ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ - ΝΕΑ


Ανακοινώσεις
Η στάση μας στη ΔΟΕ

Η στάση μας στην ΑΔΕΔΥ
Οικονομικά
Σύλλογοι
Αδιόριστοι
Εκπαιδευτικά

Διεθνή
Φωτογραφίες
Εντυπα των Κινήσεων
Σχήματα
Αλλες διευθύνσεις

 

 

ΑρχήΑρχή

 

Επικοινωνία:

Φόρμα επικοινωνίας

Φόρουμ συζήτησης

ΑΥΤΟΝΟΜΗ  ΚΙΝΗΣΗ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ – ΑΚΕ

Ν. ΣΕΡΡΩΝ

 

                                                                                                     Σέρρες, 5 - 2 - 2009

 

Θέμα : Σχετικά με την έρευνα του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ

 

Η Αυτόνομη Κίνηση Εκπαιδευτικών Ν. Σερρών επισημαίνει τα εξής σε σχέση με την έρευνα που διενεργεί το ΙΠΕΜ-ΔΟΕ μέσω ερωτηματολογίου :

Κάθε κοινωνική έρευνα, και ειδικότερα κάθε έρευνα που αφορά το χώρο της εκπαίδευσης, δεν είναι «ουδέτερη», θεωρητικά και μεθοδολογικά, αφού αυτή δε σχεδιάζεται ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες κάθε φορά ιδεολογικές επιλογές και την κοινωνική και παιδαγωγική οπτική του ερευνητή ή των ερευνητών που τη διεξάγουν. Επίσης, επειδή κάθε τέτοια έρευνα σχεδιάζεται και διενεργείται σε συγκεκριμένη κοινωνική, πολιτική και εκπαιδευτική συγκυρία, αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιείται στο καθαρά «επιστημονικό» επίπεδο και, άρα, σε κοινωνικό και πολιτικό «κενό». Η παλιότερη άποψη που μιλούσε για «αμερόληπτη» και καθαρά «επιστημονική» κοινωνική και παιδαγωγική έρευνα (ανεξάρτητη δηλ. από τα στοιχεία της ιδεολογίας και της κοινωνικής θεωρίας του ερευνητή) αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν, ακόμη και για το χώρο των λεγόμενων «θετικών» επιστημονικών ερευνών.  

Έτσι, λοιπόν, και σε ό,τι αφορά την έρευνα που διενεργεί το ΙΠΕΜ-ΔΟΕ δεν μπορεί παρά να ισχύουν όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη γενική θέση.

1. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα του ΙΠΕΜ της ΔΟΕ (μέσω της απεύθυνσης ερωτηματολογίου σε δείγμα συναδέλφων εκπαιδευτικών), «επιχειρεί να αποτυπώσει την εμπειρία των εκπαιδευτικών αναφορικά με τα διδακτικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στο Δημοτικό σχολείο», όπως αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα. Η έρευνα δηλ. αυτή, μολονότι μπορεί να φαίνεται πως στοχεύει στη διερεύνηση ζητημάτων γύρω από τα βιβλία του δημοτικού σχολείου, απευθύνεται αποκλειστικά στους εκπαιδευτικούς.

2. Η μεθοδολογική αυτή επιλογή, με βάση τα όσα αναφέραμε αρχικά, συνιστά, ταυτόχρονα, και μια πρώτη σημαντική (θεωρητική και ιδεολογική) επιλογή της ερευνητικής ομάδας του ΙΠΕΜ και, κατ’ επέκταση, της ΔΟΕ : ότι δηλ. στον ερευνητικό «φακό» του ΙΠΕΜ τίθεται η διερεύνηση των απόψεων, των οπτικών και της εμπειρίας των εκπαιδευτικών για τα βιβλία και όχι τα ίδια τα βιβλία. Αυτή, λοιπόν, η πρώτη («φαινομενολογικής» αφετηρίας) ερευνητική «στόχευση» στους εκπαιδευτικούς και όχι στα βιβλία υπολανθάνει (με τη σειρά της) δυο αλληλένδετες (παιδαγωγικές, κοινωνιολογικές και ιδεολογικές) παραδοχές από την πλευρά της επιστημονικής ομάδας της έρευνας.

Πρώτον, ότι για όσα γίνονται καθημερινά στο επίπεδο της μαθησιακής διαδικασίας και της διδακτικής πράξης υπεύθυνος ή βασικός «διαμεσολαβητικός κρίκος» είναι σε μεγάλο βαθμό ο εκπαιδευτικός. Με άλλα λόγια, ότι «το παν εξαρτάται από το δάσκαλο», όπως τόνιζε μια παλιότερη παιδαγωγική θέση. Άρα, αξίζει να ξέρουμε τι σκέφτεται και τι πράττει αυτός σχετικά με κάποια από τα πιο βασικά στοιχεία που συγκροτούν την καθημερινή μαθησιακή διαδικασία που διεκπεραιώνει ο ίδιος, δηλ. τα βιβλία.

Ή ότι «η ‘ποιότητα’ της διδασκαλίας στο σχολείο ‘περνάει’ μέσα από το δάσκαλο και τις παιδαγωγικές του απόψεις και στάσεις», όπως διατείνεται μια πιο «μοντέρνα» (ωστόσο, παραπλήσια) εκδοχή της προηγούμενης θέσης.

Και, δεύτερον, ότι τα αναλυτικά προγράμματα και τα διδακτικά βιβλία δεν είναι τίποτε άλλο παρά «μορφωτικά μέσα», τα οποία συμβάλλουν απλώς στην απόκτηση από τους μαθητές των κοινωνικά αναγκαίων και καθολικά αποδεκτών γνώσεων και δεξιοτήτων που θα έχουν αργότερα ανάγκη οι ίδιοι οι μαθητές και το «κοινωνικό σύνολο». Μια θέση η οποία «αθωώνει» μια από τις πιο προβληματικές και πολυσυζητημένες (θεωρητικά και εμπειρικά) πλευρές της κοινωνικής λειτουργίας του σχολείου, όπως είναι η συμβολή των προγραμμάτων και των βιβλίων στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων στο σχολείο, μέσα και από τη μεγέθυνση των ποσοστών σχολικής αποτυχίας πολύ συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών μαθητών.

Το τελευταίο συνάγεται όχι μόνο από το τι επιλέγει να ρωτήσει το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο αλλά και από τις «άρρητες σιωπές» του. Την απουσία δηλ. από αυτό ακόμη και ερωτήσεων οι οποίες θ’ αφορούσαν μια, πρώτη έστω, σταχυολόγηση  και αποτίμηση «της εμπειρίας» των εκπαιδευτικών για τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία σε σχέση με τα κοινωνικά αποτελέσματα που αυτά παράγουν στο επίπεδο της μαθησιακής διαδικασίας, έπειτα, μάλιστα, και την κοινά διαπιστωμένη αύξηση των ποσοστών σχολικής αποτυχίας των μαθητών του δημοτικού σχολείου τα τελευταία χρόνια.

Σε άλλη περίπτωση, που η ΔΟΕ και η ερευνητική ομάδα του ΙΠΕΜ θα είχε μια διαφορετική ιδεολογική αφετηρία και μια άλλη κοινωνιολογική οπτική σχετικά με τα βιβλία και τους εκπαιδευτικούς, θα είχε επιλέξει άλλη μέθοδο και τεχνική συλλογής δεδομένων και, βέβαια, άλλη ερευνητική «εστίαση». Αντικείμενο δηλ. της έρευνάς της θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τα ίδια τα διδακτικά βιβλία σε σχέση με συγκεκριμένα μαθησιακά αποτελέσματα στα οποία αυτά συντείνουν σε στρωματοποιημένο (κοινωνικά) δείγμα μαθητών του δημοτικού σχολείου. Σε μια τέτοια, βέβαια, περίπτωση έρευνας τόσο η περιγραφική μέθοδος της επισκόπησης όσο και η τεχνική του ερωτηματολογίου θα ήταν ατελέσφορα!     

3. Όπως είναι προφανές, και οι δύο προηγούμενες παραδοχές της ερευνητικής ομάδας του ΙΠΕΜ συμπλέουν απόλυτα με την κυρίαρχη σήμερα παιδαγωγική και πολιτική ιδεολογία σχετικά με τη λειτουργία του σχολείου, των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων και των εκπαιδευτικών.  

Κι αυτό γιατί η καταγραφή και επεξεργασία των όποιων αποτελεσμάτων της έρευνας σχετικά με την «εμπειρία των εκπαιδευτικών για τα διδακτικά βιβλία» δεν μπορεί παρά να κινηθεί σε επισημάνσεις για την ανάγκη ύπαρξης ενός «διορθωτικού λίφτινγκ» των βιβλίων και μόνον, και, μάλιστα, μέσα από μια αμφιλεγόμενη διερεύνηση και επίκληση της σχετικής «εμπειρίας» των εκπαιδευτικών. Μιας εμπειρίας η «βαθύτερη» κατανόηση και ερμηνεία της οποίας δεν μπορεί να αρκείται μόνο στη συσχέτιση των δεδομένων της έρευνας (από τη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών) με τα ατομικά, κοινωνικά και επαγγελματικά τους χαρακτηριστικά (ερωτήσεις Α1 έως Α 17).

Για παράδειγμα, η άποψη των εκπαιδευτικών για τα βιβλία, ο τρόπος διαχείρισης των «δυσλειτουργιών» των βιβλίων και η εμπειρία η οποία έχουν διαμορφώσει αυτοί με βάση τον τρόπο αυτόν, είναι ανεξάρτητη από τους θεσμικούς, υλικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που τίθενται καθημερινά στους όρους εργασίας και διδασκαλίας τους στο σχολείο; Γιατί, άραγε, τέτοιες διαστάσεις, οι οποίες προσδιορίζουν τη διαμόρφωση της «εμπειρίας» των εκπαιδευτικών, δεν τίθενται στο πλαίσιο της έρευνας μέσω του ερωτηματολογίου;

 4. Καταληκτικά, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε το μικρότερης σημασίας (ωστόσο, υπαρκτό) ζήτημα του ομοιότροπου κύκλου ερωτήσεων για καθένα από τα διαφορετικά διδακτικά βιβλία του δημοτικού σχολείου, το οποίο πέρα από το γεγονός ότι αγνοεί το διαφορετικό χαρακτήρα του κάθε βιβλίου, δε διευκολύνει την καταγραφή, από τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς, των συγκεκριμένων προβλημάτων που θεωρούν αυτοί ότι παρουσιάζει το βιβλίο του κάθε μαθήματος χωριστά.

Επειδή εκτιμούμε πως ο «αττικός ουρανός» έχει σταματήσει προ πολλού να «βρέχει» αμιγώς επιστημονικά ερωτηματολόγια έρευνας, τονίζουμε πως τίποτε ιδιαίτερο δεν μπορεί ν’ αναμένουμε από τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ. Αυτή δηλ. (με τα όποια αποτελέσματα καταγράψει) καθόλου δεν μπορεί ν’ αναπροσανατολίσει τις βασικές πολιτικές προτεραιότητες που θέτει το ΥΠΕΠΘ και η σημερινή πολιτική εξουσία για ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της αναπαραγωγικής λειτουργίας του δημοτικού σχολείου σε σχέση με έναν από τους πιο βασικούς «θύλακες» της λειτουργίας αυτής, όπως είναι τα διδακτικά βιβλία.

Η μόνη συμβολή που μπορεί να έχει η έρευνα αυτή είναι στην κατεύθυνση της εξασφάλισης μιας ακόμη μεγαλύτερης (μέσω και του συνδικάτου) νομιμοποίησης της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και η δυνατότητα δημιουργίας μονιμότερων όρων ιδεολογικής και πολιτικής συναίνεσης των εκπαιδευτικών για επερχόμενες, νεοσυντηρητικού και νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, πολιτικές στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και των σχολικών βιβλίων.

Σε μια εκπαιδευτική και πολιτική συγκυρία, στην οποία «περισσεύουν» οι λογικές μιας αγοραίας «αποτελεσματικότητας» και οι προθέσεις για τη λεγόμενη «ποιοτική αναβάθμιση» του σχολείου, μέσω και της απόπειρας εφαρμογής μορφών ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η επιλογή από την πλευρά της ΔΟΕ για την ανάδειξη «φαινομενικών» όψεων της λειτουργίας του σχολείου κι όχι των πιο «δομικών» (κοινωνικών και ιδεολογικών) διαστάσεων της λειτουργίας αυτής, στο μόνο που μπορεί να συμβάλλει είναι σε μια μονιμότερη «στοχοποίηση» των εμφανών πλευρών της εκπαιδευτικής διαδικασίας (εκπαιδευτικών-μαθητών) και στην «ενοχοποίησή» τους για ό,τι συμβαίνει στην εκπαίδευση.

 

 

Αυτόνομη Κίνηση Εκπαιδευτικών Ν. Σερρών

                                                                       

            Σέρρες,  9-3-2009

 

Ενημερωτικό σημείωμα – απάντηση

σε κείμενο της ΠΑΣΚ Π.Ε. Ν. ΣΕΡΡΩΝ

 

Στις 26/2/09 δημοσιοποιήθηκε ενημερωτικό κείμενο της ΠΑΣΚ Π.Ε. Ν. Σερρών σχετικά με το ερωτηματολόγιο του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ. Στο κείμενο εκείνο η παράταξη της ΠΑΣΚ δεν περιορίστηκε μόνο στη διατύπωση της άποψής της για το εν λόγω ερωτηματολόγιο, αλλά επιχείρησε και την αναίρεση μέρους της δικής μας προηγούμενης κριτικής προσέγγισης για το ίδιο θέμα, κάνοντάς μας, μάλιστα, και μεθοδολογικού χαρακτήρα υποδείξεις.

Επειδή, λοιπόν, φαίνεται πως δεν έχει γίνει κατανοητό, από την παράταξη της ΠΑΣΚ, το σκεπτικό που διατυπώσαμε στην αρχική μας κριτική στο ερωτηματολόγιο και γενικότερα στην έρευνα (μέσω αυτού) του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ, και επειδή το ερευνητικό «εγχείρημα» των κυρίαρχων συνδικαλιστικών χώρων της ΔΟΕ έχει πολύ πιο σύνθετες διαστάσεις απ’ αυτές που φαίνεται να κατανοούν οι συναδέλφισσες και συνάδελφοι της ΠΑΣΚ, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα εξής σε σχέση με τη συλλογιστική και τις «διαπιστώσεις» του κειμένου τους :

1.  Το κείμενο του ερωτηματολογίου ήταν πανελλαδικά γνωστό (σε ηλεκτρονική μορφή PDF), τουλάχιστον, δύο μήνες πριν την αποστολή της έντυπης μορφής του σε σχολεία του νομού Σερρών. Εξάλλου, το ερωτηματολόγιο είχε αρχίσει να διανέμεται στους «συνδέσμους» των διάφορων Συλλόγων της χώρας, κατά την πραγματοποίηση περιφερειακών συσκέψεων-«επαφών» μ’ αυτούς μελών του ΙΠΕΜ και της επιστημονικής ομάδας της έρευνας, από τα τέλη κιόλας του περασμένου Νοέμβρη.

Επίσης, κάποιες μέρες πριν τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Συλλόγου μας για το θέμα αυτό (στις 10/2/09) η έντυπη μορφή του ερωτηματολογίου είχε έρθει και στα σχολεία μας.

Κατά συνέπεια, αρκετά πριν τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Συλλόγου μας, το ερωτηματολόγιο δε θα μπορούσε με κανένα τρόπο ν’ αποτελεί «κρυφό καμάρι» μόνο του ΙΠΕΜ και των κυρίαρχων συνδικαλιστικών χώρων στο Δ.Σ. της ΔΟΕ! Έτσι, λοιπόν, είχαμε την ευκαιρία να το μελετήσουμε κι εμείς και να είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε την κριτική μας άποψη σχετικά μ’ αυτό.

Από τα προηγούμενα γίνεται προφανές, πως οι υπαινιγμοί που αφήνει στο κείμενό της η ΠΑΣΚ σχετικά με το πώς μπορούσε η ΑΚΕ να γνωρίζει το ερωτηματολόγιο στη συνεδρίαση του Δ.Σ. είναι αβάσιμοι και γι’ αυτό αστείοι. Το μόνο που «τεκμηριώνουν» δηλ. είναι την παιδαγωγική και συνδικαλιστική «ένδεια» της ΠΑΣΚ, καθώς και την ανεπιτυχή απόπειρα απόκρυψης του «καημού» της για την προάσπιση (με κάθε τρόπο) του «εγχειρήματος» του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε για μια ακόμη φορά πως η ΑΚΕ δεν μπορεί να εναρμονίζεται με τους «ρυθμούς» που επιλέγει η παράταξη της ΠΑΣΚ να «ενημερώνεται» ούτε, πολύ περισσότερο, με τη θέση που, κάθε φορά, της υπαγορεύεται να παίρνει στα διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν.

2.  Αναφορικά με την αφετηριακή αναφορά του κειμένου της ΠΑΣΚ στους δύο «άξονες» που κινείται η έρευνα («τον άξονα δάσκαλο και τον άξονα βιβλίο», όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται σ’ αυτό), παρατηρούμε μια πρώτη άστοχη «ανάγνωση» από μέρους της, της ερευνητικής στοχοθεσίας του ΙΠΕΜ. Η «παρανάγνωση» αυτή, η οποία βασίζεται στην αυθαίρετη «διχοτομία» των «δύο αξόνων», δείχνει μια πρόδηλη αδυναμία κατανόησης, από την ΠΑΣΚ, της ρητά διατυπωμένης στοχοθεσίας της έρευνας, την οποία και η ίδια αντιγράφει : «Με το ερωτηματολόγιο αυτό το ΙΠΕΜ-ΔΟΕ επιχειρεί να αποτυπώσει την εμπειρία των εκπαιδευτικών αναφορικά με τα διδακτικά βιβλία που χρησιμοποιούνται για τα περισσότερα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο». Αυτή, δηλ. δείχνει ότι η ΠΑΣΚ δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι η έρευνα του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ διερευνά απλώς την «εμπειρία των εκπαιδευτικών για τα βιβλία» (όπως ακριβώς το λέει δηλ.). Με άλλα λόγια, η έρευνα αυτή ψάχνει να δει, ποιες «εικόνες», ποιες «αναπαραστάσεις» απαντούν στη σκέψη των εκπαιδευτικών σχετικά με διάφορες πλευρές των βιβλίων κι όχι να διερευνήσει και να εξετάσει τα ίδια τα βιβλία!

Σε μια τέτοια διερεύνηση-επισκόπηση, το ατομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό προφίλ του δείγματος των εκπαιδευτικών είναι απόλυτα αναγκαίο. Διότι έτσι θα γίνει εφικτή στο μετέπειτα στάδιο της επεξεργασίας, παρουσίασης και ερμηνείας των δεδομένων της έρευνας (των απαντήσεων δηλ. των εκπαιδευτικών) η συσχέτιση των δεδομένων αυτών με τα ποικίλα χαρακτηριστικά του δείγματος, προκειμένου να προκύψουν βάσιμα και κοινωνιολογικά «ερμηνεύσιμα» ερευνητικά συμπεράσματα. Άλλωστε, οι ερωτώμενοι εκπαιδευτικοί δεν «κουβαλούν» ο καθένας την «ατομικότητά» του, η οποία είναι αποπλαισιωμένη από τους συγκεκριμένους κοινωνικούς και επαγγελματικούς όρους και προϋποθέσεις στις οποίες αυτή έχει αναπτυχθεί. Άρα, και οι όποιες στάσεις ή απόψεις διατυπώνει ο κάθε εκπαιδευτικός δεν μπορεί παρά να μελετώνται και να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα ενός ευρύτερου πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές έχουν αναπτυχθεί και εκφέρονται. Τα στοιχεία αυτά λοιπόν προφανώς και αφορούν κάθε σχετική κοινωνιολογική ή εκπαιδευτική έρευνα που διερευνά κάποια πλευρά της σκέψης, της οπτικής ή της ιδεολογίας των εκπαιδευτικών και, γι’ αυτό και δεν μπορεί να βάζουν σε καμία «υποψία τον οποιονδήποτε», όπως αφελώς «αποφαίνεται» η ΠΑΣΚ, μέσα και από το παράδειγμα που χρησιμοποιεί, για να στηρίξει τη δήθεν «κριτική» διαπίστωσή της για τον πιθανό τρόπο αξιοποίησης των ανεξάρτητων χαρακτηριστικών των εκπαιδευτικών του δείγματος στην έρευνα του ΙΠΕΜ.

3.  Στη δεύτερη «διαπίστωση» του κειμένου της ΠΑΣΚ διαβάζουμε : «Παρατηρήσαμε ότι σχετικά με τον άξονα βιβλίο, η μορφή του ερωτηματολογίου ακολουθεί αυστηρά επιστημονική δομή…». Το πρώτο εύλογο ερώτημα που ανακύπτει από τη «βαθυστόχαστη» αυτή παρατήρηση (και το οποίο φαίνεται πως δεν έχει απασχολήσει καθόλου την ΠΑΣΚ), είναι το εξής : από αυτή την «αυστηρά επιστημονική δομή» του ερωτηματολογίου ποια αμιγώς «επιστημονικά» κριτήρια, κατά την ΠΑΣΚ, επέβαλαν στο ΙΠΕΜ τη μη διερεύνηση της «εμπειρίας» των εκπαιδευτικών και για τα βιβλία των Θρησκευτικών; Γιατί, άραγε, μια τέτοια «παράλειψη» ή μια χωρίς επιστημονικά κριτήρια επιλογή; Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να τεκμηριώσει η ερευνητική ομάδα του ΙΠΕΜ το λιγότερο σημαντικό ρόλο του μαθήματος των Θρησκευτικών και των αντίστοιχων βιβλίων στο πλαίσιο των αναλυτικών και ωρολόγιων προγραμμάτων του ελληνικού πρωτοβάθμιου σχολείου, ώστε να δικαιολογήσει την εξαίρεσή του από τη συγκεκριμένη έρευνα; Κάτι τέτοιο  –το να αποφεύγει δηλ. κανείς να θίξει τα «θέσφατα» της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας– μόνο από το Π.Ι.-YΠΕΠΘ θα ήταν αναμενόμενο. Πρόκειται δε για μια αποκλειστικά ιδεολογική-πολιτική επιλογή και σε καμιά περίπτωση «επιστημονική».

Συνεχίζοντας στην ίδια «διαπίστωση», το κείμενο της ΠΑΣΚ αναφέρει : «Στην κριτική όσων μιλάνε για τον ταυτόσημο και ομοιότροπο κύκλο ερωτήσεων για όλα τα βιβλία, θα συστήναμε να μελετήσουν πρώτα την επιστημονική ερευνητική μεθοδολογία και να μάθουν τους τρόπους που συντάσσεται μια επιστημονική έρευνα. Αν βάλεις για παράδειγμα πολλές διαφορετικές παραμέτρους σε ένα ερωτηματολόγιο (διαφορετικές ερωτήσεις για κάθε βιβλίο),πώς θα είναι δυνατό να γίνει ποσοτική ανάλυση των στοιχείων ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα ; Δεν θα γίνει αλαλούμ;»

Στην προηγούμενη μεγαλόστομη αναφορά της ΠΑΣΚ στο δικό μας κείμενο κριτικής για το ερωτηματολόγιο του ΙΠΕΜ δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε το αυτονόητο :  ότι δηλ. τόσο στις λεγόμενες «ποσοτικές» όσο και στις «ποιοτικές» έρευνες ο τρόπος διερεύνησης των υποκειμένων της έρευνας (αν δηλ. αυτή θα γίνει με βάση μια, δυο ή περισσότερες παραμέτρους-μεταβλητές) σχετίζεται αποκλειστικά με τη θεωρητική και ιδεολογική οπτική και το συγκεκριμένο (κάθε φορά) αντικείμενο και τις υποθέσεις της έρευνας και καθόλου αυτός ο τρόπος διερεύνησης δε σχετίζεται και δεν εμποδίζει τη μετέπειτα ποσοτική ή ποιοτική επεξεργασία, κατηγοριοποίηση και αξιοποίηση των ερευνητικών δεδομένων. Η επεξεργασία δηλ. των όποιων ερευνητικών δεδομένων (είτε μέσω στατιστικής επεξεργασίας είτε μέσω ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου) καθόλου δε σχετίζεται με τον αριθμό των παραμέτρων οι οποίες τίθενται κατά τη διερεύνηση των οπτικών, αντιλήψεων ή της εμπειρίας των υποκειμένων της έρευνας.

Σε άλλη περίπτωση, σύμφωνα, πάντα, με το σκεπτικό της ΠΑΣΚ, θα ήταν αδύνατη η διερεύνηση της εμπειρίας των εκπαιδευτικών για τα βιβλία με άλλη τεχνική, όπως π.χ. με αυτή της συνέντευξης, αφού μια τέτοια μεθοδολογική επιλογή δε θα οδηγούσε στη συλλογή «στατιστικοποιημένων» (όπως γράφει) απαντήσεων από τους ερωτώμενους εκπαιδευτικούς αλλά στην καταγραφή συνεχούς προφορικού λόγου! Μια τέτοια έρευνα, λοιπόν, ή δε θα ήταν εφικτή ή θα ήταν «αντιεπιστημονική», σύμφωνα με μια λογική προέκταση του «μεθοδολογικού» σκεπτικού που διατυπώνει η ΠΑΣΚ! Με βάση τα όσα γνωρίζουμε, βέβαια, ως τώρα, ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι τουλάχιστον άτοπο (λογικά και μεθοδολογικά), εκτός κι αν έχει εκδοθεί κάποια νεότερη «εκδοχή» μεθοδολογίας εκπαιδευτικής έρευνας από το συνδικαλιστικό τμήμα της ΠΑΣΚ την οποία αγνοούμε, οπότε ζητούμε προκαταβολικά την «επιστημονική» επιείκεια της παράταξης της ΠΑΣΚ για τη μη «έγκαιρη» ενημέρωσή μας …

Το «αλαλούμ» (το οποίο αναφέρει η ΠΑΣΚ) αφορά, προφανώς, το μεθοδολογικό σκεπτικό που έχει η ίδια, και το οποίο δεν της επιτρέπει να βλέπει τα αυταπόδεικτα : όπως, για παράδειγμα, ότι το περιβόητο ερωτηματολόγιο του ΙΠΕΜ προέκυψε από μια αβασάνιστη εξίσωση και ισοπέδωση του διαφορετικού χαρακτήρα των βιβλίων και του αντίστοιχου «σώματος» γνώσεων που περιέχεται σε καθένα από τα βιβλία αυτά, μέσα από μια πρόχειρη διαδικασία αλλεπάλληλων εντολών «αντιγραφής» και «επικόλλησης» ενός πανομοιότυπου «κύκλου» ερωτήσεων. Αν, μάλιστα, της δώσουμε την ηλεκτρονική μορφή του ερωτηματολογίου, θα διαπιστώσει και μόνη της «αξιοζήλευτα» δείγματα της προχειρότητας που έχει επιδείξει η «επιστημονική» ερευνητική ομάδα του ΙΠΕΜ, όταν, για παράδειγμα, ενώ έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία της «αντιγραφής» και «επικόλλησης» του ίδιου «σχήματος» ερωτήσεων για καθένα μάθημα και βιβλίο χωριστά, δεν έχει φροντίσει, ταυτόχρονα, σε πολλά σημεία των πανομοιότυπων αυτών ερωτήσεων ν’ αλλάξει, τουλάχιστον, και τον τίτλο του μαθήματος στο οποίο αυτές οι ερωτήσεις αναφέρονται! Αποτέλεσμα αυτού είναι να εμφανίζεται η ευτράπελη εικόνα να υπάρχουν αλλεπάλληλοι «κύκλοι» πανομοιότυπων ερωτήσεων για το ίδιο βιβλίο (π.χ. της Γλώσσας), ενώ η ενότητα των ερωτήσεων αναφέρεται στα Μαθηματικά, τη Φυσική, την Ιστορία κ.λ.π. !  

Αντί, λοιπόν, η παράταξη της ΠΑΣΚ να μας «κραδαίνει» το «ευαγγέλιο» μιας γενικόλογης και αφηρημένης «επιστημονικής ερευνητικής μεθοδολογίας» μήπως θα ήταν πιο συνετό να έχει διερωτηθεί μήπως κάποιες τέτοιες «λεπτομέρειες» έχουν τη σημασία τους, όταν κανείς σπεύδει ν’ αναγορευτεί σε αυτόκλητο απολογητή της «επιστημονικής επάρκειας» ενός ερευνητικού «εγχειρήματος» σαν κι αυτού του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ;

4.  Στην τρίτη «διαπίστωση» του κειμένου της ΠΑΣΚ (ως απάντηση σε αντίστοιχη δική μας παρατήρηση για το ερωτηματολόγιο) παρατίθενται δυο ερωτήσεις από το ερωτηματολόγιο ως παραδείγματα τα οποία, κατά την άποψη της ΠΑΣΚ, δείχνουν ότι σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονται ερωτήσεις που αφορούν τη διερεύνηση των «κοινωνικών και σχολικών συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώνεται η εμπειρία των εκπαιδευτικών». Σε ό,τι αφορά τις δυο αυτές ερωτήσεις-παραδείγματα που επιλέγει η ΠΑΣΚ για να στηρίξει τη συγκεκριμένη θετική της άποψη για το ερωτηματολόγιο, πέρα από το άστοχο της επιλογής, θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή της στο ότι και με τις δυο ερωτήσεις διερευνάται η άποψη-οπτική των εκπαιδευτικών («Τι ποσοστό … εκτιμάτε…;» , «Έχετε την εντύπωση…;»), όπως φαίνεται κι από τις ρηματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτές. Με άλλα λόγια, οι ερωτήσεις αυτές δεν επιτρέπουν την αποτύπωση καμιάς «κοινωνικής» ή «σχολικής» πραγματικότητας παρά μόνο ένα «είδωλο» αυτής στο επίπεδο της οπτικής των εκπαιδευτικών. Τι σημαίνει αυτό σε ακόμη πιο απλά ελληνικά; Ότι με τα δυο προηγούμενα ερωτήματα το περισσότερο που μπορεί να επιχειρείται είναι η διερεύνηση και αποτύπωση της «σκιάς» της «παλάμης» στον τοίχο κι όχι της ίδιας της «παλάμης»! Κι αυτό, πραγματολογικά και μεθοδολογικά, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που νομίζουν ότι «ανακάλυψαν» οι συναδέλφισσες και συνάδελφοι της ΠΑΣΚ στις δυο προηγούμενες ερωτήσεις !

Επίσης, και στις επόμενες παραδειγματικές αναφορές του κειμένου της ΠΑΣΚ σχετικά με «την προσθήκη και άλλων ερωτήσεων που θα είχαν να κάνουν τόσο με τη διερεύνηση των κοινωνικών περιβαλλόντων των μαθητών …όσο και με την αναζήτηση των ενδιαφερόντων τους ως παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία της μάθησης» (αντιγράφουμε σχεδόν αυτούσια από το κείμενο της ΠΑΣΚ), διαφαίνεται μια θεωρητική και μεθοδολογική σύγχυση σχετικά με τη διερεύνηση του «κοινωνικού». Σχετικά μ’ αυτό, να τονίσουμε πως η γεωγραφική προέλευση των μαθητών (από «αστικές», «ημιαστικές» και «ορεινές» ή «αγροτικές» περιοχές, όπως σημειώνεται στο κείμενο), μολονότι αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής τους προέλευσης, δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν. Κι αυτό γιατί πριν τον «οριζόντιο» άξονα της «γεωγραφικής προέλευσης» των ατόμων υπάρχει ο «κάθετος» άξονας της ταξικής τους θέσης στην κοινωνική δομή και στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Το πώς πάνε δηλ. οι μαθητές και οι μαθήτριες στο σχολείο, ποιες οι επιδόσεις τους προσδιορίζεται πρωτίστως από την κοινωνική τους θέση και προέλευση και όχι από ποιες γεωγραφικές «ζώνες» αυτοί/ές κατάγονται ή διαμένουν. Εκτός κι αν έχει κανείς ως αφετηρία του μια φιλελεύθερη οπτική της κοινωνίας και των ατόμων (όπως, προφανώς, έχει η ΠΑΣΚ), οπότε περιορίζεται στη σύμφυρση που προαναφέραμε (του «γεωγραφικού» δηλ. με το «κοινωνικό»), βαυκαλιζόμενος ότι έτσι κατανοεί ή υποδεικνύει τη διερεύνηση των «κοινωνικών περιβαλλόντων των μαθητών» !      

Το ίδιο και η «αναζήτηση των ενδιαφερόντων των μαθητών ως παραγόντων που επηρεάζουν τη διαδικασία της μάθησης» (όπως αναφέρει στο κείμενό της η ΠΑΣΚ) δεν μπορεί παρά να συναρτάται με τη διερεύνηση της κοινωνικής θέσης και σχέσης των μαθητών και της οικογένειάς τους με τις κυρίαρχες (κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά) εκδοχές γλώσσας, κουλτούρας και γνώσεων τις οποίες υιοθετεί το σχολείο (ως μηχανισμός νομιμοποίησης και αναπαραγωγής των κυρίαρχων ταξικών σχέσεων), με βάση τις οποίες κρίνει, αξιολογεί και κατατάσσει αυτό τους μαθητές των διαφορετικών κοινωνικών-ταξικών περιβαλλόντων. Μια τέτοια, βέβαια, διερεύνηση, δυστυχώς, ούτε επιδιώκεται ούτε μπορεί εύκολα να συνδεθεί με τη συγκεκριμένη θεωρητική και μεθοδολογική εστίαση της έρευνας του ΙΠΕΜ.

Ανακεφαλαιώνοντας, η Αυτόνομη Κίνηση Εκπαιδευτικών εκτιμά ότι τη στιγμή που στα ποσοστά σχολικής αποτυχίας «εγγράφονται», τα τελευταία χρόνια, όλο και μεγαλύτερα τμήματα ενός όλο και πιο διαφοροποιημένου (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά) μαθητικού πληθυσμού του δημοτικού σχολείου, μια έρευνα σαν κι αυτή του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ, αντί ν’ αναδεικνύει, συσκοτίζει τα μεγάλα μορφωτικά και κοινωνικά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις που παράγουν τα νέα βιβλία στο «έδαφος» των πραγματικών αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της μαθησιακής πράξης. Η διερεύνηση των απόψεων και των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών για τα βιβλία είναι κάτι άλλο από την αξιολόγηση των ίδιων των βιβλίων στο επίπεδο των κοινωνικά προσδιορισμένων αποτελεσμάτων που αυτά παράγουν στους μαθητές.

Γνωρίζουμε, βέβαια, πως μια τέτοια παιδαγωγική και ιδεολογική οπτική προϋποθέτει και μια άλλη επιστημονική προσέγγιση του αναλυτικού προγράμματος, των βιβλίων και της γενικότερης (κοινωνικής) λειτουργίας του σχολείου. Κάτι που, προφανώς, αποτελεί «άγνωστη χώρα» για τους κυρίαρχους χώρους της κρατικά ελεγχόμενης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΔΟΕ. Γι’ αυτό και οι χώροι αυτοί σπεύδουν στην «παραγγελία» μιας «φαινομενολογικού» χαρακτήρα έρευνας των απόψεων και της «εμπειρίας» των εκπαιδευτικών, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη διερεύνηση των «πραγματικών» αποτελεσμάτων και των βαθύτερων αντιφάσεων που παράγει ένα από τα πιο βασικά «εργαλεία» της μαθησιακής διαδικασίας, τα βιβλία, και μαζί, φυσικά, τους φορείς της πολιτικής εξουσίας οι οποίοι έχουν την ευθύνη της εκπόνησης και της συγγραφής των βιβλίων αυτών.

Άλλωστε, η προσμονή μιας πιθανής «χρωματικής» μεταμφίεσης των φορέων της πολιτικής εξουσίας στο επόμενο χρονικό διάστημα (από το φόντο του «γαλάζιου» στο φόντο του «πράσινου») πώς θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστα τα «ερευνητικά» και άλλα ενδιαφέροντα του κυρίαρχου συνδικαλιστικού χώρου της ΔΟΕ και του ΙΠΕΜ ;

 

Αυτόνομη  Κίνηση  Εκπαιδευτικών  -  ΑΚΕ


ΕπιστροφήΕπιστροφή

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα