεται με άλλες θεματικές κοινωνικές και ιστορικές. Όμως εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο προσεγγίσεις σε αυτήν την «παραδοξότητα». Η μία προσέγγιση είναι σχετικιστική. Πρόκειται για μια υποκειμενική ανάγνωση εντασσόμενη σε μια «αιτιωδώς πρόσφορη αλληλουχία» δεδομένων. Η δεύτερη προσέγγιση θα όριζε τις συσχετίσεις που παρήγαγε η ανάγνωση του κειμένου ως υποκείμενες στις ευρύτερες κοινωνικές και ιστορικές παραδοχές και σχέσεις στις οποίες βρισκόταν εμπλεκόμενος ο αναγνώστης. Κατά την άποψή μου δεν θα μπορούσε να υπάρξει η υποκειμενική θεώρηση έξω από τα ιστορικά πλαίσια και παραδοχές του αναγνώστη. Με μία έννοια, η ανάδραση των εξωτερικών παραγόντων με την υποκειμενική ερμηνεία και η μεταξύ τους αλληλόδραση, καθώς και η ταυτόχρονη κατασκευή και ανακατασκευή αξιών που φέρει η ανάδραση αυτή ως αποτέλεσμα, είναι ικανή να μας παράξει την έννοια του υποκειμενικού. Ένα τέτοιο γενικό συμπέρασμα έχω τη γνώμη ότι παράγεται από τους συγγραφείς του βιβλίου, ανάμεσα σε άλλα, τα οποία θα προσπαθήσουμε να ελέγξουμε στην παρούσα εργασία. Κατά την άποψή μου δεν μπορεί να διατυπωθεί μια έννοια υποκειμενικής αυτοτέλειας χωρίς γενικότερα αξιακά πλέγματα που παράγουν και παράγονται από ευρύτερες θεσμικές, κοινωνικές ιστορικές συλλογικότητες και διατυπώσεις.

Δύο γεγονότα έδρασαν καθοριστικά σε αυτού του είδους ανάγνωσης του βιβλίου. Εδώ χρειάζεται μια απαραίτητη διευκρίνιση. Αφού ξεχωρίζω δύο γεγονότα ως καθοριστικά, σημαίνει ότι προβαίνω σε αφαίρεση ως προς την ουσία των σχέσεων που αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο. Μια τέτοια τοποθέτηση έρχεται σε αντίθεση με μια ατομικιστική θέαση, γιατί εξαιτίας αυτής της αφαίρεσης εγώ εξάγω γενικότερα συμπεράσματα1, τα οποία υπερβαίνουν την χρήση κατά περίσταση. Το πρώτο γεγονός (αναφερόμενος σε γεγονότα εννοώ την υπό αφαίρεση ευρύτερη διάστασή τους και όχι μόνο τα γεγονότα καθ’ εαυτά ) συνέβη στις φοιτητικές καταλήψεις του Βερολίνου το 1989, λίγο πριν τις καταρρεύσεις των τριτοδιεθνιστικών κρατικών μορφωμάτων. Στις καταλήψεις αυτές παρατήρησα μια αξιοσημείωτη ενεργητικότητα και πρωτοβουλία με εμφανή τα σημάδια μιας δημιουργικής συλλογικότητας, καθώς και την κοινή δράση πολλών συλλογικοτήτων, χωρίς αυτό να αναιρεί την αίσθηση ενός συλλογικού «εμείς». Υπήρχε δηλαδή συγκρότηση συλλογικής ταυτότητας, όχι όμως με μονοδιάστατο τρόπο και χωρίς την άμεση κυριαρχία μιας άποψης. Επειδή οι αξιακές μου αναφορές ήταν δομημένες στη βάση των τριτοδιεθνιστικών παραδοχών, κατά τις οποίες η «πρωτοπορία» του κινήματος έχοντας αναλύσει με τον καλύτερο τρόπο την «αντικειμενική πραγματικότητα» και κατέχοντας την αλήθεια για την υπέρβασή της, θα έπρεπε να καθοδηγεί αυτό το κίνημα, άρχισα να ψάχνω πόρτα - πόρτα όλες τις αίθουσες της φιλοσοφικής σχολής του Βερολίνου για να ανακαλύψω πού συνεδρίαζε αυτός ο φωτισμένος καθοδηγητικός πυρήνας. Αυτή η αναζήτηση μου έφαγε μισή μέρα. Σε καμιά αίθουσα δεν υπήρχε ανάλογη συνεδρίαση και ότι συνέβαινε γινόταν με ανοιχτές ανακοινώσεις – καλέσματα στα οποία θα μπορούσε να συμμετέχει οποιοσδήποτε. Ίσως αυτά να φαίνονται αστεία σε κάποιον με διαφορετική πολιτική κουλτούρα, όμως εκείνη τη στιγμή για μένα ήταν συγκλονιστικά γιατί παρουσιαζόταν μια ανατρεπτική ασυμβατότητα με το ευρύτερο αξιακό και θεωρητικό μου πλαίσιο. Η ασυμβατότητα αυτή ενεργοποίησε πλήθος ερωτημάτων που μορφοποιήθηκαν αλλά και ταυτόχρονα υπέβαλαν συγκεκριμένη ανάγνωση, όχι μόνο στο βιβλίο των Prigogine – Strengers, αλλά και σε πολλά άλλα αναγνώσματα. Μορφοποιήθηκαν γιατί η ιδέα συγκρότησης ταυτότητας, χωρίς αναφορά σε ένα μόνο κέντρο αλήθειας και η συγκρότηση μιας δομής (ανέγνωσα πολιτικής οργάνωσης) που το πλαίσιό της εξαρτάται από όχι μόνο από κάποιες αρχικές συνθήκες, αλλά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της δράσης των μετεχόντων σε αυτήν, ήταν ερωτήματα που τα συνάντησα στην ανάγνωση, αλλά και η άρρητη ύπαρξή τους μου υπέβαλε ένα μοντέλο ανάγνωσης.

Το δεύτερο «γεγονός» ήταν η πρακτική συμμετοχή μου στη διαμόρφωση ενός δικτύου αυτόνομων κινήσεων στο χώρο της δουλειάς μου – την πρωτοβάθμια εκπαίδευση – όπου το δίκτυο αυτό δεν ξεκίνησε ως ολοκληρωμένη αρχική σύλληψη κανενός, αλλά ήταν αποτέλεσμα δύο ταυτόχρονων διαδικασιών : α) μιας διαδικασίας ανάλυσης της πραγματικότητας που γινόταν με τους ανοιχτούς όρους της ελεύθερης επικοινωνίας, άρα βασιζόταν σε μια ανοιχτή αντίληψη για την αναγκαιότητα, και β) μιας διαδικασίας αυτοποιητικής κατά την οποία η συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας αναπλαισιώνεται διαρκώς ως αποτέλεσμα της αυτόνομης δράσης των κινήσεων μερών της, αλλά και δεν χάνει ένα πλέγμα δεσμευτικών αξιών το οποίο όμως δεν είναι τελικώς και αναλλοίωτα ορισμένο και προκαθορισμένο2.

Αν το διατύπωνα με άλλους όρους αυτό που με βασάνιζε και συνεχίζει να με βασανίζει είναι η σχέση μεταξύ συλλογικότητας και ατόμου. Ή η σχέση μεταξύ δεσμευτικών αξιών και σχετικοποίησής τους στην οικοδομούμενη πραγματικότητα. Αν πάρουμε ως αρχική βάση την ανάγκη ύπαρξης δεσμευτικών αξιών, πώς μπορούμε να αποφύγουμε τη μετατροπή των αξιών αυτών σε παγιωμένα θεσμικά μορφώματα που παράγουν εξουσία και εξουσιαστικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να αντιβαίνει στη διαμόρφωση καινοτομικών ιδεών; Πώς μπορούμε να δεχτούμε την ύπαρξη αναλλοίωτων δεσμευτικών αξιών σε μια μη αναλλοίωτη και διαρκώς οικοδομούμενη πραγματικότητα; Από την άλλη πλευρά αν πάρουμε ως αρχική βάση εκκίνησης της σκέψης μας μια αντίληψη σχετικοποιημένων υποκειμενικών μικροαφηγήσεων, οι οποίες αυτονομιμοποιούνται στη διαμόρφωση και την ύπαρξή τους, τότε έχουμε μπροστά μας έναν σίγουρο κίνδυνο. Την απώλεια κάθε μέτρου σύγκρισης των μικροαφηγήσεων, την απώλεια δηλαδή κάθε αξιολογικού κριτηρίου και κατά συνέπεια κάθε πλευράς της ιστορικότητας.

Με βάση τις μεταμοντέρνες ιδέες για την αυτονομιμοποίηση κάθε εννοιολογικού πλαισίου σε συνάρτηση με την ασυμμετρία τους και τα κοινωνικά τους ερείσματα υπάρχει ο κίνδυνος να απωλέσουμε μια δυνατότητα αξιολόγησης βασισμένη στην ιστορικότητα. Κερδίζουμε σε πολυμορφία αλλά χάνουμε στη συγκρότηση άποψης.

Αν θεωρήσουμε την επικοινωνία και τις περιστάσεις της ως δημιουργό απελευθερωμένης ατομικότητας σε νέες μικροσυλλογικότητες, υπάρχει ο κίνδυνος να απωλέσουμε την έννοια της κυριαρχίας που επιβάλλουν στην ίδια την επικοινωνία και τις περιστάσεις της, οι θεσμοί, το κράτος, το πολιτικό σύστημα. Σε αυτή τη βάση να απωλέσουμε το γεγονός ότι η κριτική του Δυτικού κόσμου έχει κατά κανόνα ενσωματωθεί στα πλαίσια της αποδοτικότητας του συστήματος.

Αν μεγιστοποιήσουμε τις δυνατότητες των μικροουτοπικών αφηγήσεων υπάρχει ο κίνδυνος να απωλέσουμε αυτό που τα τελευταία δέκα χρόνια εμφανίζεται έντονα μπροστά μας. Ότι κατά κανόνα η κοινωνία εμφανίζει ένα ρεαλισμό υποταγής στις ήδη διαρθρωμένες νόρμες. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσο μεγάλη «λαϊκή» δραστηριότητα υπέρ της νομιμοποίησης του καπιταλιστικού προτάγματος στις επιστημονικές, τεχνικές, οικονομικές και πολιτικές του εκφάνσεις.

Αν θεωρήσουμε μια σημαντική παράμετρο για την ισχυροποίηση μιας ιδέας ή πρακτικής, τη σχέση της με την ικανοποίηση αναγκών, δικαιωμάτων, θελήσεων και επιθυμιών,

Πώς μπορούμε να ορίσουμε τα παραπάνω σε ατομικό επίπεδο, έχοντας υπ’ όψιν μας ότι ανάμεσα στα υποκείμενα, τις συλλογικότητες και τους θεσμούς διαμορφώνονται σχέσεις ιεραρχίας και κυριαρχίας οι οποίες διαμορφώνουν διαρκώς, ανασκευάζουν, καταστρέφουν, δημιουργούν την άποψη των ατόμων για τις έννοιες αυτές; Αν όμως δεν μπορούμε να τις ορίσουμε σε ποιο επίπεδο μπορούμε να ανιχνεύσουμε την αυτονομία των υποκειμένων;

Πώς μπορούν ατομικές θελήσεις, ανάγκες και επιθυμίες να αποκτήσουν συλλογική διατύπωση, ώστε να αποτελέσουν μια νέα θέσμιση ικανή να συντελέσει στην αστάθεια και τη ρήξη της υπάρχουσας κοινωνικής δομής;

Τι διαμεσολαβεί ανάμεσα στην ιδεατή θέσμιση που μπορεί να υπάρξει σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο και την ατομική ή συλλογική πρακτική που θα ήταν ικανή να την πραγματοποιήσει;

Αν θεωρήσουμε ότι οι ανάγκες, επιθυμίες κτλ. ορίζονται, στα πλαίσια συλλογικοτήτων, στη βάση επικρατειακών3 παραδοχών που αντιμάχονται τις μεταβολές και τις αλλαγές των εννοιών τους, και επίσης ότι ανάμεσά τους υπάρχει ασίγαστη διαπάλη επικράτησης, τότε κάθε ιστορική αλλαγή που θα διαμορφώνεται από τη δράση των ανθρώπων θα εμπεριέχει και το στοιχείο ενός ασίγαστου κοινωνικού πολέμου;

Ανάμεσα στα παραπάνω δίπολα σκέψης τα οποία εμπεριέχονται στη διαπάλη μεταξύ μιας ολιστικής μεθοδολογικής προσέγγισης και μιας ατομιστικής υποκειμενικής περιγραφής, πιστεύω ότι κινείται, αλλού συνειδητά και αλλού ασυνείδητα, το βιβλίο στο οποίο αναφέρομαι.

2. Ζούμε και βιώνουμε καθημερινά γύρω μας έναν κόσμο όπως διαμορφώθηκε από τις βασικές αρχές της νεωτερικότητας. Ο σύγχρονος κόσμος ως μηχανισμός ατέρμονης χειραγώγησης της φύσης, ως έλεγχος των αντικειμένων στη βάση του σχήματος της καθολικότητας, της γενικότητας και της αντικειμενικότητας. Μέσα από τις διαδικασίες του επιμερισμού και της αναγωγής φτάσαμε στη διαμόρφωση των ειδικών και επαγγελματιών της γνώσης που αντλούν τη νομιμοποίηση τους μέσα από την κυριαρχία της μετρησιμότητας, της επαλήθευσης, της αντίληψης ότι μόνη γνώση είναι η παραγόμενη από την «αληθινή» επιστήμη και της παράδοσης ότι υπάρχει μια καθολική επιστημονική μέθοδος στην οποία πρέπει να υπακούουν όλες οι μορφές γνώσης, της κυριαρχίας ενός τρόπου σκέψης (του Δυτικού) με όλες τις πολιτικές, πολιτισμικές, τεχνικές και αισθητικές εκφάνσεις του σαν τις σωστές, αντικειμενικές, καλές, ωραίες και τον αξιολογικό υποβιβασμό κάθε άλλης κουλτούρας στον πάτο της αξιολογικής πυραμίδας και με μέτρο σύγκρισης το «Αληθινό» ως κατασκεύασμα του Δυτικού κόσμου και της κουλτούρας του.

Το υποκείμενο εγκλωβίστηκε στις αντιλήψεις της σωρευτικής προόδου της εξέλιξης και της συνέχειας και στην καλύτερη περίπτωση το υποκείμενο κινούνταν στη βάση μιας λυτρωτικής αντίληψης που ελλείψει του Θεού του κλασσικού κόσμου προϋπόθετε μια παγκόσμια πλανητική μελλοντική Αποκατάσταση της οποίας όριζαν οι μεγάλες αφηγήσεις των «-ισμών» που πίστευαν ότι διέθεταν τη «θεολογική βίγλα» παρατήρησης της πραγματικότητας καθώς και την αντικειμε-νική πρόταση για τη μελλοντική υπέρβασή της . Η ίδια η ιστορία με βάση την εγελιανή αντίληψη αποτελεί μια αδιάκοπη αλυσίδα της οποίας οι κρίκοι δεν έρχονται να δεθούν τυχαία ο ένας με τον άλλο, αλλά ακολουθούν ορισμένους κανόνες.

Έτσι η έρευνα εντοπίστηκε στη συνέχεια, απωθώντας τις ασυνέχειες και τις αστάθειες μακριά από την επιστημονική νομιμότητα τόσο στο επίπεδο της φιλοσοφίας όσο και στο επίπεδο της επιστήμης. Εντοπίστηκε στην προσπάθεια διάγνωσης του απλού απωθώντας την πολυπλοκότητα.

Όπως τονίζει ο Δ. Μαρκής, ενώ στο Μεσαίωνα η νομιμοποίηση της πολιτικής τάξης γίνεται βάσει ενός θεϊκού φυσικού δικαίου, στην πρώιμη νεωτερικότητα συντελείται η συγκρότηση του πολιτικού βάσει ενός φυσικού δικαίου (χωρίς Θεό) και η κατασκευή του ουτοπικού βάσει μιας ανθρώπινης πρόνοιας, που αναλαμβάνει να εκτελέσει τον παράδεισο πάνω στη γη με βάση τον ανθρώπινο σχεδιασμό. Το τρίπτυχο Επιστήμη, Τεχνολογία και Οικονομία γίνεται η νέα Αγία Τριάδα του «άθεου» κόσμου μας που αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο.

Ο αποχωρισμός από το Απόλυτο, το Θεό των φιλοσόφων ή των θεολόγων, προσδιόρισε την πορεία του νέου κόσμου. Στη θέση του Θεού παρεμβαίνει η αρχή της υποκειμενικότητας, που καλείται να εκπληρώσει όλα τα κενά που προκύπτουν από το «θάνατο του Θεού». Έτσι ο ανθρώπινος Λόγος ως έσχατη πηγή νοηματοδότησης των πάντων δείχνει τη μεταφυσική νίκη των Θεών του Διαφωτισμού4.

Η παλιά μεταφυσική αντικαθίσταται στη νεωτερικότητα από τη φετιχοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ο άνθρωπος γίνεται ο νέος Θεός που κρατάει στα χέρια του τα νομιμοποιημένα, από την επιστήμη και την κυριαρχία, εργαλεία της τεχνικής και της εκπαίδευσης που τον κάνουν ικανό να κατασκευάσει εκ νέου τη Φύση. Μια τέτοια προοπτική φαντάζει και γίνεται η φρικαλέα πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Όπως άλλωστε τονίζει ο Lyotard η νομιμοποίηση των παραπάνω αντιλήψεων αντλείται από μία νέα αφηγηματική εποποιία της επιστήμης και της πολιτικής που στόχο της έχει την επίτευξη μιας απόλυτης ομοφωνίας του λαού προς το συγκροτημένο πολιτικό σύστημα.

Έτσι, η αρχή της μειοψηφίας απωθήθηκε έξω από τα όρια της νομιμοποίησης και εξαναγκάζεται στην υποταγή της, στην καλύτερη περίπτωση με αναγνώριση της μειονοτικής της ιδιαιτερότητας.

Από την άλλη, γίνεται εντελώς φανερό ότι η νομιμοποίηση της γνώσης, της «αλήθειας» και της «αντικειμενικότητας» πλέκεται στενά με το κράτος και τους θεσμούς.

Βασικό στοιχείο μιας τέτοιας σχέσης είναι η μετατόπιση από τη μικροαφήγηση στην επιστημονική γνώση, η οποία δε λειτουργεί με κριτήριο μια απελευθερωτική προοπτική του υποκειμένου, αλλά με κριτήριο την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα του συστήματος κυριαρχίας. Στόχος των παιχνιδιών αυτών είναι η μεγιστοποίηση των αποδόσεων με μείωση της καταναλώμενης ενέργειας. Στόχος τους δεν είναι μόνο ένα γενικό αληθές, δίκαιο, καλό, αλλά το αποτελεσματικό. Καλό γίνεται το αποδεκτό.

Οι τεχνικές αποδείξεις της επιστημονικής γνώσης απαιτούν δαπάνες. Η αλήθεια πηγάζει από το χρήμα. «Τα παιχνίδια της επιστημονικής γλώσσας θα γίνουν παιχνίδια των πλουσίων». Ο πλούτος, η αποτελεσματικότητα και η απόδειξη συνδέονται άμεσα με το κράτος, τους θεσμούς, την κυριαρχία.

3. Χρειάζεται μία ακόμη επισήμανση σχετική με την ανάγνωση του βιβλίου των Prigogine – Strengers. Το βιβλίο δομεί τα επιχειρήματά του και βασίζεται στη φυσική επιστήμη. Πώς εμείς νομιμοποιούμαστε να εισάγουμε σε αυτό κοινωνικές και κοινωνιολογικές παραμέτρους; Έχω τη γνώμη ότι μια τέτοια σύνδεση υπόρρητα θέλουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς. Αυτό τονίζεται από το γεγονός μιας διαρκούς αναφοράς στο τέλος κάθε κεφαλαίου του βιβλίου στις πιθανές κοινωνικές και κοινωνιολογικές εκφάνσεις των επιχειρημάτων τους. Διαρκώς διαπλέκουν τις επιστημονικές αντιλήψεις που παρουσιάζουν με τα φιλοσοφικά πλαίσια και όριά τους.

Θα μπορούσαμε να αντλήσουμε τη νομιμοποίησή μας από την παραπάνω διαπίστωση, αλλά και από ένα γενικό μοτίβο το οποίο επανέρχεται ως μόνιμη επωδός από τους συγγραφείς. Αν όλα όσα ισχυριζόμαστε - φαίνεται να λένε – ισχύουν για την ανόργανη ύλη ή για τα πιο απλά συστήματα, πόσο μάλλον για τα πολύπλοκα συστήματα και τις ανθρώπινες κοινωνίες. Αυτό το πόσο μάλλον είναι μια δεύτερη πηγή νομιμοποίησης. Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να κατανοηθεί η διάσταση μιας νεοφυσικαλιστικής αναγωγής του επιστημονικού στο κοινωνικό. Μιλάμε για υποθέσεις και ερωτήματα προς διερεύνηση.

 

Προσέγγιση δεύτερη

Από την ανάλυση του ουσιώδους
σε μια απόπειρα για την κριτική του προσέγγιση

1. Οι συγγραφείς από το υπότιτλο ακόμη του βιβλίου τους «Ο νέος διάλογος του ανθρώπου με τη Φύση» επιχειρούν, όπως ισχυρίζονται μια νέα σύνθεση που θα υπερβαίνει την Καντιανή διχοτόμηση ανάμεσα στα φαινόμενα και τα νοούμενα, άρα τη διχοτόμηση ανάμεσα στην επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι « μια σύγκρουση θεωριών δεν αποτελεί καταστροφή αλλά ευκαιρία…Η διαπάλη μεταξύ είναι και γίγνεσθαι δείχνει ότι φτάσαμε σε νέο σημείο καμπής, ότι έχουμε ανάγκη από μια νέα σύνθεση»5. Και συνεχίζει ο Ι.P. «Βρίσκω τη σημερινή εποχή εξαιρετικά πολύτιμη γιατί μερικές από τις ερωτήσεις της κοινωνικής και φυσικής επιστήμης διαμορφώνουν ένα είδος αλληλεπίδρασης. Στο παρελθόν είδαμε δύο περιόδους στις οποίες τέτοιες συγκλίσεις συνέβησαν: την Ελληνική κλασική περίοδο και την αναγέννηση.... όπου είχαμε ανθρώπους σαν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ή τον Ντεκάρτ και τον Νεύτωνα που ήταν φιλόσοφοι-επιστήμονες»6. Όπως νομίζω θα φανεί παρακάτω, οι συγγραφείς βρίσκονται σε μια διαρκή μετατόπιση και επαναφορά ανάμεσα σε ολιστικές και ατομιστικές μεθοδολογικές παραδοχές. Τούτο αναδεικνύει και την αδυναμία να «καταταχτούν» με απόλυτο τρόπο σε μία από τις δύο προσεγγίσεις. Από τη μια η πρόθεση νέας σύνθεσης αναδεικνύει ολιστική προσέγγιση, από την άλλη θέτουν ότι « με την εισαγωγή των τελεστών…μπαίνει για πάντα τέλος σε κάθε ελπίδα να ανακαλυφθεί ένα και μοναδικό εννοιολογικό σχήμα, κοινό για όλα τα επίπεδα περιγραφής»7, και με αυτό τον τρόπο αναδεικνύουν μια σχετικιστική προσέγγιση.

Οι συγγραφείς ξεκινούν με μια κριτική περιγραφή και ανάλυση της κλασικής επιστήμης από το Νεύτωνα και τους νόμους της κίνησης έως τον Αϊνστάιν και την κβαντομηχανική. Η κλασική επιστήμη ξορκίζοντας την έννοια του χρόνου δημιούργησε μια κατασκευή στην οποία τα πάντα ήταν προβλέψιμα. Το απρόβλεπτο είτε εξοριζόταν ως μη υπάρχον, είτε ήταν το μέτρο της άγνοιάς μας για μια καθολική αλήθεια που αργά ή γρήγορα θα αποκαλυπτόταν. Στην Κλασική θεώρηση τα πάντα διέπονταν από αναλλοίωτους νόμους και είχαν αναλλοίωτη υπόσταση. Όπως λέει ο Α. Τόφλερ στην εισαγωγή του βιβλίου «στη σύγχρονη Δυτική κουλτούρα έχει ιδιαίτερα αναπτυχθεί η ικανότητα στην κατάτμηση, στον κατακερματισμό των προβλημάτων σε όσο γίνεται μικρότερα συστατικά. Τόσο καλά που συχνά ξεχνάμε να ενώσουμε πάλι τα κομμάτια… Συνηθίζουμε να λιανίζουμε κάθε πρόβλημα σε ευκολοχώνευτες μπουκιές κι έπειτα το απομονώνουμε από το περιβάλλον του με ένα χρήσιμο τέχνασμα»8. Ο ορθολογισμός έγινε συνώνυμο της μετρησιμότητας και του επιμερισμού. Για κάθε σύστημα, το οποίο θεωρούταν άχρονο, η γνώση ενός στιγμιότυπου των συνθηκών του ήταν αρκετή για να μας δείξει το παρελθόν του και να μας προβλέψει το μέλλον του. Σημαντικά στοιχεία σε μια τέτοια περιγραφή του κόσμου ήταν η αντίληψη ότι όλα μπορούν να αναχθούν σε απλές καθολικές διατυπώσεις και , όπως και στους νόμους της κίνησης, η όποια αλλαγή προϋπόθετε μόνο εξωτερική επίδραση. Με τα λόγια του Α. Koyre «…[η κλασική επιστήμη] αντικατέστησε τον κόσμο μας της ποιότητας και της αισθητηριακής αντίληψης, τον κόσμο όπου ζούμε, αγαπάμε και πεθαίνουμε, με έναν άλλο κόσμο της ποσότητας, με το βασίλειο της γεωμετρίας, τον κόσμο όπου αν και υπάρχει θέση για κάθε πράγμα, δεν υπάρχει θέση για τον άνθρωπο»9. Σε αυτόν τον κόσμο ο κανόνας ήταν τα απομονωμένα και κλειστά συστήματα, ενώ η ανοιχτότητα και η πολυπλοκότητα θεωρούνταν εξαίρεση. Η επιστήμη αυτή «ήταν η προφητική εξαγγελία μιας περιγραφής του κόσμου, όπως αυτός φαίνεται από ένα θεϊκό ή δαιμονικό σημείο αναφοράς…Είναι μια επιστήμη εξ αποκαλύψεως, ξένη προς κάθε κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που θα την αναγνώριζε σαν δραστηριότητα μιας ανθρώπινης κοινωνίας»10.

