ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ
ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ |
Επικοινωνία:
|
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Π. Ε
ΣΥΡΟΥ-ΤΗΝΟΥ-ΜΥΚΟΝΟΥ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ Η σημερινή χρηματοοικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας των τριών τελευταίων δεκαετιών και των δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά, ενός συστήματος βαθιά εκμεταλλευτικού που υποτάσσει κάθε ανθρώπινη ανάγκη στις επιταγές του καπιταλιστικού κέρδους. Η κρίση δεν είναι αποτέλεσμα του «παραλογισμού» κάποιων «κακών κερδοσκόπων» που στρέφονται εναντίον όλης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των παραγωγικών και υπεύθυνων επιχειρήσεων, γιατί πολύ απλά η κερδοσκοπία και ο τυχωδιοκτισμός στην αναζήτηση μεγαλύτερων κερδών είναι βασικό γνώρισμα του καπιταλισμού συνολικά και κάθε μεμονωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης είτε αυτή δραστηριοποιείται στην παραγωγή είτε στην χρηματιστηριακή σφαίρα. Αντίθετα, η σημερινή κρίση αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος της αποδυνάμωσης των δυνάμεων της εργασίας και της ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου με την ιδιωτικοποίηση σημαντικών τομέων που αποτελούσαν, μέχρι πρότινος αντικείμενο κρατικής μέριμνας. Είναι μια κρίση που πηγάζει από την ενίσχυση όλων εκείνων των μηχανισμών που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους και τη συνεχή μετατόπιση του όποιου κοινωνικού κόστους στις δυνάμεις της εργασίας. Η ίδια, άλλωστε, η διόγκωση των χρηματιστηριακών ανταλλαγών και η ύπαρξη των διάφορων νέων χρηματιστηριακών προϊόντων (π.χ ομόλογα) οφείλεται και στην συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο τις τελευταίες δεκαετίες επεκτείνεται στους κρίσιμους τομείς των ατομικών αναγκών και του εισοδήματος των εργαζομένων, μέσω των στεγαστικών δανείων, της εκμετάλλευσης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και της παροχής διάφορων καταναλωτικών δανείων . Η διόγκωση της χρηματιστηριακής σφαίρας είναι, συνεπώς, το σύνθετο αποτέλεσμα των συνεπειών της κρίσης υπερσυσσώρευσης της δεκαετίας του ΄70, της συνακόλουθης συμπίεσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας στο πεδίο της παραγωγής και της αναζήτησης υπερκερδών σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, της φιλελευθεροποίησης και του περιορισμού της κοινωνικής πολιτικής, όπου κρίσιμοι τομείς των εργατικών αναγκών γίνονται αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης (στέγη, προσωπική κατανάλωση, ασφάλιση, εκπαιδευτικές δαπάνες). Θα εμφανίζονταν οι σημερινές «ανισορροπίες», αν το ζήτημα της εργατικής στέγης ήταν αντικείμενο δημόσιας πολιτικής και όχι αντικείμενο αγοραίου κέρδους, αν το εργατικό εισόδημα κάλυπτε τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και οι τελευταίοι δεν κατέληγαν αναπόφευκτα στον υπερδανεισμό και την χρέωση, αν τέλος τα αποθεματικά των ταμείων βρίσκονταν υπό εργατικό έλεγχο και δεν αποτελούσαν «λάφυρο» των χρηματιστηριακών ομίλων; Η κατάρρευση μεγάλων επενδυτικών τραπεζών, η απώλεια δισεκατομμυρίων μέσα σε μια μέρα, η πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών είναι η «θεαματική όψη» της κρίσης που οι κυρίαρχες τάξεις προβάλουν για να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο, για να πειθαρχήσουν τις αντιδράσεις τους και να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους. Το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι όλοι βουλιάζουμε στην ίδια βάρκα και τo υπεύθυνo και ταξικά ουδέτερο κράτος επιδιώκει με αταξικούς όρους να αντιμετωπίσει το «μεγάλο κακό». Πίσω από τις εικόνες αυτές κρύβεται η πραγματική ουσία της κρίσης. Η καταστροφή οδηγεί στην απαξίωση της ίδιας εργασίας που αποτελεί το μοναδικό παραγωγό πλούτου σε κάθε κοινωνία και προετοιμάζει το νέο γύρο των καπιταλιστικών αναδιαρθώσεων . Η έκρηξη της ανεργίας και κατά συνέπεια ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι η προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας νέος γύρος καπιταλιστικής εκμετάλλευσης με ακόμα πιο βάρβαρους και αποκρουστικούς όρους για την εργατική τάξη. Το κεφάλαιο εμπορεύεται την ίδια του την κρίση, αξιοποιεί την κρίση του για να υποτάξει τους εργαζόμενους με ακόμα πιο βαριά και επώδυνα δεσμά. Η κρίση μπορεί να αποτελέσει προοπτικά, χωρίς τη δυναμική παρέμβαση του εργατικού λαϊκού κινήματος, μια ακόμα κερδοφόρα επιχείρηση για τους ισχυρούς του χρήματος. Η εμπειρία της κρίσης του ‘70, αλλά και των αρχών του ΄90 για την ελληνική κοινωνία είναι διδακτικές από αυτή την άποψη. Κατά συνέπεια, όσοι/ες μιλούν και στην Αριστερά γενικόλογα περί κατάρρευσης του καπιταλισμού στην πραγματικότητα αναπαράγουν τον οικονομισμό της δεκαετίας του ΄20. Αδυνατούν να κατανοήσουν πως το κρίσιμο αυτή τη στιγμή δεν είναι η απονομιμοποίηση των «αναπτυξιακών δυνατοτήτων» του καπιταλισμού, αλλά η πολιτική οργάνωση και απάντηση του εργατικού –λαϊκού κινήματος. Η κρίση δεν οδηγεί με γραμμικό τρόπο στη ριζοσπαστικοποίηση, αλλά μπορεί να οδηγήσει επίσης και στην εξατομίκευση και την πολιτική απάθεια ως συνέπεια των διαχωρισμών που ενυπάρχουν στις εργαζόμενες τάξεις και ενισχύονται από την κρίση και γιατί όχι και σε αυταρχικές πολιτικές επιλογές. Στην πολιτική αγορά υπάρχουν άλλωστε πολλοί μικροί και μεγάλοι φασισμοί. Η επιστροφή του κράτους και το τέλος του
νεοφιλελευθερισμού; Η σημερινή κρίση, αρχικά στις Η.Π.Α και μετέπειτα στις χώρες της Ε.Ε έφερε στο προσκήνιο και πάλι τη συζήτηση για το ρόλο του κράτους στα πλαίσια των καπιταλιστικών οικονομιών. Τονίζεται πως το κράτος επιστρέφει και μαζί του αμφισβητείται ριζικά ο νεοφιλελεύθερος τρόπος σκέψης και πρακτικής, διαμορφώνοντας πολιτικές προοπτικές ανάλογες της μεταπολεμικής περιόδου (κεϋνσιανισμός). Στην πραγματικότητα, το κράτος δεν επιστρέφει γιατί πολύ απλά δεν είχε αποχωρήσει ποτέ. Στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας των τριάντα τελευταίων χρόνων, το καπιταλιστικό κράτος δεν υποχωρεί, αλλά μετασχηματίζει τους όρους παρέμβασής του, με βάση το νέο ταξικό συσχετισμό που εκφράζει. Είναι το καπιταλιστικό κράτος που συνέβαλε στη ριζική αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, που αναδιάρθρωσε τις αγορές εργασίας στην κατεύθυνση της ευελιξίας-επισφάλειας, που οικοδόμησε υπερεθνικούς θεσμούς διακυβέρνησης, που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα του εθνικού του χώρου, εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας, που διατύπωσε ένα νέο ηγεμονικό σχέδιο για την εκπαίδευση στη βάση των αρχών της ανταποδοτικότητας, αξιολόγησης και καταρτισιμότητας. Με αυτούς τους αγοραίους τρόπους παρεμβαίνει και στη σημερινή συγκυρία. Το σχέδιο Πόλσον δίνει 700 δις δολάρια στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αντίστοιχα σχέδια εκπονούνται και στα πλαίσια της Ε.Ε. Η κυβέρνηση Καραμανλή, ακολουθώντας το ρεύμα, ρίχνει στην αγορά 28 δις ευρώ για να σώσει το τραπεζικό σύστημα που όλη την τελευταία δεκαετία αναπτυσσόταν και συνεχίζει να αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς κερδοφορίας. Το ερώτημα είναι που βρέθηκαν τόσο πολλά κεφάλαια , όταν η πόρτα των ισχυρών ήταν πάντα κλειστή για τους εργαζομένους. Την ίδια στιγμή, τα αποθεματικά των ταμείων έχουν εξανεμιστεί, το κράτος δεν παρέχει 500 εκατομμύρια ευρώ στο Ταμείο Πρόνοιας των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου το τελευταίο για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και παρέχει μόλις 100 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση του Ταμείου Συνοχής. Η ταξική αριθμητική στο μεγαλείο της. Επιπρόσθετα, το Σύμφωνο Σταθερότητας του ευρωμονόδρομου διατηρείται για τους εργαζόμενους, οι αυξήσεις και οι κοινωνικές δαπάνες συνεχίζουν να θεωρούνται ελλειμματικές δαπάνες γιατί οι ανάγκες των εργαζομένων θεωρούνται αντι-παραγωγικές και υπονομευτικές της ανταγωνιστικότητας. Τέλος η αύξηση του εθνικού χρέους που δημιουργεί η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ένα νέο γύρο σταθεροποιητικών προγραμμάτων και πολιτικών προσαρμογής, σε απλά ελληνικά σε παρατεταμένες πολιτικές λιτότητας και αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος. Αν συμφωνήσουμε στο ότι υπάρχει μια διεθνής απονομιμοποίηση των θεωρητικών κατασκευών του νεοφιλελευθερισμού, τότε για να είμαστε συνεπείς με την πραγματικότητα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι βιώνουμε ταυτόχρονα το θρίαμβο των ταξικών συμφερόντων που ο τελευταίος εκπροσωπεί. Για τους κυρίαρχους, η κρίση δεν αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, η κρίση είναι μια βασική παράμετρος του παιχνιδιού. Το μόνο που ενδιαφέρει το καπιταλιστικό κράτος στη σημερινή συγκυρία είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, για όλα τα υπόλοιπα ο λογαριασμός θα πάει στο γνωστό παραλήπτη : τον κόσμο της εργασίας. Συνεπώς, μικρή σημασία έχει η αναντιστοιχία της σημερινής συγκυρίας με τα ιδεατά οικονομικά μοντέλα του Φρήντμαν και των άλλων φρικιών του νεοφιλελευθερισμού. