ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ |
Επικοινωνία: |
Περί Αγγλικών στην Α’ Δημοτικού και άλλων και(ε)νών δαιμονίων
Τις τελευταίες μέρες μπήκε ένα ακόμα κομμάτι του παζλ στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση: αγγλικά από την Α’ Δημοτικού στα 800 ολοήμερα δημοτικά σχολεία του «νέου ενιαίου αναμορφωμένου προγράμματος». Και λέω «παζλ» γιατί έχουμε ήδη κι άλλες σημαντικές αλλαγές που είτε έχουν γίνει είτε δρομολογούνται: την εισαγωγή από φέτος των νέων βιβλίων των Αγγλικών στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και στο Γυμνάσιο και την πράξη του ΕΣΠΑ για τη «Διαφοροποιημένη ξενόγλωσση εκπαίδευση για το Νέο σχολείο και Πρόγραμμα υποστήριξης του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας στο Δημόσιο Σχολείο». Συζητώντας λοιπόν για την εισαγωγή των Αγγλικών στην Α΄Δημοτικού, δεν μπορούμε να μην πάρουμε υπόψη μας τη συνολική πολιτική για τις ξένες γλώσσες, όπως επίσης δεν μπορούμε να τη δούμε ξεκομμένα από το σύνολο των αλλαγών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. 1. Η διδασκαλία των ξένων γλωσσών καθορίζεται από το «Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών». Αυτό είναι το νέο «ευαγγέλιο», πάνω στο οποίο βασίζονται τα γλωσσικά προγράμματα, το περιεχόμενο των βιβλίων, τα επίπεδα των εξετάσεων, τον τρόπο με τον οποίο θα μετριέται η πρόοδος των μαθητών σε κάθε στάδιο εκμάθησης δια βίου. Το τι σημαίνουν τα παραπάνω για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα το ζούμε ήδη: τα νέα βιβλία των αγγλικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο είναι γραμμένα σύμφωνα με το περιεχόμενο που καθορίζεται από το παραπάνω Πλαίσιο – και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τους συμβούλους των Αγγλικών στις διαμαρτυρίες των εκπαιδευτικών για τη δυσκολία των βιβλίων «το περιεχόμενο είναι αδιαπραγμάτευτο γιατί καθορίζεται από το ΚΕΠΑ». 2. Στόχος πια της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών όπως διατυπώνεται στα κείμενα των «ειδημόνων» είναι η «στοιχειώδης πολυγλωσσία ως μερική δεξιότητα». Τονίζω τις λέξεις «στοιχειώδη», «μερική» - άρα όχι η γλώσσα ως σύνολο, και «δεξιότητα» - άρα η γλώσσα όχι ως γνώση. Με βάση αυτό γίνεται κατανοητή και η στοχοθεσία πια της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών σε όλα τα επίπεδα (περιεχόμενο βιβλίων, εισαγωγή από την Α’ Δημοτικού, τρόπος πιστοποίησης): δεν θέλουμε να μάθουν τα παιδιά «καλύτερα» αγγλικά, γαλλικά κλπ. αλλά αυτό που κατά κόρον μας λένε οι σύμβουλοι: ότι καταλάβουν. Αντί δηλαδή να δίνουμε στους μαθητές μας στέρεες βάσεις, πάνω στις οποίες θα μπορούν να «χτίζουν» τη γνώση τους στην ξένη γλώσσα, τους πετάμε στα βαθιά και τους λέμε πάρτε ότι μπορείτε, κομματάκια γνώσης που θα σας φανούν χρήσιμα στην αγορά εργασίας. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα, εκτός όλων των άλλων, να δημιουργείται ένα ακόμα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στους μαθητές που «μπορούν» και δεν «μπορούν», μια μεγαλύτερη εσωτερίκευση της αντίληψης ότι εγώ «δεν τα καταφέρνω με τις ξένες γλώσσες», αφού τους διδάσκουμε κάτι που είναι πέρα από την πραγματική τους δυνατότητα. 3. Με βάση την πράξη του ΕΣΠΑ για τη «Διαφοροποιημένη ξενόγλωσση εκπαίδευση», προσδιορίζονται επίπεδα γλωσσομάθειας που πρέπει να αποκτά «υποχρεωτικά» ο μαθητής σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης, καθορισμένα από το Κοινό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Ξένες Γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο προβλέπεται η διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε επίπεδα και όχι ανά τάξη, ενώ η κατάταξη στα επίπεδα θα γίνεται με εξετάσεις. Στο τέλος κάθε επιπέδου θα εξετάζονται οι μαθητές με πανελλήνιες σταθμισμένες εξετάσεις σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο. Τα θέματα θα είναι ενιαία πανελλαδικά, διαβαθμισμένα τεστ από τράπεζα θεμάτων και ο βαθμός της εξέτασης θα αποτελεί «τεκμήριο και όχι πιστοποιητικό γλωσσομάθειας το οποίο ο μαθητής θα συμπεριλαμβάνει στον «Φάκελο Ξενόγλωσσου Γραμματισμού». Επίσης προβλέπεται «η εκπόνηση σχεδίου για τον τρόπο που θα μετράει ο βαθμός ώστε να δίνονται κίνητρα στο μαθητή για αποτελεσματική μάθηση στο σχολείο». Έχουμε λοιπόν ένα σαφή διαχωρισμό των παιδιών από το δημοτικό σχολείο με βάση το επίπεδο της γλωσσομάθειάς τους. 4. Κι έρχομαι στο επίμαχο θέμα των ημερών, της διδασκαλίας δηλαδή των Αγγλικών από την πρώτη δημοτικού. Και στη βιβλιογραφία αλλά και στην εκπαιδευτική πρακτική κάποιων χωρών υπάρχουν παραδείγματα εκμάθησης ξένων γλωσσών από πολύ μικρή ηλικία. Όμως σχεδόν πουθενά δεν υπάρχει γενικευμένη, υποχρεωτική εφαρμογή και όπου υπάρχει, υπάρχει σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες (είτε σε δίγλωσσα σχολεία, είτε σε χώρες που υπάρχουν πάνω από μία επίσημες γλώσσες ενώ η διδασκαλία γίνεται σε πολύ μικρές ομάδες και με πολύ διαφορετική σχολική υποδομή). Η πιο βασική πλευρά παρόλα αυτά είναι η εξής: η συζήτηση που γίνεται για την ανάγκη ή όχι της διδασκαλίας της ξένης γλώσσας σε τόση μικρή ηλικία δεν γίνεται σε καμιά παιδαγωγική βάση. Γίνεται στη βάση της «ανάγκης» τα παιδιά μας «να προλάβουν το τρένο» των πιστοποιήσεων, της προσαρμογής στη λογική της διδασκαλίας των αντικειμένων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς απ’ όσο γίνεται πιο μικρή ηλικία. Θεωρώ ότι είναι μια καθαρή μεταφορά της λογικής που τα τελευταία χρόνια επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα στο χώρο των ξένων γλωσσών: τμήματα με παιδιά ακόμα και νηπιακής ηλικίας, «για να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τα αγγλικά» και να εξασφαλιστεί η πελατεία για το μέλλον. Μια πελατεία που η εμπειρία μας δείχνει ότι όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αυξάνεται κάθε φορά που αποφασίζεται να «κατέβει» η ξένη γλώσσα σε πιο μικρή τάξη. Αντί επιλόγου: η εισαγωγή των Αγγλικών στην πρώτη δημοτικού είναι η κορφή του παγόβουνου. Η δυσκολία και των υπόλοιπων γνωστικών αντικειμένων στο δημοτικό σχολείο, η πολιτική για την απόκτηση δεξιοτήτων και όχι ουσιαστικής γνώσης αντανακλάται πια σε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία. Ακόμα και η πρώτη τάξη έχει δυσκολέψει συνολικά πολύ. Απ’ ότι φαίνεται οι παιδαγωγικές και γνωσιολογικές θεωρίες που θέλουν το παιδί να μπορεί να μαθαίνει ανάλογα με τις δυνατότητές του και τις ανάγκες του , έχουν πάει περίπατο…. Αιμιλία Τσαγκαράτου, δασκάλα Αγγλικών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση |
Επιστροφή | ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ | Περιεχόμενα |