Στα παραπάνω μπορούμε να κάνουμε ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις.

α) Οι συγγραφείς έχουν ένα σαφή ολιστικό τρόπο προσέγγισης της διαμόρφωσης και της πορείας της επιστήμης, σε σχέση με τις ευρύτερες ιστορικές, κοινωνικές και αξιακές παραδοχές που την περιβάλλουν. «Η αρχαιότατη ιστορία ανάκλησης στην τάξη, αναδείχνει τη σπουδαιότητα του κοινωνικού παράγοντα στη γέννηση και προπαντώς στην ανάπτυξη νέων αντιλήψεων»11. «Υπάρχει μια εσωτερική ιστορία της επιστήμης που ανταποκρίνεται στην εξέλιξη των θεωρητικών απόψεων. Υπάρχει επίσης μια πολιτισμική επιρροή στη φυσική ως όλο, σύνολο. Από τη μια οι ανακαλύψεις ασταθών κομματιών και σκεδαστικών δομών δεν έχει τόσο να κάνει με κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο οδηγούν σ΄ έναν αναστοχασμό της ιδέας του φυσικού δικαίου. Η έννοια του φυσικού νόμου φτιάχτηκε από τον Ντεκάρτ και τον Νεύτωνα τον 17ο αιώνα, εποχή απόλυτης μοναρχίας. Η φύση έπρεπε να ακολουθήσει, όπως οι άνθρωποι έπρεπε να ακολουθήσουν, τις επιταγές του βασιλιά ή του αυτοκράτορα.»12.

β) Αντίστοιχος τρόπος προσέγγισης εμφανίζεται και στη γενική παραδοχή της αλληλεπίδρασης των συστημάτων με το περιβάλλον τους. «Όταν εξετάζουμε ένα βιολογικό κύτταρο ή μία πόλη, αντιμετωπίζουμε την κατάσταση ότι τα συστήματα αυτά είναι ανοιχτά, αλλά και οφείλουν την ύπαρξή τους στο γεγονός ότι είναι ανοιχτά»13.Στη διάκριση ανάμεσα σε ανοιχτά και κλειστά συστήματα εννοούν ως ανοιχτά τα συστήματα εκείνα που ανταλλάσσουν ύλη και ενέργεια με το περιβάλλον τους. Είναι φανερή μια αποδοχή των συστημάτων όχι μόνο ως άθροισμα μερών, αλλά ως συστημάτων σχέσων, στα οποία υπάρχουν ευρύτερα ιστορικά και καοινωνικά πλαίσια συγκρότησης.

γ) Περιγράφοντας την κλασική επιστήμη, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ περιγραφής και αξίας. «…Σε ολιστικά μοντέλα, το περιβάλλον καθίσταται συνεκτικότερο και λαμβάνει τη μορφή επιστημολογικού πλαισίου που φέρει τις εξηγητικές κατασκευές και τις αιτιακές αλυσίδες, με τον κίνδυνο ωστόσο ο υπερπροσδιορισμός του αξιακού να οδηγήσει σε εμπλοκή της θεωρίας σε ηθικό αξιακό δογματισμό»14. Για να ξεφύγουν οι συγγραφείς από αυτόν τον κίνδυνο, ακολουθούν μια διπλή στάση, η οποία χαρακτηρίζει όλο το έργο τους, ανάμεσα στην εξήγηση και την ερμηνεία. Στο τέλος του βιβλίου τους αφού έχουν αναπτύξει τις απόψεις τους, καταλήγουν : «Αξίζει να σημειώσουμε πως η νέα επιστημονική εξέλιξη που περιγράψαμε, η ενσωμάτωση της μη-αναστρεψιμότητας στη φυσική, δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν καμιά “αποκάλυψη”, της οποίας ο κάτοχος θα έπρεπε να τοποθετηθεί έξω από το πολιτισμικό περιβάλλον του. Ίσα ίσα, η εξέλιξη αυτή αντανακλά καθαρά τόσο την εσωτερική λογική της επιστήμης, όσο και το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής μας…Το πολιτισμικό πλαίσιο δεν μπορεί να αποτελέσει την πλήρη απάντηση, μα δεν μπορεί κανείς και να το αρνηθεί! Οφείλουμε να ενσωματώσουμε τις σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στις εσωτερικές και εξωτερικές επιταγές για την παραγωγή επιστημονικών ιδεών»15. Συνεχίζουν όμως ενσωματώνοντας σε αυτό το πλαίσιο μια ατομικιστική μεθοδολογική προσέγγιση. «Οι επιστήμονες θα έχουν άδικο να αγνοήσουν το γεγονός ότι η θεωρητική κατασκευή δεν είναι η μόνη προσέγγιση στα φαινόμενα της ζωής. Ένας άλλος δρόμος, η κατανόηση από τα μέσα από τη δική μου αντίληψη, σκέψη, βούληση, αίσθηση και πράξη, έχω μια άμεση γνώση που αναπαριστά με σύμβολα τις παράλληλες εγκεφαλικές διεργασιες.»16. Γίνεται φανερό ότι οι συγγραφείς ενσωματώνουν στο ολιστικό αρχικό τους πλαίσιο, μια ατομικιστική εσωτερική λογική. Προχωρούν με λίγα λόγια σε ένα μεθοδολογικό διχασμό, κατά τον οποίο οι εξωτερικές του πλευρές αλληλεπιδρούν ολιστικά με τις εσωτερικές πλευρές, και από την άλλη οι εσωτερικές πλευρές του μοντέλου τους έχουν τη δυνατότητα της αυτονομίας και άρα της προς τα έξω υποκειμενικής συγκρότησης.

Εδώ μπορούμε να κάνουμε μία παρένθεση πάνω σε μερικές πλευρές της σκέψης του Weber.

Η «κατανοούσα κοινωνιολογία», όπως την ονομάζει ο Weber, αποτελεί μια «ορθολογική» μέθοδο ερμηνείας και ερμηνεύει την πράξη με αυστηρά, ορθολογικά κατά τον σκοπό, κριτήρια βάσει «ιδεοτύπων», κατασκευασμένων τύπων δηλαδή, έτσι που να περιλαμβάνουν τις περιπτώσεις πράξεων ορθολογικών κατά τον σκοπό. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, ό,τι επηρεάζεται από πλάνες, πάθη, γενικά ανορθολογισμούς, «αποκλίνει» από τον τύπο, ο οποίος δεν πρέπει να είναι αμφίσημος.

Ο Weber διακρίνει δύο είδη κατανόησης: α) την έμπρακτη κατανόηση του υποκειμενικού νοήματος μιας πράξης (άμεσα διαπιστώσιμη, π.χ. τη συμπεριφορά ενός ξυλοκόπου, όταν κόβει ξύλα) και β) την εξηγούσα κατανόηση, δηλαδή τη συσχέτιση του νοήματος της πράξης με την ορθολογική κατανόηση των κινήτρων του δρώντος17. Στην περίπτωση δηλαδή του ξυλοκόπου κατανοούμε την πράξη του όχι μόνο με άμεση διαπίστωση, αλλά επειδή ξέρουμε ότι κόβει ξύλα, για να (με σκοπό δηλαδή) την είσπραξη χρημάτων ή την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών.

Οι πράξεις διακρίνονται: α) σε ορθολογικές κατά το σκοπό, δηλαδή ο δρών θέτει ένα σκοπό και επιλέγει τα κατάλληλα μέσα, για να τον επιτύχει (υποχωρεί σ’ αυτόν τον τύπο η συναισθημα-τική ιδιότητα των πράξεων) β) σε ορθολογικές κατά την αξία, ο δρών δηλαδή πράττει σύμφωνα με την πίστη του σε αξίες ηθικές, θρησκευτικές κ.λ.π., ανεξαρτήτως του κόστους, γ) σε συναισθηματικές, που αφορούν συναισθηματικές καταστάσεις του πράττοντος και δ) σε παραδοσιακές, δηλαδή, πράξεις όπου βαραίνει η κουλτούρα και γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτές αφορούν καθαρώς τον ατομικώς δρώντα, μια και σ’ αυτή την περίπτωση αυτός είναι μέλος της ομάδας.

Σύμφωνα με τον Weber, εξετάζουμε τις πράξεις μεμονωμένων ατόμων, διότι μόνον αυτοί είναι κατανοητοί φορείς πράξεων προσανατολισμένων σ’ ένα νόημα.

Κάθε ερμηνεία επιδιώκει την «ενάργεια» της κατανόησης που θα έχει ή ορθολογικό (λογικό-μαθηματικό) χαρακτήρα ή συναισθαντικό χαρακτήρα «αναβίωσης». Η δυνατότητα αναβίωσης όμως δεν είναι απόλυτος όρος για την ερμηνεία του νοήματος της πράξης, αν και σημαντικός. Μια εναργής ερμηνεία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι και η ισχύουσα. Οι άνθρωποι πολύ συχνά αντιμετωπίζουν καταστάσεις με αντιμαχόμενα μεταξύ τους κίνητρα. Ο χαρακτήρας της ερμηνευτικής κατανόησης έχει-και γι’ αυτό τον λόγο- υποθετικό και αποσπασματικό χαρακτήρα. Ο έλεγχος που μπορεί να γίνει για τη διαπίστωση της ακρίβειας (αν και αυτό είναι σπανίως κατορθωτό) της υπόθεσής μας, όταν αντιμετωπίζουμε «συγκρουόμενα κίνητρα», είναι η πραγματική έκβαση των συμβάντων18. Η πορεία προς τη γνώση για τον Weber είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς την εμπειρία μια και θεωρεί ότι «η πράξη μπορεί να επαληθευθεί μόνον από την εμπειρία»19 η οποία παρουσιάζει μεγάλο βαθμό ακριβείας. Προηγούνται λέει οι εμπειρικές παρατηρήσεις και έπεται η ερμηνεία. Όμως από την άλλη, αν αυτό που υποθέσαμε θεωρητικά ως κατάλληλη ερμηνεία της συμπεριφοράς δεν συμφωνήσει (εμπειρικά επαληθευθεί) με την πραγματική πορεία της συμπεριφοράς, τότε η υπόθεση είναι χωρίς αξία20.

Ο Weber έλεγε ότι το κοινωνικό πράττειν το κατανοούμε ερμηνευτικά. Δεν έχουμε δηλαδή μια κοινή παράδοση που θα μας επέτρεπε να κατανοήσουμε την πράξη ενός άλλου. Το επιχείρημά του τείνει προς τον μεθοδολογικό ατομισμό, τη στιγμή που μιλά για τον ατομικώς δρώντα. Ο σκοπός της κοινωνιολογίας, το κατανοείν, ασχολείται με το μεμονωμένο υποκείμενο, το άτομο. Απορρίπτοντας κάθε μορφή αντικειμενικού νοήματος αποδέχεται μόνον αυτή του υποκειμενικού νοήματος, με το οποίο οι δρώντες συνδέουν τις πράξεις τους.

Η ερμηνευτική κατανόηση της πράξης συνδέεται με τη διάσταση της αιτιώδους εξήγησης του κοινωνικού πράττειν. «Η κοινωνιολογία επιδιώκει την ερμηνευτική κατανόηση της πράξης και, με τον τρόπο αυτό, την αιτιώδη εξήγηση της πορείας της και των συνεπειών της»21. Βέβαια, είναι αντίθετος με μια αιτιακή εξήγηση τύπου Hume, η οποία εξαρτά την αιτιακή εξήγηση από νόμους που προκύπτουν επαγωγικά, διότι δεν αποδέχεται το γεγονός ότι η συνύπαρξη των φαινομένων μπορεί να είναι και όρος σύνδεσής τους. Ενώ όμως από τη μια συνδέει αιτιακά την ερμηνεία της πράξης με την πορεία της και τις συνέπειές της, από την άλλη συσχετίζει το νόημα της πράξης με την κατανόηση του «ελατηρίου» μιας συμπεριφοράς. Προχωρώντας τη σκέψη του, συνδέει την κατανόηση του ελατηρίου, δηλαδή του κινήτρου, με τη δική μας δυνατότητα να κατανοήσουμε το νόημα του.

δ) Παρά το γεγονός ότι οι συγγραφείς δεν αναφέρονται σε κοινωνικά ζητήματα και με αυτόν τον τρόπο διαφεύγουν της υποχρέωσης να μας μιλήσουν ευθέως για ζητήματα παραγωγής και αναπαραγωγής αξιών, μπορούμε να διακρίνουμε υπόρρητα τον διπλό ερμηνευτικό τρόπο της στάσης τους απέναντι στο ζήτημα αυτό.

Από τη μια στην περιγραφή τους για την κλασική επιστήμη εμπλέκεται αξεχώριστα το αίτημα της ανασύνθεσής της22. Έτσι σε ένα πρώτο επίπεδο κατασκευάζουν έννοιες αξεχώριστα από το αξιολογικό τους περιεχόμενο. Τις έννοιες αυτές θα τις δούμε αμέσως μετά . Όπως, όμως θα διακρίνουμε ενώ η μέθοδος ακολουθεί ολιστική προσέγγιση, το περιεχόμενο των εννοιών αυτών αποκτά σχετικιστικό νόημα. Έτσι για μια ακόμη φορά διακρίνουμε μια διπλή εμηνευτική προσέγγιση.

2. Αφού ολοκληρώνουν την κριτική τους στην κλασική επιστήμη είναι υποχρεωμένοι να ανασκευάσουν τόσο τα μοντέλα της, όσο και να εισάγουν νέες ερμηνευτικές έννοιες.

Κατά την άποψή τους τόσο η συνέχεια όσο και η ασυνέχεια της επιστημονικής σκέψης23 βασίστηκε στην διατύπωση των θερμοδυναμικών νόμων και στη συνακόλουθη από τον Boltzmann εφαρμογή της στατιστικής διατύπωσης στην έννοια της εντροπίας (της αύξουσας ανάπτυξης της αταξίας του σύμπαντος). Μια τέτοια διατύπωση θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην απόλυτη ομοιομορφία του σύμπαντος. Πώς, λοιπόν, συμβιβάζεται αυτό με την πολυπλοκότητα των φαινομένων της ζωής και την ποικιλότητα των διαδικασιών και των μορφών του κόσμου που μας περιβάλλει;

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα τη δίνει ο χρόνος. Τα συστήματα έχουν ιστορική διά-σταση σε αντίθεση με την κλασική επιστήμη. Οι ενεργειακές ροές στο εσωτερικό των συστημάτων μπορούν να δημιουργήσουν (σε κατάλληλες συνθήκες σχέσεων επικοινωνίας, αλληλόδρασης, συγκέντρωσης, και επικοινωνίας με το περιβάλλον) καταστάσεις μη ισορροπίας. Σε τέτοιες συνθήκες το σύστημα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, μπροστά σε μια διακλάδωση, όπου είναι ανοιχτή η επικοινωνία στο εσωτερικό του, ανοιχτή η επαφή του με την ιστορία του και ανοιχτή η επιλογή του για κάποιο από τα πιθανά μέλλοντα που θα ακολουθήσει. Η ύλη από παθητική γίνε-ται ενεργός. Αυτή είναι η δημιουργική διάσταση του χάους, των μη αναστρέψιμων διαδικασιών και της μη ισορροπίας.

Εδώ επεισέρχεται η έννοια της ανάδρασης24. Από τη στιγμή που θεωρούμε τα υποκείμενα και τις συλλογικότητες ανοιχτά συστήματα που κατανοούν τον εαυτό τους σε σχέση με τους άλλους, τότε μια οποιαδήποτε «αρχική» συνθήκη έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια διαδικασία ενδυνάμωσης του ίδιου της του εαυτού, ή αντίθετα μια διαδικασία αποδόμησής του. Ας υποθέσουμε ότι το ένα μέλος ενός ζευγαριού που συναντιέται για πρώτη φορά σε ραντεβού, έχει «ξεκαθαρίσει» ηθικά ότι δεν θα κάνει έρωτα. Όμως οι ίδιες οι ενέργειες και οι αντενέργειες των δύο μερών κατά τη διάρκεια του ραντεβού, τα πλαίσια (πολιτισμικά, κοινωνικά) τροποποιούν τις διαθέσεις, τις εκτιμήσεις, τις παραδοχές και πιθανά να οδηγήσουν είτε σε μια επιβεβαίωση της αρχικής στάσης είτε να σπάσουν το αρχικό ηθικό πλαίσιο- προσωρινά ή μόνιμα – εκείνη τη στιγμή. Ίσως αυτό μπορεί να γίνει πιο κατανοητό σε ένα άλλο παράδειγμα. Η κατρακύλα μιας μετοχής ως αποτέλεσμα μιας μικρής της πτώσης. Ή η αύξηση του πανικού ως αποτέλεσμα μιας μικρής διαταραχής πανικού.

Στο επίπεδο της συγκρότησης της προσωπικότητας οι αναδράσεις είναι πολλαπλές και σε πολλαπλά επίπεδα, αφού δεν καθορίζονται μόνο από μέσα αλλά και απ’ έξω. Η εσωτερίκευση των σχέσεων της πραγματικότητας και οι δράσεις των ενστίκτων αναδρούν διαρκώς αναδιοργανώνοντας τις σχέσεις ηθικής και εξουσίας, συνείδησης και πράξης, ελευθερίας και πολιτικής25.

Ας δούμε πως περιγράφουν οι ίδιοι οι συγγραφείς τις απόψεις τους

«Ερ. :Η έννοια της διακλάδωσης είναι θεμελιακή στη θεωρία των σκεδαστικών δομών. Παράδειγμα η αντίδραση του κοινού στο τέλος μιας συναυλίας: Λίγοι άνθρωποι ξεκινούν να χειροκροτούν και ξαφνικά καθένας ξεσπά σε χειροκροτήματα. Αυτό αλλάζει τη φύση του συναυλιακού χώρου αλλά και του κοινού και λειτουργεί αναδραστικά για τον καλλιτέχνη. Πώς χρησιμοποιείτε τη λέξη αυτή;

Απ : Η διακλάδωση είναι η εμφάνιση νέων καταστάσεων σε σημεία καμπής. Πριν την εμφάνιση των σημείων καμπής είχαμε μια χαοτική δομή. Αλλά τη στιγμή που αυτό το σημείο προσεγγίζεται έχετε τάξη. Παράδειγμα το χημικό ρολόι του Ζαμποτίνσκι. Δείχνει ότι η χημική ανάδραση δεν είναι μόνο χαοτική αλλά υπάρχει συνοχή, συνάφεια. Υπάρχει η πιθανότητα χημικής επικοινωνίας μεταξύ των μορίων, για μεγάλες χρονικές περιόδους και μεγάλες αποστάσεις. Αυτό όλοι το παραδέχονταν στα ζωντανά συστήματα αλλά στα νεκρά συστήματα ήταν αναπάντεχο. Το χάσμα μεταξύ της ζωής και της μη-ζωής είναι μικρότερο απ΄ ό,τι πιστεύαμε. Πριν, πιστεύαμε ότι η ζωή είναι η μεγάλη εξαίρεση, η αντίφαση των νόμων της φύσης. Τώρα βλέπουμε πως η πολυπλοκότητα μπορεί αυθόρμητα να εμφανιστεί από την ισορροπία»26.

«Ξέρουμε ότι μακριά από την ισορροπία μπορούν να γεννηθούν αυθόρμητα νέοι τύποι δομών…μπορούν να δημιουργηθούν νέες δυναμικές καταστάσεις της ύλης, που αντανακλούν την αλληλεπίδραση ορισμένου συστήματος με το περιβάλλον του. Αποκαλέσαμε αυτές τις δομές σκεδαστικές (dissipative) για να τονίσουμε τον εποικοδομητικό ρόλο των σκεδαστικών διεργασιών στο σχηματισμό τους… Όταν πηγαίνεις πέρα από την ισορροπία βρίσκεις ότι ο κόσμος είναι πολύπλοκος. Έχουμε μυρμήγκια, φυτά, πολιτισμούς. Ενώνοντας την έννοια της δομής –που είναι στατική- και της σκέδασης, για την οποία χρειάζεσαι συνεχή εισροή και εκροή ενέργειας, έχεις τη σκεδαστική δομή, που εμφανίζεται πέρα από την ισορροπία….Προφανώς μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί πλέον να περιγραφεί σαν χαοτική συμπεριφορά Ένας νέος τύπος τάξης έχει εμφανιστεί. Μπορούμε να μιλάμε για ένα μηχανισμό επικοινωνίας μεταξύ των μορίων. Όμως αυτός ο τύπος επικοινωνίας μπορεί να γίνει μόνο σε συνθήκες μακριά από την ισορροπία….Ακόμη το είδος της σκεδαστικής δομής που προκύπτει, εξαρτάται απόλυτα και μονοσήμαντα από τις συνθήκες στις οποίες διαμορφώθηκε. Εξωτερικά πεδία μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στο μηχανισμό επιλογής της αυτοοργάνωσης….Το σύστημα πρέπει να ενεργεί σαν μια ολότητα…Με τις σκεδαστικές δομές εισάγεται πιθανότατα ένας από τους απλούστερους μηχανισμούς επικοινωνίας»27. «Ο τρόπος που η δομή εμφανίζεται είναι ένας άπιαστος γρίφος. Βεβαίως, οι ζωντανοί οργανισμοί είναι «ιστορικοί»- κουβαλούν γενετική πληροφορία μισού δισεκατομμυρίου χρόνων εξέλιξη. Οπότε η εμφάνιση της δομής στα βιολογικά συστήματα δεν είναι εύκολο να εξεταστεί, γιατί πρέπει να λάβει υπόψη του κανείς τι είναι η κληρονομιά και πώς διαρθρώνεται σήμερα. Αλλά μου φαίνεται ότι η διακλάδωση είναι το φαινόμενο-κλειδί στο σχηματισμό μορφογενετικών προτύπων, ιδιαίτερα όταν βλέπεις τον τύπο της τερατώδους δυσμορφίας που παράγεται από την έκθεση ενός ζώντος οργανισμού σε ακτίνες Χ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ συμμετρικό σύστημα που η συμμετρία του έχει καταστραφεί. Πώς συνέβη αυτό; Υπό μια έννοια υπάρχουν επιλογές και το σύστημα μπορεί να πάει στη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο σχηματισμός του σώματος, το κύτταρο είναι σφαιρικό και συμμετρικό αλλά αργότερα μπορεί να μεταβάλλεται σε όλο και πιο ασύμμετρες δομές. Για όλα τα προβλήματα της βιολογίας ο ρόλος της διακλάδωσης, η μετάβαση από τη μια κατεύθυνση στην άλλη, είναι κεφαλαιωδώς σημαντική»28.

«Ο ιστορικός δρόμος πάνω στον οποίο εξελίσσεται ένα σύστημα χαρακτηρίζεται από διαδοχή σταθερών περιοχών, όπου κυριαρχούν ντετερμινιστικοί νόμοι, και ασταθών περιοχών, κοντά στα σημεία διακλάδωσης, όπου το σύστημα μπορεί να διαλέξει το μέλλον του ανάμεσα σε Περισσότερες από μία μελλοντικές καταστάσεις. Ο ντετερμινιστικός χαρακτήρας των κινητικών εξισώσεων, με τις οποίες υπολογίζεται το σύνολο των πιθανών καταστάσεων και η αντίστοιχή τους σταθερότητα, συνδέεται αδιάρρηκτα με τις τυχαίες διακυμάνσεις που διαλέγουν μεταξύ των καταστάσεων γύρω από σημεία διακλάδωσης. Αυτό το μίγμα αναγκαιότητας και τύχης αποτελεί την ισορροπία του συστήματος.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι συγγραφείς αντιπαρατίθενται στις βασικές έννοιες και τύπους της κλασικής επιστήμης, όχι με την έννοια της πλήρους αποδόμησής τους, αλλά θεωρώντας τις δικές τους κατασκευές εννοιών ως κεντρικές στη νέα σύλληψη που παρουσιάζουν. Από την αντίληψη της ποσότητας μετακινούν το βάρος στην ποιότητα, στις έξωθεν μεταβολές για τα συστήματα, συμπληρώνουν τις αυτοποιητικές διαδικασίες στο εσωτερικό τους, Στην έννοια της καθολικής αλήθειας αντιπαραθέτουν την έννοια της οικοδόμησης στον τώρα χρόνο, Στην έννοια του καθολικού νόμου αντιπαραθέτουν συμπληρωματικά την τοπικότητα και τις περιοχές πολλαπλότητας, στην έννοια του αναγκαίου συμπληρώνουν την έννοια της τυχαιότητας, στην έννοια της απλούστευσης αντιπαραθέτουν την έννοια της πολυπλοκότητας, στην έννοια της αναλλοίωτης ουσίας αντιπαραθέτουν την έννοια του ορίου και της περατότητας29.

3. Θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω με ορισμένες κρίσιμες επισημάνσεις-ερωτήματα για την επιστημολογική προσέγγιση των απόψεων των συγγραφέων.

α) Για το ζήτημα του σκοπού οι συγγραφείς κάνουν μια υπέρβαση τόσο του ολιστικού όσο και του ατομιστικού μεθοδολογικού μοντέλου. «Στη βιολογία, η σύγκρουση μεταξύ αναγωγιστών και ανταναγωγιστών πήρε συχνά τη μορφή αντιπαράθεσης ανάμεσα στους σκοπούς ενός εσωτερικού και στους υποστηρικτές ενός εξωτερικού σκοπού…Με το τεχνολογικό μοντέλο εκφράζεται η αδυναμία μας να συλλάβουμε την εξελικτική οργάνωση, χωρίς να τη συσχετίσουμε αμέσως με έναν προϋπάρχοντα σκοπό…Ένα σύστημα μακριά από την ισορροπία μπορεί να χαρακτηριστεί οργανωμένο, όχι επειδή υλοποιεί ένα σχέδιο ξένο προς τις στοιχειώδεις δραστηριότητες ή τις υπερβαίνει…»30.Φαίνεται να αποσυνδέουν το ζήτημα της οργάνωσης και γενικότερα της πράξης από κάποιο προκαθορισμένο σκοπό. Έτσι απομακρύνονται και από τις δύο μεθοδολογικές αντιλήψεις που εξετάζουμε.

β) Για τη συγκρότηση του παραπάνω επιχειρήματος είναι αναγκαία μια διατύπωση για την πραγματικότητα. «Ό,τι ονομάζουμε πραγματικότητα, μας αποκαλύπτεται μόνο μέσα από την ενεργό κατασκευή στην οποία συμμετέχουμε…[και χρησιμοποιώντας τα λόγια του Merleau-Ponty “…δε μου μένει πια παρά να ορίσω μια αλήθεια μέσα στην κατάσταση”. Αυτή την αντίληψη της γνώσης ως αντικειμενικής και συμμετοχικής, μελετήσαμε σε τούτο το βιβλίο»31.

Οι παραπάνω αντιλήψεις έχω τη γνώμη ότι εντάσσονται σε μια σχετικιστική αντίληψη και πλησιάζουν το ατομιστικό μεθοδολογικό μοντέλο, τόσο από τη σκοπιά των αξιών, όπου «επεισέρχονται ριζικοί χωρισμοί μεταξύ των ίδιων των αξιών (πολυθεισμός των αξιών, των ηθικών και των αντιλήψεων περί δικαιοσύνης)»32, όσο και από τη σκοπιά της ιστορικής διάστασης, όπου επεισέρχεται μια ιστοριστική33 αντίληψη. «Εδώ ο ιστορισμός σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δεσμευτικά κριτήρια συγχρονικής ή διαχρονικής σύγκρισης κοινωνιών, ούτε ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν κάθε κοινωνία ούτε ως προς τους συνδυασμούς τους σε κάθε συγκεκριμένη συγκρότηση»34.

γ) Στην ομιλία του, πέρσι, στο Πολυτεχνείο, ο Ι. P.έδωσε ιδιαίτερο νόημα στο ατομικό πράττειν όχι από τη σκοπιά μια απόλυτης σχετικιστικής αντίληψης, αλλά από τη σκοπιά μιας δυνατότητας αλλαγής της κοινωνίας, αφού σύμφωνα με τις απόψεις του υπάρχει η δυνατότητα να σπάσει το κατεστημένο πλαίσιο ακόμα και από μια αμυδρή διακύμανση στο εσωτερικό του, σε συνθήκες μη ισορροπίας (επαναστατικοποίησης θα προσέθετα)
δ) Η αντίληψή του για την ιστορικότητα φαίνεται να επηρεάζεται από τον μεθοδολογικό ατομισμό στο βαθμό που μπορούμε να ερμηνεύσουμε ότι σε ένα βαθμό χαρακτηρίζει τους ιστορικούς τύπους ως γενετικούς τύπους.

ε) Σύμφωνα με την Katherine Hayles, “στα νέα επιστημονικά παραδείγματα, το ολικό επιπροσδιορίζει το τοπικό, αλλά με το κόστος της επανασύλληψης του ολικού μέσω μιας τοπικής σύνθεσης. Στην Κριτική θεωρία, οι αξιώσεις του τοπικού επεκτείνονται μέχρις ότου το ίδιο το τοπικό να γίνει ένα νέο είδος μιας ολοποιητικής προσταγής. Οι δυο αυτές τάσεις αντικατοπτρίζουν η μια την άλλη, καθώς στις επιστήμες του χάους το ολικό γίνεται τοπικό και στην κριτική θεωρία το τοπικό γίνεται ολικό»35.

στ) Νομίζω ότι με την παραπάνω ανάλυση δίνονται βάσιμα στοιχεία στην αρχική υπόθεση που διατύπωσα ότι οι συγγραφείς κρατούν την ολιστική προσέγγιση ως προς τα εξωτερικά στοι-χεία του μοντέλου τους, ενώ από περιεχομενική άποψη τείνουν σε σχετικιστικές συγκροτήσεις που κρατούν στοιχεία ενός ατομιστικού μεθοδολογικού προτύπου.

Οι απόψεις τους σε κοινωνιολογικό επίπεδο θυμίζουν έντονα την αντίληψη της διπλής ερμηνευτικής του Giddens, που αναφέρεται «στις αμοιβαίες σχέσεις και στη μετάφραση που πρέπει να γίνει μεταξύ δύο γλωσσών: εκείνης των κοινωνικών επιστημών και εκείνης των ανθρώπων που παράγουν και αναπαράγουν την κοινωνία με την πρακτική τους δραστηριότητα και της απόοδίδουν το νόημά της», καθώς και με την έννοιά του της δομοποίησης36.

ζ) Έχοντας πολλά κοινά, στις αναζητήσεις που κατέθεσα στην αρχή της εργασίας, με τις απόψεις των συγγραφέων, νομίζω ότι χρειάζεται να σκύψουμε με ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της ύπαρξης των απελευθερωτικών αξιών που διατύπωσαν, έστω αποτυχημένα οι δεκάδες επαναστάσεις που γέννησε η Γαλλική. Να μείνουμε στην ελπίδα ότι, όσο και αν την κοινωνία που υπάρχει δεν την θέλουμε και αυτή που θέλουμε δεν υπάρχει, μπορούμε να βασιστούμε στις ιδέες και τις αξίες που κίνησαν τον κόσμο για να την δημιουργήσουμε.

 

Αντί επιλόγου

 

...Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δε στέκει
Όπως δε στέκουν τα χαράματα
Όπως δε στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ' οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που
αγαπάμε.

Α. Εμπειρίκος
(Από το τέλος του ποιήματος
Στροφές στροφάλων
της ποιητικής συλλογής Υψικάμινος)

 

Είμαστε εδώ και
Είμαστε ένας καθρέφτης.
Δεν είμαστε η πραγματικότητα
Αλλά μια αντανάκλαση.
Δεν είμαστε το φως
Αλλά μια αναλαμπή.
Δεν είμαστε ο δρόμος
Αλλά μόνο μερικά βήματα.
Δεν είμαστε ο οδηγητής
Αλλά μόνο μια από τις τόσες κατευθύνσεις
Που οδηγούν στο αύριο.

Subcomandante Marcos


Παραπομπές

  1. Ψυχοπαίδης Κ., Επίμετρο, στο Επιστημολογία των Κοινωνικών επιστημών, Νήσος 1996, σελ. 549-551

  2. Οι αυτόνομες κινήσεις στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν κατά τη γνώμη μου μια πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική διαδικασία, εκτός των άλλων με αξιοσημείωτη επιτυχία αφού οι κινήσεις αυτές έχουν για δεύτερη διετία έδρα στην Διδασκαλική Ομοσπονδία.

  3. Δοξιάδης Κ., 1995

  4. Μαρκής Δ., 1995, σελ 55-56

  5. Prigogine I., Strengers I., 1986, σελ. 283.

  6. Prigogine I., 1983, σελ. 10

  7. Prigogine I., Strengers I., 1986, σελ. 293.

  8. Ο. π., σελ. 19

  9. Ο. π., σελ. 83

  10. Ο. π., σελ. 129

  11. Ο. π., σελ. 86

  12. Prigogine I., 1983, σελ. 9

  13. Prigogine I., Strengers I., 1986, σελ. 185.

  14. Ψυχοπαίδης Κ., 1996, σελ., 555.

  15. Prigogine I., Strengers I., 1986, σελ. 396.

  16. Ο., π., σελ., 398.

  17. Weber M., 1997, σελ. 41

  18. ο.π. σελ. 44

  19. ο.π. σελ.45

  20. ο.π. σελ 46

  21. ο.π. σελ. 31

  22. Ψυχοπαίδης Κ., 1996, σελ., 554

  23. Εδώ , στις σελ., 393-395 του βιβλίου τους μπορούμε να διακρίνουμε ένα ακόμα στοιχείο της εξωτερικότητας της ολιστικής τους προσέγγισης, όταν κάνουν κριτική στον Th. Khun για την επιμονή του να κεντράρει στις ασυνέχειες της επιστήμης, ενώ οι ίδιοι δίνουν μεγαλύτερο βάρος στις συνέχειές της. Διακρίνουμε, λοιπόν, μια αντινομία μεταξύ της χρήσης των εννοιών της γραμμικότητας και της μη γραμμικότητας. Ενώ θεωρούν κυρίως μη γραμμική την ανά-πτυξη της ζωής, κεντράρουν στα γραμμικά στοιχεία της εξέλιξης της επιστήμης.

  24. Γκέκας Β., 1995, σελ. 35

  25. Με μια τέτοια θέαση των κοινωνικών διαδικασιών μπορούμε να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα την άποψη του Φουκώ για τα «δίκτυα εξουσίας», καθώς και για τον παραγωγικό ρόλο της εξουσίας. «Με τον όρο εξουσία πρέπει καταρχήν να εννοούμε το πλήθος των σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στον χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατικές της οργάνωσής τους…ότι οι πολλαπλές σχέσεις δύναμης που διαμορφώνονται και λειτουργούν μέσα στους μηχανισμούς της παραγωγής, στις οικογένειες, στις ομάδες, στους θεσμούς, χρησιμεύουν σαν υπόβαθρο σε πλατειές διασχαστικές ενέργειες που διατρέχουν το σύνολο του κοινωνικού σώματος. Αυτές σχηματίζουν τότε μια γενική γραμμή δύναμης που διαπερνά τις τοπικές συγκρούσεις και τις συνδέει. Βέβαια επιφέρουν πάνω τους, με τη σειρά τους, διάφορες ανακατατάξεις, ευθυγραμμίσεις, ομοιογενοποιήσεις, σειραίες διευθετήσεις, συγκλίσεις». Με αντίστοιχο τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε τη συγκρότηση των δυνάμεων αντίστασης, όχι μόνο ως αντιθετικό, εξωτερικό μέρος ενός καθολικού διπόλου ως προς την εξουσία, αλλά «με σημεία αντίστασης κινητά και μεταβατικά, που εισάγουν μέσα σε μια κοινωνία σχέσεις που μετατοπίζονται, που σπάζουν τις ενότητες και προκαλούν ανασυντάξεις, που αυλακώνουν τα ίδια τα άτομα, τα διαμελίζουν και τα ξαναπλάθουν, χαράζοντας μέσα τους, στο σώμα και την ψυχή τους, περιοχές απόρθητες….Και ασφαλώς, εκείνο που κάνει δυνατή μια επανάσταση, είναι ακριβώς η στρατηγική κωδίκωση αυτών των σημείων αντίστασης, περίπου με τον ίδιο τρόπο που το Κράτος στηρίζεται στη θεσμική συνένωση των σχέσεων εξουσίας». Χρειαζόμαστε λοιπόν, δίκτυα ελεύθερης βούλησης που θα συνενώνονται σε χώρους ηθικής, και πιθανά να αποτελούν την δυνάμει προοπτική ρήξης των σημερινών πλαισίων.

  26. Prigogine I., 1983, σελ. 5

  27. Prigogine I., 1986, σελ. 58-59, 208-209.

  28. Prigogine I., 1983, σελ. 6

  29. Εδώ ίσως θα μπορούσαμε να ελέγξουμε παραπέρα τη σχέση των εννοιών αυτών με τις Μπενγιαμινικές αντιλήψεις για το χρόνο, και τις Λακανικές απόψεις για την περατότητα και το υποκείμενο.

  30. Prigogine I., 1986, σελ. 239, 242

  31. Ό., π., σελ. 377, 384-385.

  32. Ψυχοπαίδης Κ., 1993, σελ. 53

  33. Εδώ προσεγγίζεται έντονα η άποψη του Feyerabent. «Η ιδέα ότι η επιστήμη, ή πρέπει, να βαδίζει σύμφωνα με ορισμένους παγιωμένους και καθολικούς κανόνες, είναι και εκτός πραγματικότητας και ολέθρια. Εκτός πραγματικότητας , γιατί ενέχει μια υπεραπλουστευτική άποψη για το ταλέντο των ανθρώπων και για τις περιστάσεις που μπορεί να ευνοούν ή να προκαλούν την ανάπτυξή του. Και ολέθρια, γιατί η προσπάθεια επιβολής κανόνων ενισχύει την επαγγελματική μας κατάρτιση σε βάρος της ανθρωπιάς. Επιπλέον, η ιδέα αυτή είναι επιζήμια για την επιστήμη, για τι παραβλέπει τη συνθετότητα των φυσικών και ιστορικών συνθηκών που επηρεάζουν την επιστημονική αλλαγή. Καθιστά την επιστήμη λιγότερο ευπροσάρμοστη και περισσότερο δογματική… Η διερεύνηση περιπτώσεων στην επιστήμη, μαρτυρούν εναντίον της καθολικής ισχύος οποιουδήποτε κανόνα. Όλες οι μεθοδολογίες έχουν τους περιο-ρισμούς τους και ο μοναδικός «κανόνας» που επιβιώνει είναι ότι «όλα επιτρέπονται... Η λανθασμένη παραδοχή σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια καθολική επιστημονική μέθοδος στην οποία πρέπει να υπακούουν όλες οι μορφές γνώσης, παίζει έναν καταστροφικό ρόλο στη σημερινή κοινωνία, ειδικά εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ως επιστημονική μέθοδος συνήθως εκλαμβάνεται κάποια χοντροκομμένη εμπειριστική ή επαγωγιστική εκδοχή της . Εκεί που είναι ιδιαίτερα έντονο αυτό το φαινόμενο είναι στο χώρο των κοινωνικών θεωριών όπου, εν ονόματι της επιστήμης, πρι-μοδοτούνται θεωρίες που περισσότερο σκοπεύουν στη χειραγώγηση των επιφανειακών συμπτωμάτων ορισμένων όψεων της κοινωνίας και λιγότερο στη βαθύτερη κατανόηση αυτών των όψεων και στην ουσιαστική αλλαγή τους». (Chalmers,Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη, 1998)

  34. Ψυχοπαίδης Κ., 1996, σελ. 558

  35. Μπουντουρίδης Μ., 1996, σελ. 117.

  36. Giddens A., 1989, sel. 14-15


Βιβλιογραφία

 

  1. Γκέκας Βασίλης, Κοσμική τάξη και χάος, Στάχυ, 1995.

  2. Δοξιάδης Κύρκος, Εθνικισμός-Ιδεολογία-Μ.Μ.Ε., Πλέθρον, 1995

  3. Giddens Anthony, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Οδυσσέας, 1989.

  4. Μαρκής Δημήτρης, Περιοδικό Ουτοπία, τεύχος17, 1995.

  5. Μπουντουρίδης Μωυσής, Περιοδικό Νεύσις, τεύχος 5, 1996.

  6. Prigogine Ilya – Strengers Isabelle, Τάξη μέσα από το Χάος, Κέδρος, 1986.

  7. Prigogine Ilya, Συνέντευξη στον Robert Tucker, 1983, πηγή internet.

  8. Prigogine Ilya, Διάλεξη στο Πολυτεχνείο Αθηνών, 2000.

  9. Weber Max, Βασικές έννοιες της Κοινωνιολογίας, Κένταυρος, 1997.

  10. Ψυχοπαίδης Κοσμάς, Ο Max Weber και η κατασκευή εννοιών στις κοινωνικές επιστήμες, Κένταυρος, 1993.

  11. Ψυχοπαίδης Κοσμάς, στο Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών, Νήσος, 1996.

ΕπιστροφήΕπιστροφή ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα