ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ - ΝΕΑ


Ανακοινώσεις
Η στάση μας στη ΔΟΕ

Η στάση μας στην ΑΔΕΔΥ
Οικονομικά
Σύλλογοι
Αδιόριστοι
Εκπαιδευτικά

Διεθνή
Φωτογραφίες
Εντυπα των Κινήσεων
Σχήματα
Αλλες διευθύνσεις

 

 

ΑρχήΑρχή

 

Επικοινωνία:

Φόρμα επικοινωνίας

Εισήγηση της Ντίνας Ρέππα

στην ημερίδα που διοργάνωσαν το διδασκαλείου Π.Τ.Δ.Ε.-Α.Π.Θ. και ο σύλλογος μετεκπαιδευομένων

με θέμα: ΚΡΙΣΗ- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Μαθητή, Εκπαιδευτικού, Δημόσιου Σχολείου στην κοινωνικοπολιτική συγκυρία

Στις 13 του Μάρτη το Υπουργείο παιδείας πραγματοποίησε εκδήλωση στο ίδρυμα Μείζονος ελληνισμού με θέμα «αριστεία και καινοτομία» στην εκπαίδευση. Σ’ εκείνη την εκδήλωση η υπουργός παιδείας είπε:«Η νεολαία μας έχει ανάγκη από πρότυπα. Τα πρότυπα είναι από δω και όχι από κει». Από δω ήταν οι εκπαιδευτικοί που είχαν συμμετάσχει στο top-100 της υπουργικής βράβευσης κι από κει ήταν οι εκπαιδευτικοί, μόνιμοι αδιόριστοι, ωρομίσθιοι, που με την παρέμβασή τους επιδίωξαν και κατόρθωσαν να ακυρώσουν τη φαντεζί εκδήλωση και να μιλήσουν για την πραγματική κατάσταση στην εκπαίδευση. Αυτοί οι εκπαιδευτικοί αξιολογηθήκαμε από την κα Διαμαντοπούλου και κριθήκαμε επιεικώς απαράδεκτοι. Εκείνοι που μίλησαν ενάντια στα 30αρια τμήματα, έμειναν στην ίδια τάξη κατά την υπουργό και πρέπει να την επαναλάβουν. Εκείνοι που τόλμησαν  να φέρουν στο προσκήνιο τον απλήρωτο δάσκαλο, τον περιφερόμενο εκπαιδευτικό, κρίθηκαν ως κακό παράδειγμα για τους μαθητές και απορρίφθηκαν από την πολιτική ηγεσία. Η μαχόμενη εκπαίδευση που διεκδικεί είναι απόστημα για την εξουσία και τους αυλοκόλακες της και πρέπει να εκλείψει ή να σιωπήσει.

Σ’ εκείνη την εκδήλωση βασίλευσε η αξιολόγηση. Η μαχόμενη εκπαίδευση βαθμολογήθηκε και απορρίφθηκε. Αντίθετα, βραβεύτηκε ο ανταγωνισμός, η φτήνια, η μετρήσιμη επίδοση κι η χορηγία.

Η υπουργός παιδείας έκανε ένα τραγικό λάθος σε κείνη την εκδήλωση, έδειξε με μια μόλις κίνηση τι σημαίνει η αξιολόγηση για την κρατική εξουσία.

Μέσα σε μια κίνηση κατέρριψε κάθε αυταπάτη ότι η αξιολόγηση είναι αθώος κι ουδέτερος μηχανισμός, που μόνο στόχο έχει την προαγωγή του καθολικού κοινωνικού συμφέροντος, χωρίς κανένα άλλο κοινωνικό προσδιορισμό. Είναι σαφές ότι η αξιολόγηση δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη ούτε είναι μια απλή παιδαγωγική τεχνική που στοχεύει στη διάγνωση ικανοτήτων. Η χειραγώγηση είναι η δίδυμη αδερφή της. Καμιά διαδικασία αξιολόγησης δεν μπορεί να υπάρξει σε κοινωνικό κενό. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι οργανωμένο από την κρατική εξουσία, εκφράζει τις αξίες και τις βασικές επιδιώξεις αυτής και των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, καθώς επίσης και το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις τάξεις σε κάθε ιστορική περίοδο.

Αποτελεί κι αυτό ένα μηχανισμό αναπαραγωγής του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, της κυρίαρχης ιδεολογίας ενώ σήμερα ειδικά είναι και μηχανισμός άμεσης κερδοφορίας για το κεφάλαιο.

Την αποτελεσματική προώθηση κι επίτευξη αυτών των στόχων κι όπως εξειδικεύονται κάθε φορά, έρχεται να μετρήσει η αξιολόγηση.

Ιδιαίτερα σήμερα, η αξιολόγηση σ’ όλες τις μορφές, του εκπαιδευτικού, του μαθητή, του εκπαιδευτικού έργου, της σχολικής μονάδας, έρχεται να μετρήσει το ρυθμό, και την ποιότητα προώθησης του βασικού στόχου που δεν είναι άλλος από το σχολείο της αγοράς.

Η όλο και μεγαλύτερη κι αποτελεσματικότερη για το κεφάλαιο πρόσδεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής καθορίζουν το περιεχόμενο σπουδών και τις διαδικασίες αποτίμησης του.

Σήμερα βιώνουμε ένα ιδιότυπο μεσαίωνα στην εποχή της πληροφορικής.

Από τη μια, οι νέες εκρηκτικές δυνατότητες της επιστήμης, οι ασύγκριτες απελευθερωτικές ιδιότητες και δυνάμεις της εργασίας, της τεχνολογίας και των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων. Το ευρύτερο δυνητικό πλεονέκτημα της σύγχρονης εργασίας, που είναι περισσότερο παρά ποτέ κοινωνικοποιημένη, διεθνοποιημένη, παραγωγική και επιστημονικά συγκροτημένη.

Από την άλλη, η ίδια η αστική τάξη, αντιδραστική, φοβική, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε αυθόρμητα τις περιορίζει, τις διαστρέφει και τις καταπνίγει στα στενά και αδιέξοδα όρια της αγοράς και της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Έτσι, οι εκπαιδευτικές πολιτικές όπως αυτές αποτυπώνονται στη συνθήκη της Λισσαβώνα και δρομολογούνται στις συνθήκες της Μπολόνια, του Βερολίνου, της Λισσαβόνα, του Λονδίνου και της Πράγας, επιχειρούν να επιβάλλουν και θεσμοθετήσουν, την άμεση, ευέλικτη και καθολική υπαγωγή της εκπαιδευτικής κι ερευνητικής διαδικασίας στις ανάγκες της ανάπτυξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, το καθοριστικό χτύπημα της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και τη λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με στρατηγική τη μετατροπή της σε «νέο» πεδίο κερδοφορίας και επενδύσεων του κεφαλαίου.

Η πολιτική αυτή οδηγεί «στην εκπαίδευση της αγοράς» της νέας εποχής.

         Σ αυτές λοιπόν  τις κοινωνικές συνθήκες το εκπαιδευτικό σύστημα δεν καλείται να διαπαιδαγωγήσει και να μορφώσει ανθρώπους ικανούς προς εργασία, αλλά ανθρώπους προοριζόμενους για μισθωτή εργασία, με αυξημένο ποσοστό  εκμετάλλευσης.

Υποτάσσεται άμεσα στην ανάγκη διαμόρφωσης της νέας εργασιακής ικανότητας που απαιτεί το κεφάλαιο, του απασχολίσιμου, καταρτίσιμου, ασφαλίσιμου, προσαρμόσιμου:

Δηλαδή ενός ευέλικτου εργατικού δυναμικού, προσαρμοστικού στις ραγδαία μεταβαλλόμενες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής, τόσο από την άποψη των γνώσεων και των δεξιοτήτων του, όσο και από την σκοπιά των κοινωνικών συμπεριφορών.

Με τον τρόπο αυτό η ανάγκη για ευρύτερη γενική μόρφωση, που εξασφαλίζει προωθημένες ικανοτήτες, όπως η δημιουργικότητα, η φαντασία, η ανάλυση, η σύνθεση και η πολυμέρεια, αντικαθίσταται με διαδοχικές καταρτίσεις «ευέλικτα» προσαρμοζόμενες στις «ανάγκες της αγοράς». Μόλις αυτές θα ξεπερνιούνται, οι απασχολήσιμοι θα θεωρούνται αμαθείς και με την απειλή αφαίρεσης εργασιακών δικαιωμάτων θα οδεύουν  για επανακατάρτιση.

Με βάση τα παραπάνω  οι μαθητές αποκτούν  θραύσματα γνώσης, πληροφοριών και δεξιοτήτων με το λιγότερο δυνατό κόστος, και τη μεγαλύτερη δυνατή πειθάρχηση, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων στην αγορά εργασίας. Έτσι όμως βαθαίνει η μερικότητα και η ενίσχυση των ταξικών φραγμών. Οι πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις,  δεν συνιστούν γνώση. Οδηγούν  στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, της θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί και να ερμηνεύει  σε ποιον κόσμο καλείται να ζήσει. 

Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ  εισάγεται η ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή χρήσιμη είναι μόνο η γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές». Η εκπαίδευση δηλαδή του μαθητή σε χρηστικές και επικοινωνιακές δεξιότητες για την καθημερινή και επαγγελματική του ζωή, σε βάρος της γενικής μόρφωσης, την οποία το σύγχρονο επιχειρηματικό πνεύμα εξορκίζει σαν περιττή πολυτέλεια για τους πολλούς. Αυτή η νέας κοπής μερικότητα και αποσπασματικότητα, η γνώση σαν ένα άθροισμα αναγκαίων πληροφοριών που παρέχεται τεμαχισμένη κατά φέτες στην αυριανή βάρδια της εργατικής τάξης, αποτελεί μόνιμο αναπροσαρμοζόμενο πολιτικό μοτίβο που χρωματίζει κάθε μάθημα.

Ο μαθητής που είναι «μικρός διανοούμενος», «μικρός επιστήμονας», «μικρός ερευνητής», «μικρός γλωσσωμαθής», ο μαθητής που «μαθαίνει πώς να μαθαίνει», ο μαθητής που γίνεται «συνειδητός Έλληνας πολίτης-πολίτης του κόσμου», όπως διατυπώνεται στο σχέδιο δράσης του Υπουργείου παιδείας δεν είναι τίποτα άλλο από το μαθητή που περνά από την εποχή που «ήταν δυνατόν να προβλεφθούν οι γνώσεις και οι δεξιότητες που θα του χρειαστούν στην ενήλικη ζωή του», σε μια εποχή που δεν μπορεί να περιμένει ότι θα περάσει όλη τη ζωή του στην ίδια απασχόληση, όχι φυσικά με δική του επιλογή. Η επιστροφή στα βασικά, μητρική γλώσσα, βασικές γνώσεις στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, ξένες γλώσσες και ψηφιακή ικανότητα δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την ανάγκη του συστήματος να προλάβει να παρέχει από μικρή ηλικία εκείνες τις δεξιότητες που χρειάζεται ένας μαθητής για να επανακαταρτίζεται στο πλαίσιο της μελλοντικής απασχολησιμότητάς του.

Αυτό το μαθητή εκπαιδεύουμε και σ’ αυτές τις ικανότητες καλείται να ανταποκριθεί. Γι’ αυτό το σχολείο βασίζεται τόσο πολύ στις εξετάσεις, για να μετρήσει, να κατατάξει και να απορρίψει όποιον δεν ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα. Γιατί σ’ αυτή τη διαδικασία ο μαθητής μας πρέπει να έχει συγκεκριμένα κιλά πληροφοριών μετρημένα μέσα από τις ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών, συγκεκριμένα μέτρα προσαρμοστικότητας σε πρωτόγνωρες καταστάσεις, συγκεκριμένα ml ικανότητας να μαθαίνει πώς να μαθαίνει. Κι όλα αυτά θα πρέπει να είναι με σαφήνεια καταγεγραμμένα ώστε ο μελλοντικός εργοδότης του να έχει μικρό ρίσκο στην επιλογή του. Κι επειδή η διαδικασία της αξιολόγησης περνά μέσα από τα μετρήσιμα αποτελέσματα στις εξετάσεις των μαθητών, ο εκπαιδευτικός καλείται να προσαρμόσει τη διδασκαλία του στη μέθοδο αξιολόγησης ώστε ο μαθητής να κριθεί ικανός να ανταποκριθεί σ’ αυτή κι όχι ικανός να μάθει, να κρίνει, να σκεφτεί.

Το σχολείο της αγοράς όμως, απαιτεί νέες ικανότητες, δεξιότητες και από τους εκπαιδευτικούς. Καλούνται να βρουν πόρους για τη χρηματοδότηση ενός σχολείου που δε χρηματοδοτείται επαρκώς από τον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε να μπορεί στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στις ανάγκες λειτουργίας του. Η διαφήμιση, η χορηγία, η πώληση δηλαδή των μαθητών μας στην καπιταλιστική αγορά ως πελάτες, γίνεται απαραίτητο προσόν του καλού εκπαιδευτικού. Τα διλλήματα εμφανίζονται βασανιστικά κι οι απαντήσεις μοιάζουν μονόδρομος. Να πραγματοποιήσουμε ένα πρόγραμμα υγιεινής διατροφής κι ας κάνουμε τρελή διαφήμιση στη ΦΑΓΕ; Να αγοράσουμε δυο τρεις υπολογιστές κι ας γίνει αυτό με χρήματα από τους γονείς ή να μείνουμε στην κιμωλία και το μαυροπίνακα; Χιλιάδες αδυσώπητα διλλήματα που η απάντησή τους με βάση τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εξουσίας σε αναδεικνύουν σε καινοτόμο, πρωτοπόρο, άριστο εκπαιδευτικό ενώ το αντίθετο σε τεμπέλη, αδιάφορο, σχεδόν λουδιστή. Το σημερινό σχολείο της αγοράς χρειάζεται ένα καλό management  εκπαιδευτικό, όπως και μια καλή επιχείρηση που σέβεται τον εαυτό της. Αν ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτό το ρόλο, καλά θα κάνει να μας αδειάζει τη γωνιά. Άλλωστε οι διαδικασίες αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης έχουν πολύ πιο βαθύ, μακροπρόθεσμο, στρατηγικό χαρακτήρα: ο εκπαιδευτικός πρέπει να γίνει πρωταγωνιστής αυτής της νέας εκπαίδευσης, χρειάζεται να εσωτερικεύσει και να αποδεχτεί τις δικές του ευθύνες για την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος και στη συνέχεια να στρατευτεί στο μεγάλο ευρωπαϊκό όραμα. Η αξιολόγησή του και η συμμετοχή του στην αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας είναι οι βασικοί τρόποι για να επιτευχθούν τα παραπάνω. Μπαίνουν οι στόχοι που καθορίζονται από τις ανάγκες της αγοράς, τους δείκτες του ΟΟΣΑ και το πρόγραμμα ΠΙΖΑ και μετριέται το αποτέλεσμα.

Στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας που ψηφίστηκε πρόσφατα οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί θα περάσουν μέσα από ατέλειωτες ώρες εξετάσεων, αξιολόγησης τους, για να ελπίσουν σε μια θέση στο δημόσιο σχολείο. Κι όποιος κατορθώσει να διαβεί τις συμπληγάδες, μην ελπίζει ότι έφτασε στην Ιθάκη γιατί ο θεσμός του δόκιμου εκπαιδευτικού αποκτά την πιο χειραγωγική μορφή αξιολόγησης. Αν δεν κλείσει κανείς διετία υποταγής και πειθάρχησης στις άνωθεν εντολές, καλά θα κάνει να ξεχάσει τη μονιμοποίηση και να ετοιμαστεί για την απόλυση και την αφαίρεση του επαγγελματικού δικαιώματος του εκπαιδευτικού. Αντίστοιχα τα σχολεία θα κατηγοριοποιηθούν, θα χρηματοδοτηθούν ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους στα παραπάνω κριτήρια, θα κλείσουν όσα δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Η αξιολόγηση θα οδηγήσει σε μία αριστοκρατική ιεράρχηση μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Θα δημιουργήσει συνθήκες «επιστημονικού μακαρθισμού», στην ποδηγέτηση της παρεχόμενης γνώσης, καθώς γνωστικά αντικείμενα και επιστημονικές προσεγγίσεις που είναι μη-χρήσιμα ή κριτικά προς το σύστημα θα εξοβελισθούν συστηματικά στις παρυφές. Ανοίγει τον δρόμο για τον κατακερματισμό του σώματος των εκπαιδευτικών και τη δημιουργία πολλών διαφορετικών κατηγοριών με διαφορετικό μισθολόγιο, άλλες διοικητικές αρμοδιότητες και άλλες δυνατότητες εξέλιξης υπονομεύοντας τη συλλογική διεκδίκηση.

Την εποχή της κρίσης, του ΔΝΤ και της Ε.Ε. αυτές οι εξελίξεις δε φαντάζουν καθόλου εξωπραγματικές. Ποιος περίμενε πριν λίγους μήνες ότι στο όνομα του προγράμματος σταθερότητας θα συζητιόταν το κλείσιμο των διδασκαλείων, το κόψιμο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης του εξωτερικού, η αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, οι υποχρεωτικές υπερωρίες.

Αυτά είναι τα σημερινά κριτήρια αξιολόγησης εκπαιδευτικού κι εκπαιδευομένου.

Γιατί όμως ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, γιατί ενώ η αξιολόγηση θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη υποταγή τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, γιατί ενώ θα κάνει το σχολείο πιο κλειστό, πιο γκρίζο και πιο αποστεωμένο, η κοινωνία την αποζητά με τόσο πάθος; Γιατί η πολιτική εξουσία βρίσκει συμμάχους πρώτα και κύρια τους γονείς και στις μεγαλύτερες βαθμίδες και τους μαθητές για να την προωθήσει;

Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Γιατί οι γονείς βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα σχολείο που δεν ικανοποιεί ούτε αυτούς ούτε τα παιδιά τους, ζουν ένα σχολείο που οι στείρες γνώσεις βασιλεύουν, που σπάνια συναντούν τη χαρά της μάθησης, που όλα είναι καταναγκασμός, εξετάσεις και βαθμολογία, που καταλαβαίνουν ότι δεν προσφέρει πραγματικά εφόδια για τη ζωή και την εύρεση εργασίας, γιατί… γιατί… γιατί. Και κυρίως δεν μπορούν να φανταστούν πόσο πιο άθλιο μπορεί να γίνει. Για όλα αυτά θεωρεί κυρίαρχα υπεύθυνο τον εκπαιδευτικό. Έχει δίκιο. Όχι δεν είμαστε εμείς οι βασικοί υπεύθυνοι για την κατάντια του σημερινού σχολείου, αλλά δεν είμαστε ούτε αυτοί που μίλησαν εναντίων του. Το σημερινό σχολείο δεν ανταποκρίνεται σε κανενός τις ανάγκες. Αλλά η εκπαιδευτική κοινότητα λίγα πράγματα είπε για την ουσία. Κι ακόμα λιγότερα έκανε.

Ίσως η πιο μεγάλη συνεισφορά της απεργίας των δασκάλων το 2006 ήταν ότι απευθύνθηκε στην κοινωνία και μίλησε για το σχολείο, τόλμησε να εκθέσει τον εργοδότη μας όχι μόνο για το μισθό μας αλλά και για τα βιβλία, για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, το βασικό της προσανατολισμό, την αποκέντρωση, την υλικοτεχνική υποδομή. Διεκδίκησε να μιλήσει στους συμμάχους μας απευθείας κι όχι δια μέσου της εξουσίας. Γι’ αυτό και κέρδισε τη συμπάθεια και την ενεργητική υποστήριξη σημαντικών τμημάτων.

Το εκπαιδευτικό κίνημα χρειάζεται να μιλήσει με καθαρό λόγο για όλα όσα ετοιμάζουν για την εκπαίδευση. Να διαχωρίσει τη θέση του με το σημερινό σχολείο που δεν το δημιούργησαν οι εκπαιδευτικοί και να αρνηθεί έμπρακτα να το υπηρετεί πιστά. Η μαχόμενη εκπαίδευση μπορεί κι οφείλει να αγωνιστεί ενάντια στα μελλούμενα αλλά και στα σημερινά.

Με το συλλογικό υποκείμενο, τους εκπαιδευτικούς να πρωταγωνιστούν. Το δικό μας όραμα δεν είναι ο υποταγμένος, καθησυχασμένος, άβουλος, άμοιρος εκπαιδευτικός που δε νοιάζεται για το περιεχόμενο της εργασίας του. Αλλά ο εκπαιδευτικός που τολμάει ρήξεις κι ανατροπές σε όλα τα επίπεδα, αυτός που πρωτοπορεί μέσα κι έξω από την τάξη, μέσα κι έξω από το σχολείο, στη διαδήλωση και στην απεργία, στα αντιμαθήματα και στην παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές του.

Η μαχόμενη εκπαίδευση χρειάζεται να πρωτοστατήσει στη μάχη ενάντια στην αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, να πάρει το ρίσκο και να αρνηθεί συλλογικά σε κάθε σχολείο τη σύμπτυξη τμημάτων, να μην τις πραγματοποιήσει, να ενώσει τη φωνή της με τους γονείς και τους μαθητές ώστε να μην περάσει.

Να πρωτοστατήσει στην κριτική των βιβλίων και του εξεταστικού κάτεργου. Να απονομιμοποιήσει κι όχι να υποταχθεί στην καθημερινή γκιλοτίνα του διαγωνίσματος και του τεστ, να αποκαταστήσει μια πραγματική παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές, που δε θα χρησιμοποιεί την απειλή της βαθμολογίας όπως θέλει το σύστημα, αλλά την αγάπη στην ολόπλευρη γνώση και την κριτική σκέψη.

Να πρωταγωνιστήσει ενάντια σε κάθε απόπειρα αντιμετώπισης των μαθητών ως παραγόμενα προϊόντα προς πώληση στους εργοδότες και να διεκδικήσει μαζί τους απελευθερωτική παιδεία σε χειραφετημένη εργασία.

Να πρωταγωνιστήσει για τη δημιουργία ενός συνολικού και συλλογικού ρεύματος αμφισβήτησης της κρατικής παιδαγωγικής που θα απονομιμοποιεί τα κυρίαρχα κριτήρια του συστήματος σήμερα, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό, την πειθάρχηση, την εργαλειακή σχέση με τη γνώση και θα προβάλλει μέσα από συλλογικές δράσεις την αλληλεγγύη, το σχολείο των όλων και των ίσων, την αυτοοργάνωση, την αγωνιστικότητα, την αναζήτηση.

Οι συλλογικές απόπειρες άλλων παιδαγωγικών, εκπαιδευτικών πρακτικών που επιδιώκουν να συγκρουστούν με τις κυριάρχες προτεραιότητες της κρατικής πολιτικής στην εκπαίδευση στο επίπεδο της καθημερινής πρακτικής ανοίγουν δρόμους, αφήνουν παρακαταθήκες, δημιουργούν υπαρκτά αντίπαλα ρεύματα που κινούνται και νομιμοποιούν άλλες λογικές πέραν της κυρίαρχης καπιταλιστικής λογικής.

Ταυτόχρονα, η συνολική αντιπαράθεση με την υποταγή της εκπαίδευσης  στους εκμεταλλευτικούς στόχους αυτής της κοινωνίας είναι και ο μόνος δρόμος ριζικής ανατροπής.  Η ανασυγκρότηση της παιδείας περνά μέσα από την ανασυγκρότηση της εργασίας και τελικά όλης της κοινωνίας. Η λύση επομένως  βρίσκεται  στη σύνδεση των αναγκαίων ανατρεπτικών τομών και αλλαγών στην εκπαίδευση με αυτές στην εργασία, στην οργάνωση της εργασίας, της παραγωγής, των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Προϋποθέτουν τελικά  μια άλλη κοινωνία. Η πάλη γι’ αυτήν είναι επίσης ζητούμενο.

Οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες δυσκολεύονται εξαιρετικά να απευθυνθούν προς την κοινωνία, τους γονείς, τους μαθητές, τους εργαζόμενους ενάντια στην αξιολόγηση κυρίως γιατί αποδέχονται τα κριτήρια της και τις βασικές στοχεύσεις του σημερινού σχολείου. Μόνο όμως μέσα από τη συνολική αμφισβήτηση μπορεί να υπάρξει θέση.

Κι αυτό το ξέρει καλά η μαχόμενη εκπαίδευση. Γι’ αυτό και στην περιβόητη εκδήλωση των αριστείων ένα σύνθημα κυριάρχησε τελικά, στο στόμα όλων εμάς που είμαστε, κατά την υπουργό, ελλειμματικά πρότυπα για τους μαθητές μας: Γνώση σημαίνει ελευθερία, όχι αξιολόγηση κι ιεραρχία.

Σας ευχαριστώ


ΕπιστροφήΕπιστροφή

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα