ΟΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ,
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. 

 

Από τις αρχές τις δεκαετίας του ' 90 οι αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς τίθενται πιο επιτακτικά στο προσκήνιο από τις δυνάμεις του κεφαλαίου . Γι΄ αυτό και η δεκαετία του΄90 χαρακτηρίζεται ως "δεκαετία βαθιών τομών στη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων". Η εξέλιξη αυτή - στην οποία οφείλουν τη διαμόρφωσή τους η Λευκή Βίβλος, τα μέτρα Γιαννίτση για το εργασιακό καθεστώς , οι αλλαγές στην παιδεία και την κατάρτιση , η ανατροπή στο ασφαλιστικό κ.λ.π.- στηρίζεται σε τρία γεγονότα.

 

Πρώτο, στο γεγονός ότι οι δυνατότητες κερδοφορίας που δημιούργησε το τεχνολογικό άλμα της προηγούμενης περιόδου δεν αξιοποιούνται στο έπακρο με το υπάρχον περιεχόμενο για την οργάνωση της εργασίας . Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με άλλους σημαντικούς παράγοντες " πιέζει" το κεφάλαιο για νέες "κοινωνικές καινοτομίες" στο πεδίο των σχέσεων εργασίας .

 

Δεύτερο, στο γεγονός ότι οι επιζητούμενες από την αστική τάξη νέες ριζικές τομές στο επίπεδο της επιστήμης και των παραγωγικών δυνάμεων φαίνεται να καθυστερούν ή να μην έχουν για την ώρα την καθολική επίδραση της πληροφορικής. Αναγορεύεται έτσι, σε σημαντικότατο ζήτημα , η εντατικότερη αξιοποίηση της υπάρχουσας επιστημονικής και τεχνολογικής υποδομής, μέσα κυρίως , από την εντατικότερη εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού .

 

Το τρίτο γεγονός σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος οδηγείται σε νέους παροξυσμούς ειδικά μετά την κατάρρευση των ανατολικών χωρών .

 

Εξετάζοντας πιο αναλυτικά τις αλλαγές στις αποδοχές των εργαζομένων και στο κοινωνικό κράτος, διαπιστώνουμε τα εξής .

 

ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΣΤΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟ 

 

Η αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται καταρχήν στη σφαίρα της παραγωγής με δυο διαπλεκόμενες διαδικασίες.

Πρώτη, για πόση ώρα και πόσο εντατικά δουλεύει ο εργαζόμενος και συνεπώς τι φθορές έχει οι οποίες πρέπει να καλυφθούν, γιατί αλλιώς δε θα μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται.

 

Δεύτερη, πόσος χρόνος εργασίας χρειάζεται, δηλαδή ποια είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, για να παραχθούν τα εμπορεύματα που καταναλώνει ο εργαζόμενος για να αναπαραχθεί .

 

Οι δυο αυτές διαδικασίες καθορίζουν και το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασίας που διανέμεται μεταξύ των καπιταλιστών.

 

Η αξία της εργασιακής δύναμης αντιπροσωπεύεται από το "καλάθι" εμπορευμάτων που καταναλώνει μια εργατική οικογένεια για να ζήσει. Η αξία αυτού του " καλαθιού" εμπορευμάτων αντιπροσωπεύεται σε μορφή χρήματος με τον μισθό . Στον άμεσο αυτό μισθό, προστίθεται και ο "έμμεσος" μισθός (ασφάλιση ,πρόνοια κ.λ.π.), ο οποίος αποτελεί κάλυψη μέρους της αξίας της εργασιακής δύναμης που δεν την επωμίζεται ο συγκεκριμένος εργοδότης , αλλά την καταβάλλει το κράτος . 

Σήμερα, οι μηχανισμοί διαμόρφωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης, έχουν οδηγήσει τις εργατικές αποδοχές σε μια δραματική συρρίκνωση, τόσο των άμεσων όσο και του λεγόμενου "έμμεσου" μισθού, η οποία ανάμεσα στα άλλα , προκύπτει από :

α) Τη δραματική συμπίεση των εργατικών αμοιβών στο όνομα της ανταγωνιστικότητας , της μείωσης των ελλειμμάτων , των επενδύσεων κ.λ.π. 

β) Την αλλαγή στον τρόπο καταβολής του μισθού και στα συστήματα μισθοδοσίας . Εδώ ενισχύεται το συνδεδεμένο με την παραγωγικότητα , αποδοτικότητα , ανταγωνιστικότητα τμήμα του σε βάρος του σταθερού και ανεξάρτητα απ΄ αυτές καταβαλλόμενου. 

γ) Από την επίθεση και στον " έμμεσο" μισθό με τη μείωση των " κοινωνικών" δαπανών , την αύξηση των τιμολογίων των ΔΕΚΟ , τις αλλαγές στην ασφάλιση , την τεράστια αύξηση των φορολογικών βαρών κ.λ.π. Μάλιστα από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 η κύρια προσπάθεια των κυρίαρχων κύκλων του συστήματος για τη μείωση του εργατικού κόστους στρέφεται κύρια σ΄ αυτό το πεδίο (π.χ. Λευκή Βίβλος ).

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ 

 

Μια άλλη πλευρά των αλλαγών που έχει ιδιαίτερη σημασία την περίοδο αυτή , αφορά το ασφαλιστικό σύστημα και ευρύτερα το λεγόμενο "κράτος πρόνοιας" το οποίο αντιμετωπίζεται πλέον σαν βαρίδι στην προσπάθεια να μειωθεί το κόστος εργασίας , να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, να εκπληρωθούν και να διατηρηθούν τα κριτήρια της ευρωπαϊκής σύγκλισης και της ΟΝΕ . Κι εδώ οι αντιδραστικές τομές που προωθούνται έχουν κυρίως ποιοτικά χαρακτηριστικά . Δεν αφορούν απλώς κάποιες περιφερειακές πλευρές των ασφαλιστικών συστημάτων (ύψος εισφορών και παροχών , όρια συνταξιοδότησης κ.λ.π.)

Αφορούν κυρίως ριζικές αλλαγές στη δομή και τη φιλοσοφία τους . Οι σημαντικότερες αλλαγές είναι:

 

ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟ 

 

Είναι φανερό ότι η μορφή παρέμβασης του κράτους , που χαρακτήρισε το προηγούμενο διάστημα , έχει πλέον ξεπεραστεί . Αλλά και οι πρακτικές του " ελάχιστου κράτους" της "πλήρους απελευθέρωσης των δυνάμεων της αγοράς" που χαρακτήρισαν ιδεολογικά και πολιτικά την πρώτη περίοδο του νεοφιλελεύθερου κύματος , φαίνεται να μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο.

 

Ωριμάζει λοιπόν, ένα νέο μοντέλο πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής παρέμβασης του κράτους , ένα εκσυγχρονισμένο και ευέλικτο πλέγμα δραστηριοποίησής του , το οποίο θα δημιουργεί το ευνοϊκότερο δυνατό " περιβάλλον" για το κεφάλαιο , την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα του. Πρόκειται για ένα κράτος που δεν είναι απλώς μικρότερο . Κυρίως θα είναι πιο αποτελεσματικό , πιο ευέλικτο στο ρόλο του ως οργάνου των συλλογικών συμφερόντων της αστικής τάξης . Πρόκειται για ένα κράτος " στρατηγείο της ανάπτυξης" , όπως το είχε ονομάσει ο Α. Παπανδρέου. 

 

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΥΜΑ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ

 

Στην κατεύθυνση αυτών των αλλαγών και αναδιαρθρώσεων κινήθηκε η κυβέρνηση Σημίτη όλο το προηγούμενο διάστημα . Σήμερα όμως, στην αρχή του νέου αιώνα, οι φιλοδοξίες του ελληνικού κεφαλαίου για αναβάθμιση της θέσης του "υποχρεώνουν" την κυβέρνηση, να προωθεί με ταχύτατους ρυθμούς, ένα νέο μπαράζ αντεργατικών μέτρων και νόμων, που βαθαίνουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και κερδοφορία, αλλάζουν ριζικά το εργασιακό τοπίο και το συνολικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

 

Δεν είναι μόνο τα "μέτρα Γιαννίτση", η μετατροπή της υγείας από λαϊκό δικαίωμα σε εμπόρευμα, η αντιδραστική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση. Είναι η μόνιμη λιτότητα, η φοβερή ακρίβεια, η μεγάλη κερδοσκοπία των πολυεθνικών στα καύσιμα, η ληστεία του χρηματιστηρίου, η βαρβαρότητα του νέου αντιασφαλιστικού νόμου, οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις στις ΔΕΚΟ και οι αντιδραστικές αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση, που στο σύνολό τους αποτελούν μια μόνιμη και βαθιά κοινωνική αντεπανάσταση σε βάρος του κόσμου της εργασίας.

 

Ένα νέο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι, πως αν μέχρι τώρα επιβαλλόταν με τον μπαμπούλα του αποκλεισμού από τη ζώνη του ευρώ, από δω και στο εξής , η λιτότητα θα επιβάλλεται με τα σύμφωνα σταθερότητας και το μπαμπούλα των οικονομικών κυρώσεων από την Ε.Ε. Γι΄ αυτό και φέτος μαζί με τον προϋπολογισμό του 2001 δόθηκε στη δημοσιότητα και το Σύμφωνο Σταθερότητας, που από κοινού αποτελούν μνημεία αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής. Και στα δύο ντοκουμέντα, ο προσανατολισμός είναι, η διαιώνιση της λιτότητας και η επιβολή νέων φόρων για τους μισθωτούς και η στήριξη, επιδότηση και προκλητική ενίσχυση του κεφαλαίου. Μάλιστα στο Σύμφωνο Σταθερότητας προβλέπονται μεγάλης έκτασης αλλαγές, στο κεφάλαιο του δημόσιου χρέους, αλλά και στους φόρους- μισθούς των εργαζομένων και των συνταξιούχων.

Συγκεκριμένα λοιπόν, δεν είναι μόνο το κεφάλαιο των ιδιωτικοποιήσεων που θα επιδιώξουν να κλείσει μέσα στο 2001 ξεπουλώντας ότι έχει απομείνει.

Είναι και η δραματική αύξηση των φόρων τα επόμενα χρόνια, που από 4,4 τρισ. δραχμές το 2000 , θα φτάσουν τα 5,6 τρις. το 2004, ενώ είναι βέβαιο το ποιοι θα πληρώσουν αυτό το ποσό, αφού συνολικά παρατηρείται ο περιορισμός των φόρων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η συμμετοχή στα φορολογικά βάρη βιομηχάνων και μισθωτών το διάστημα 1960- 2000

Από 50,8% και 21% το 1960, σήμερα είναι, 16,8% και 55% αντίστοιχα.( Στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών.)
Είναι και η πολιτική καθήλωσης και μείωσης των μισθών, αφού πραγματικές αυξήσεις προβλέπονται μόνο εφ΄ όσον προηγηθεί αύξηση της παραγωγικότητας. Από πού κι ως που όμως οι αυξήσεις στην παραγωγικότητα συνδυάζονται με τις αυξήσεις στους μισθούς, Αυτό δηλαδή που θα επιχειρηθεί τα επόμενα χρόνια είναι η αποτελεσματικότερη συγκάλυψη της πολιτικής μείωσης των πραγματικών μισθών. Έτσι ενώ φέτος δόθηκαν αυξήσεις 2,2% που υπολείπονται τραγικά ακόμα και από το δήθεν μέσο πληθωρισμό του 2000, η κυβέρνηση μιλά για πραγματική αύξηση των εισοδημάτων. Κουβέντα δε λέει για τις απώλειες των τελευταίων 15 χρόνων που συντηρητικά υπολογίζονται από την ΑΔΕΔΥ στο ύψος του 25%. Η ψευδεπίγραφη αυτή πολιτική που οδηγεί στη δραματική επιδείνωση των όρων εκμετάλλευσης των μισθωτών, θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με τη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα και την αξιολόγηση. 

 

ΑΠΟ ΤΟ '' ΕΝΙΑΙΟ '' ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΠΟΛΛΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ

 

Το θέμα των μισθών έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα έκφρασης της ταξικής πάλης. Γι΄ αυτό και οι αλλαγές στο μισθολογικό και στο εργασιακό καθεστώς των Δημοσίων Υπαλλήλων, που επιχειρεί σήμερα η κυβέρνηση εντάσσονται σε ένα νέο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής παρέμβασης του κράτους, το οποίο δημιουργεί το ευνοϊκότερο δυνατόν περιβάλλον για το κεφάλαιο, την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά του.

 

Αυτό σημαίνει πως κανένας εργασιακός χώρος δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένο το προηγούμενο στάτους και όλα θα κριθούν από τη σύγκρουση των εργαζομένων με την αντεργατική κυβερνητική πολιτική. Η έκβαση αυτής της μάχης θα αποτυπωθεί αναντίρρητα στο μισθό και στις εργασιακές σχέσεις. Γι΄ αυτό και κρίνεται άκρως επικίνδυνη η σιωπή όχι μόνο του επίσημου σ.κ. αλλά και της ριζοσπαστικής πτέρυγάς του. Η αποδοχή της χωρίς όρια λιτότητας , έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, εκφράζει τη συναίνεση ή την αποδοχή της "σύγκλισης" των εργαζομένων με τη φτώχεια και την εξαθλίωση σε μια περίοδο που τα κέρδη αυξάνονται με ασύλληπτους ρυθμούς και οι μισθοί μειώνονται αντίστοιχα.

 

Η μη διεκδίκηση ουσιαστικά των απωλειών όλων των προηγούμενων χρόνων, η μη προώθηση από το σύνολο των εργαζομένων οικονομικών αιτημάτων και η σιωπή μπροστά στις κυοφορούσες σαρωτικές αλλαγές που θα επιχειρηθούν με το σχέδιο "Πολιτεία" και τη σύνδεση των αμοιβών με την παραγωγικότητα -αξιολόγηση, δείχνουν την αδυναμία του σ,κ, να αναμετρηθεί νικηφόρα με την κυβερνητική πολιτική, αλλά και τις δυσκολίες του ριζοσπαστικού ρεύματος να συνειδητοποιήσει το ρόλο και τη σημασία των οικονομικών διεκδικήσεων στην ταξική πάλη.

 

ΕΝΙΑΙΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ -ΝΕΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ-ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

 

Είναι βέβαιο πως το άνοιγμα της συζήτησης για τη μορφή, το περιεχόμενο και τα οικονομικά αιτήματα, πρέπει να ξεκινά από την αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης ,να στρέφεται ενάντια στον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής και να διεκδικεί την ανατροπή των επιδιώξεων της άρχουσας τάξης.

 

Γι΄ αυτό και το ζήτημα του μισθολογίου, των συλλογικών συμβάσεων και γενικά των οικονομικών διεκδικήσεων πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των προσαρμογών τους στις νέες οικονομικές και εργασιακές συνθήκες .

 

Με το μισθολόγιο του 1997 (Ν.Μ.), είναι φανερό πως η κυβέρνηση επεδίωξε, να συνεχίσει την πολιτική της συμπίεσης των μισθών, να "μαντρώσει" για μια ακόμη φορά τους Δ/Υ στο νέο φτωχολόγιο, να αποκρούσει (επισείοντας το φόβητρο ότι κάθε αύξηση στο βασικό μισθό πρέπει να δοθεί σε όλους τους Δ/Υ) την ανάπτυξη των αγώνων και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και προπαντός να κλείσει το δρόμο για πραγματικές συλλογικές συμβάσεις.

 

Παράλληλα το Νέο Μισθολόγιο, επέτρεψε στην κυβέρνηση από καλύτερες θέσεις να συρρικνώσει δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων (σύνταξη, εφάπαξ, περίθαλψη κλπ) και να αμφισβητήσει το υπάρχον εργασιακό καθεστώς. Τέλος με τις ρυθμίσεις για το κίνητρο απόδοσης , άνοιξε ο δρόμος σε θεσμικό επίπεδο για τη σύνδεση μισθού παραγωγικότητας.

 

Το Νέο Μισθολόγιο του΄97 έχει κυριολεκτικά εξαντληθεί για τους εργαζόμενους αφού:

Α) από το σύνολο των αποδοχών αναπροσαρμόζεται μόνο ο Β.Μ. και το χρονοεπίδομα που ορίζεται σαν ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, με αποτέλεσμα όλες οι άλλες αποδοχές (πάνω από το 1/3 του συνολικού μισθού) να μην αναπροσαρμόζονται. Έτσι όχι μόνο οι πραγματικές αποδοχές μειώθηκαν σταδιακά, αλλά και τα δώρα, επιδόματα άδειας κλπ, να έχουν καταντήσει "προνοιακά βοηθήματα". Ταυτόχρονα οι συνέπειες στις συντάξιμες αποδοχές ήταν ακόμη πιο οδυνηρές, αφού όλα αυτά τα επιδόματα δεν υπολογίζονται στη διαμόρφωσή τους με αποτέλεσμα αυτές να μειωθούν δραματικά.

 

Β) Η επιδοματική πολιτική όχι μόνο δεν καταργήθηκε αλλά συνεχίστηκε αμείωτη, στην κατεύθυνση πλήρους ενσωμάτωσης των κλάδων αυτών που έχουν μια ιδιαίτερη θέση στον κρατικό τομέα, κυρίως ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός (εφοριακοί, τελωνειακοί, υπάλληλοι του υπουργείου εμπορίου κλπ)

 

Γ) Οι ενδοκλαδικές αντιθέσεις, η ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων χώρων και οι διαφορετικές ταχύτητες στην ανάπτυξη του σ.κ. ,επιβεβαίωσαν την κατάρρευση του μύθου που καλλιέργησαν όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνητικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, για κοινούς πανδημοσιοϋπαλληλικούς αγώνες μέσα από την ΑΔΕΔΥ).

 

Το Νέο Μισθολόγιο εκτός από την οικονομική εξαθλίωση που επέβαλλε στους Δ/Υ και το φρενάρισμα των αγωνιστικών διεκδικήσεων που προκάλεσε , βοήθησε την πολιτική και ιδεολογική εξουσία στην υλοποίηση ενός ακόμα στόχου, τη φυγή των εργαζομένων προς την ατομική λύση καλλιεργώντας την αναποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης.

 

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

 

Ήταν βέβαιο πως η τύχη των συλλογικών συμβάσεων δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική, αφού από την πρώτη στιγμή, κυβέρνηση και επίσημο σ.κ. προσπάθησαν να αποτρέψουν τη δυνατότητα ανάπτυξης αγώνων για πραγματικά ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Γι ΄αυτό συμφώνησαν στο συγκεκριμένο ψευδεπίγραφο νόμο που εξαιρεί από τη διαπραγμάτευση τις οικονομικές διεκδικήσεις , τα συνταξιοδοτικά αιτήματα κλπ. Γι΄αυτό και σε αγαστή συνεργασία συμφώνησε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΑΔΕΔΥ να κρατήσει για τον εαυτό της το δικαίωμα να διαπραγματεύεται ακόμα και τα επιμέρους θέματα, αποδυναμώνοντας έτσι ή καλύτερα αναιρώντας το δικαίωμα των ομοσπονδιών να διεκδικούν ακόμα και τα δευτερεύοντα.

 

Παρ΄ όλα αυτά, ακόμα και στο κατ΄ επίφαση καθεστώς συλλογικών συμβάσεων που ελέγχουν απόλυτα κράτος και συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είχαμε φέτος κάποια θετική εξέλιξη για τους εργαζόμενους, αφού με απύθμενο κυνισμό η πολιτική ηγεσία αγνόησε τις προτάσεις ακόμα και αυτών των συνδικαλιστών υπαλλήλων της.

 

Άλλωστε η όποια συζήτηση έγινε , ήταν ανάμεσα στην κορυφή στην συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της κυβέρνησης ,δηλαδή ανάμεσα στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που όλοι μαζί σε διατεταγμένη υπηρεσία προωθούσαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στην οικονομία και στην εργασία.

 

Είναι βέβαιο λοιπόν, πως αν δεν γίνουν σοβαρές αλλαγές στον προσανατολισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, αν δε δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός ισχυρού κλαδικού συνδικαλιστικού κινήματος που θα επιβάλλει ελεύθερες κλαδικές συμβάσεις, όχι μόνο δε θα έχουμε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και τα επόμενα χρόνια, αλλά ακόμα και τα ζητήματα που φέτος στοιχειωδώς συζητήθηκαν. θα αποτελούν κορυφαία σε σχέση μ΄ αυτά που θα διαπραγματεύονται, κυβέρνηση και συνδικαλιστική αριστοκρατία της ΑΔΕΔΥ

 

ΤΙ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ;

 

Η τελική είσοδος της χώρας μας στην ΟΝΕ κατοχυρώνει και βαθαίνει αποφασιστικά τις αλλαγές στο κράτος, οι οποίες κυοφορούνταν όλο το προηγούμενο διάστημα.

Γι΄ αυτό και με το σχέδιο "ΠΟΛΙΤΕΙΑ" η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει σαρωτικές αλλαγές στον κρατικό μηχανισμό, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στον επιτελικό του ρόλο, στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σ΄ αυτή την κατεύθυνση κινείται ένα σύνολο αλλαγών στο εργασιακό καθεστώς του δημοσίου που περιλαμβάνει και την αναπροσαρμογή της μισθολογικής πολιτικής.

Οι στόχοι της πολιτικής αυτής είναι σαφείς. 

Εφαρμόζοντας μια νεοφιλελεύθερη συντηρητική πολιτική θα επιδιώξει η κυβέρνηση, να συρρικνώσει ακόμα περισσότερο τις αποδοχές των εργαζομένων, να διαμορφώσει μια πιο αποκρουστική εικόνα για το ρόλο των δημοσίων υπαλλήλων, να προωθήσει τη χειροτέρευση των όρων εργασίας των μόνιμων υπαλλήλων και να συνδέσει άμεσα τις αποδοχές με την αποδοτικότητα-παραγωγικότητα.

 

Συνδέοντας την βαθμολογική και οικονομική εξέλιξη, με την αξιολόγηση-χειραγώγηση -κατηγοριοποίηση, θα επιδιώξει η "εκσυγχρονιστική" κυβέρνηση να επιβάλλει, νέους μηχανισμούς ομηρίας και ελέγχου των Δημοσίων Υπαλλήλων και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών . Με το νέο θεσμικό πλαίσιο που διαμόρφωσε ο ν. 2525/΄97, τις κυοφορούμενες ρυθμίσεις του ΥΠΕΠΘ στην διαδικασία αξιολόγησης και τις αναδιαρθρώσεις που προωθεί η κυβέρνηση με το σχέδιο "Πολιτεία", προβλέπεται σύνδεση της αποδοτικότητας με το βαθμό και το μισθό . Μάλιστα το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει η συζήτηση, για το νέο μισθολόγιο που προετοιμάζει η κυβέρνηση, όπου έντονα προβάλλεται η ενσωμάτωση όλων των πολυποίκιλων επιδομάτων στο κίνητρο απόδοσης, με σκοπό τη χρησιμοποίηση του ως κατηγοριοποιητικού μηχανισμού στο νέο καθεστώς αποδοχών. Άλλωστε από την πρώτη στιγμή ( άρθρο 13 του Ν. Μ. ), το κίνητρο απόδοσης είχε τα χαρακτηριστικά της ατομικότητας και της σύνδεσης της αμοιβής με την παραγωγικότητα.

Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται τα επιδόματα από το παράθυρο που δόθηκαν σιωπηρά στην 'αριστοκρατία' των δημοσίων υπαλλήλων, που ξεκινούν από 50000 και φτάνουν μέχρι 400.000 δραχμές. Η διαμόρφωση υψηλότερων αποδοχών θα διευκολύνει την κυβέρνηση στην συνέχιση και ενίσχυση της εισπρακτικής πολιτικής, μέσω των συγκεκριμένων τμημάτων του δημοσίου, αλλά παράλληλα θα επιτρέψει και την μελλοντική ανταμοιβή των 'αποδοτικών' υπαλλήλων.

 

Σε ότι αφορά δηλαδή τη μορφή της μισθολογικής πολιτικής είναι φανερό πως η κυβέρνηση έχει ήδη επιλέξει ένα μικτό σύστημα αμοιβών. Ένα σύστημα που θα περικλείει και τα η λογική του υπάρχοντος μισθολογίου εξασφαλίζοντας έτσι στη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων ένα μισθό πείνας (ανάλογο με τις συντάξεις εξαθλίωσης που θα προβλέπει ο νέος αντιασφαλιστικός νόμος), αλλά και υψηλούς μισθούς στα στελέχη και στους υπαλλήλους , που μέσα από τις εκθέσεις αξιολόγησης κρίθηκαν παραγωγικοί. Έτσι θα έχουμε μια νέα μορφή μισθολογικής πολιτικής , όχι επιδοματική κατά υπουργείο , αλλά διακλαδική και κατηγοριοποιητική , σπρώχνοντας ορισμένες μερίδες δημοσίων υπαλλήλων επιλεκτικά προς τα πάνω και κρατώντας τη μεγάλη μάζα καθηλωμένη μισθολογικά. Η πολιτική αυτή θα επιφέρει νέες τριβές και συγκρούσεις στο εσωτερικό των δημοσίων υπαλλήλων και θα τους καταστήσει χειραγωγήσιμους στην κομματική καπιταλιστική εξουσία. Παράλληλα η πολιτική αυτή θα προετοιμάσει το έδαφος για την άρση της μονιμότητας και τη σαρωτική αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος στο δημόσιο τομέα.

 

Βασική επιδίωξη της κυρίαρχης πολιτικής είναι και η αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων για ενίσχυση των φαινομένων αποστράτευσης και απογοήτευσης των εργαζομένων από τα η συλλογική δράση. Η προώθηση και ο ενστερνισμός της ατομικής λύσης σε συνδυασμό με το αδιέξοδο πολλές φορές των κοινωνικών αγώνων και την ανυποληψία των συνδικαλιστικών ηγεσιών, συμπληρώνουν και στα θέματα οικονομίας- εργασιακών σχέσεων , το άσχημο τοπίο που διαμορφώνει η σημερινή "εκσυγχρονιστική" πραγματικότητα. 

 

Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ 

 

Το εργατικό κίνημα της χώρας μας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από βαθιά κρίση στρατηγικής και έλλειψη αποτελεσματικής δράσης . Ο κυβερνητικός- υποταγμένος συνδικαλισμός της ΑΔΕΔΥ, αλλά και των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, έχει κάνει "σημαία" τους "εθνικούς στόχους" του κεφαλαίου και προσπαθεί μπροστά στο σύνολο των αντεργατικών μέτρων να εγκλωβίσει και να διαχειριστεί όσο γίνεται πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων. Ενισχυμένος ο κυβερνητικός συνδικαλισμός από τα ΜΜΕ και το πολιτικό σύστημα με αξιοζήλευτη μεθοδικότητα και επιμονή ενισχύει την τάση υποταγής και ουσιαστικά διαπραγματεύεται τους ρυθμούς χειροτέρευσης της θέσης των εργαζομένων. Ακολουθώντας την "ευέλικτη" τακτική του διαλόγου, παζαρεύοντας με τη επίφαση αγώνων και της μιας "τουφεκιάς στον αέρα" , κάνει εντατικές προσπάθειες να κλείσει τα όποια ρήγματα δημιουργεί η αντεργατική καταιγίδα της κυβέρνησης. 

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο συνδικαλισμός της δήθεν αντιπολίτευσης. Η ΔΑΚΕ παρά τις δημαγωγικές κορόνες για την εξαθλίωση, τη φτώχεια και την ανεργία, συναινεί σε όλα τα αντεργατικά μέτρα, πιέζει για πιο άγρια και πιο τολμηρή εφαρμογή τους και υπερθεματίζει τις ΟΝΕ και Ε.Ε. Η ΔΕΕ (ΠΑΜΕ) με την επιλογή των ευκαιριακών και συμβολικών κινήσεων διαμαρτυρίας και την τακτική της κομματικής εκπροσώπησης του κινήματος και της εκλογικής εξαργύρωσης των αγώνων συγκροτεί μια γραμμή αναποτελεσματική που οδηγεί, από διαφορετικό δρόμο, στην ήττα των αγώνων, στην απογοήτευση και την υποταγή των εργαζομένων. Όσο για τις δυνάμεις που βαρύνονται με την πολύχρονη συνενοχή τους στη γραμμή "του κοινωνικού διαλόγου" και ενστερνίζονται το "ανθρώπινο πρόσωπο" και την κοινωνική ευαισθησία της ΟΝΕ-ΕΕ, η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει και ακυρώνει κάθε ¨αγωνιστική΄ τους πρωτοβουλία. 

 

Όσο για τα ζητήματα της μισθολογικής πολιτικής στο δημόσιο τομέα και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ, ΣΥΝ άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο αποδέχονται ιδέες όπως, "πρέπει να πληρώνεται αυτός που δουλεύει, να επιβραβεύεται ο άξιος, να ισχύσουν ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και στο δημόσιο τομέα και στην ουσία έχουν αποδεχτεί τη σύνδεση της αξιολόγησης με την παραγωγικότητα, το μισθό και το βαθμό. Έχουν αποδεχτεί την ανάγκη θυσιών από τους εργαζόμενους αλλά κυρίως έχουν αποδεχτεί την επίθεση τα εξουσίας στο ζήτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα από την πολιτική μισθών με αντάλλαγμα την καλοπέραση της υπαλληλικής αριστοκρατίας και του υποταγμένου στελεχιακού μηχανισμού. Άκρως αποκαλυπτικός και επικίνδυνος είναι ο ρόλος και η τακτική της ΔΑΚΕ, που ενώ στην ΑΔΕΔΥ και ιδιαίτερα στις τελευταίες συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου επαναφέρει πρώτη το θέμα του νέου μισθολογίου, χωρίς να επιχειρηματολογεί για το περιεχόμενο της πρότασής της, στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες μιλά και προωθεί το εκπαιδευτικό μισθολόγιο, προσπαθώντας να δημιουργήσει και να εκμεταλλευτεί συντεχνιακά αντανακλαστικά και να μεταφέρει τη συζήτηση και τη διεκδίκηση από την ουσία της οικονομικής και μισθολογικής πολιτικής, στη μορφή των αποδοχών. Η θέση αυτή της ΔΑΚΕ τόσο στην ΑΔΕΔΥ όσο και στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες, υπηρετεί στην ουσία την νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ν.Δ, που συνδέει το μισθό με το βαθμό την αξιολόγηση και την αποδοτικότητα. Σε ανάλογη θέση φαίνεται να καταλήγει και η Συνεργασία που ξεκινώντας από μια διαφορετική βάση αντίληψης, προωθεί τόσο στην ΑΔΕΔΥ, όσο και στους εκπαιδευτικούς μια ελιτίστικη αντίληψη γύρω από το μισθό, που προκρίνει της ιδιαιτερότητες των χώρων, από τις ανάγκες των εργαζομένων. 

 

Ο ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΝ-ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ
ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΤΙ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ

 

Δεν αρκεί φυσικά κανείς να περιγράφει μια κατάσταση και να αναδεικνύει τις ευθύνες και παραλείψεις των άλλων. Είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά ανάγκη, οι δυνάμεις αυτές που πάνω από μια δεκαετία αντιτάσσονται στις κυρίαρχες επιλογές και αγωνίζονται μαχητικά για την ανατροπή τους ,να προβάλλουν την ολοκληρωμένη και διακριτή άποψή τους στα οικονομικά-μισθολογικά ζητήματα.

 

Προηγούμενα όμως πρέπει να γίνουν κάποιες απαραίτητες επισημάνσεις :

 

Α) Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης ποτέ δεν ήταν ενιαία, λόγω της διαφορετικής θέσης στην παραγωγή, του διαφορετικού συσχετισμού δυνάμεων σε ένα χώρο δουλειάς, της πείρας και της αγωνιστικότητας. Ποτέ όλοι αυτοί οι υποκειμενικοί παράγοντες δεν δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα για να μπορούν αναπτυχθούν από κοινού αγώνες.

 

Β) Ιδιαίτερα στο δημόσιο χώρο το ανισόμετρο της ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν και είναι αντικειμενική πραγματικότητα, γεγονός που επιτείνεται από τη διαφορετική θέση στην παραγωγή- αναπαραγωγή και κατανομή της παραγόμενης υπεραξίας των διαφόρων κομματιών των δημοσίων υπαλλήλων.

 

Γ) Το ζήτημα των μισθών συνδέεται και εξαρτάται από το εργασιακό καθεστώς και τις αλλαγές που κάθε φορά επιχειρούνται από το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας. 

Γι΄ αυτό και ιστορικά το αίτημα του ενιαίου ή νέου μισθολογίου ποτέ δεν έμπαινε από τη μεριά των ταξικών δυνάμεων. Κάθε φορά που οι κυβερνητικές δυνάμεις ήθελαν να αμφισβητήσουν δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων, ιδιαίτερα στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, εμφανίζεται η ανάλογη πρόταση με βασικό στόχο τον εγκλωβισμό των εργαζομένων και την αποδοχή ή τη μη μαχητική αμφισβήτηση, της μισθολογικής φτώχειας και της προσαρμογής του εργασιακού καθεστώτος στις νέες ανάγκες του κεφαλαίου.

 

Δ) Το σημερινό μισθολογικό καθεστώς αποτελεί έναν ισχυρότατο ανασταλτικό παράγοντα για ουσιαστικές διεκδικήσεις αφού πέρα από την αναποτελεσματικότητα των κλαδικών κινητοποιήσεων που καλλιεργεί και τη λογική "της φυλακής" που επιβάλλει, δυναμιτίζει την κοινωνική θέση των εκπαιδευτικών, ανατρέπει συμμαχίες με κλάδους που έχουν ενιαία χαρακτηριστικά και εμποδίζει την κοινή δράση και διαπραγμάτευση για το σύνολο των εργασιακών σχέσεων και του μισθού.

 

΄΄ Η ΘΑ ΣΤΑΘΟΥΜΕ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΑΣ ΕΝΩΜΕΝΟΙ Ή ΘΑ ΠΕΣΟΥΜΕ ΕΝΑΣ ΕΝΑΣ΄΄

 

Ξεκινώντας από την ύπαρξη ενός συνδικαλιστικού κινήματος που θα παλεύει όχι για το μοίρασμα της φτώχειας και της ανεργίας, αλλά για την αναδιανομή του πλούτου, για αναλογικούς μισθούς και διορθωτικά ποσά, που θα μειώνουν της έκταση της κλοπής και θα παίρνουν πίσω ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου που δημιουργεί η παραγωγικότητα της εργασίας, θα πρέπει να προβάλουμε το βασικό μας στόχο που είναι να ζούμε αξιοπρεπώς μόνο από το μισθό μας. Εμβαθύνοντας τη συζήτηση στο θέμα αυτό, προκύπτουν τα ζητήματα της μορφής και του περιεχομένου που όμως θα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε ενιαία.

 

Συμφωνώντας πως η μορφή από μόνη της δεν δίνει ώθηση στον διεκδικητικό αγώνα, αλλά πως έχει μεγάλη σημασία στη συγκεκριμένη στιγμή να αναπτύσσει την ταξική πάλη και να προκύπτει από τις ανάγκες της ζωής, νομίζουμε πως πρέπει να υποστηρίξουμε , όπως και το προηγούμενο διάστημα, τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις.

Η επιλογή της συγκεκριμένης μορφής, απελευθερώνει τις δυνατότητες ανάπτυξης αγώνων, αποτρέπει τα σχέδια της κυβέρνησης για διακλαδικές και ατομικές εργασιακές σχέσεις και αποδοχές, απαγκιστρώνει κάθε κλάδο απ΄ την κατάσταση των άλλων κλάδων και ταυτόχρονα δίνει, ιδιαίτερα στους εκπαιδευτικούς, την δυνατότητα να αποδείξουν στην υπόλοιπη κοινωνία το ρόλο και τις ανάγκες τους. 

Κόντρα στη σημερινή πραγματικότητα του εκφυλισμού και της λογικής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να διαπραγματεύεται αποκλειστικά η ΑΔΕΔΥ τα οικονομικά αιτήματα, να διεκδικήσουμε δυναμικά κλαδική συλλογική σύμβαση που θα περιλαμβάνει το σύνολο των οικονομικών- εργασιακών και θεσμικών ζητημάτων. Πατώντας γερά στη ζωή να επιδιώξουμε ενιαίες εργασιακές σχέσεις, μισθό και δικαιώματα εκεί που πράγματι υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Γι΄ αυτό λοιπόν ξεκινώντας από το γεγονός ότι το σχολείο είναι ενιαίος χώρος δουλειάς κι έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται απ΄ το μάχιμο συνδικαλιστικό κίνημα, να διεκδικήσουμε δυναμικά από τη βάση, εδώ και τώρα, συλλογική σύμβαση εργασίας για την εκπ/ση. Έτσι μόνο θα ξεπεράσουμε τις αντιθέσεις που επίμονα καλλιεργούν στη βάση των δυο κλάδων, κυβέρνηση και συνδικαλιστική 'υπαλληλία'.

Έτσι μόνο θα αναδειχθεί η δυναμική και η αποτελεσματικότητα των 100.000 εκπ/κών. Έτσι μόνο θα προβληθεί η προοπτική της συγκρότησης, με άλλα χαρακτηριστικά και πολιτικούς-συνδικαλιστικούς προσανατολισμούς μιας συνομοσπονδίας εκπαιδευτικών που θα διεκδικεί τις ανάγκες και τα δικαιώματα κι όχι τους δείκτες και τα ψευτοοράματα. Η ενοποίηση των δυνάμεων της εκπ/σης και η δημιουργία ενιαίας συνδικαλιστικής έκφρασης αποτελεί φυσιολογική απάντηση στην ενιαία επίθεση που δέχονται εκπαίδευση και εκπαιδευτικοί.

Παράλληλα και ταυτόχρονα, συγκροτούμε το μέτωπο των εργαζομένων που είχαν και έχουν μια ουσιαστική δράση στο δημόσιο τομέα (εργαζόμενοι στην τοπική αυτοδιοίκηση, νοσοκομεία, εκπαίδευση). Ο συντονισμός των αγωνιζόμενων κλάδων, μπορεί να δημιουργήσει την αναγκαία συσσώρευση δυνάμεων που μαχητικά και ενιαία θα αμφισβητήσουν το περιεχόμενο και τους προσανατολισμούς της κυβερνητικής πολιτικής, τόσο στα ζητήματα οικονομίας, όσο και στα θέματα ασφαλιστικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Αμφισβητώντας έμπρακτα το δικαίωμα και τη δυνατότητα στην ΑΔΕΔΥ να διαπραγματεύεται το εισόδημα και γενικά το κόστος εργασίας μας, δηλώνουμε πως δε θα δεχθούμε καμιά παρέμβασή της για νέο μισθολογικό καθεστώς στην εκπαίδευση που θα υπηρετεί τα γενικότερα σχέδια της κυβέρνησης, για σύνδεση των αποδοχών με την αξιολόγηση- αποδοτικότητα.

Ανατρέποντας το άσχημο κλίμα στο εσωτερικό των κλάδων ,προωθούμε μορφές άμεσης και ανεξάρτητης δράσης, που είναι οι μόνες που μπορούν να δώσουν ζωή και πνοή στις συλλογικότητες και στον διεκδικητικό αγώνα των εκπαιδευτικών. Μ΄ αυτό τον τρόπο διαμορφώνουμε τις προϋποθέσεις της προβολής ενός συνεκτικού και ρεαλιστικού προγράμματος πάλης, που θα ενώνει τους εκπαιδευτικούς στην κατεύθυνση διεκδίκησης συνεχούς και σταθερής οικονομικής βελτίωσης, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες. Συγκροτώντας μέτωπο πάλης, που θα ξεκινά, θα δυναμώνει και θα ελέγχεται απ την βάση των δύο εκπαιδευτικών ομοσπονδιών (ΔΟΕ-ΟΛΜΕ), διεκδικούμε στηριγμένοι στη δικιά μας δυναμική και αποφασιστικότητα, αυξήσεις κάθε χρόνο που να ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο κόστος ζωής ώστε να ζούμε ανθρώπινα από μία δουλειά. (Στις 410.000 δρχ. ανεβάζει το κατώτερο όριο φτώχειας η ίδια η Ε.Ε.). Αυξήσεις που θα αφορούν το βασικό μισθό απορρίπτοντας τη λογική των επιδομάτων, γιατί μόνο έτσι κατοχυρώνονται και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, που έντονα αυτό το διάστημα αμφισβητούνται. Αποδοχές ίδιες για όλους με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, χωρίς καμιά διαφοροποίηση, χωρίς αξιολόγηση ή την ψευδεπίγραφη παραγωγικότητα. Δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών (νοσοκομειακοί- εργαζόμενοι στους ΟΤΑ) με κοινούς οικονομικούς και εργασιακούς στόχους που ταυτόχρονα και παράλληλα θα συγκροτούν μέτωπο δυνάμεων που θα διεκδικεί μέσα από κοινές μορφές πάλης τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων στις κοινωνικές υπηρεσίες. 

Άμεσα και για φέτος να διεκδικήσουμε αγωνιστικά και με διάρκεια, την υπογραφή κλαδικής συλλογικής σύμβασης, που θα περιλαμβάνει. 

ΑΓΑΠΗΤΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

ΕπιστροφήΕπιστροφή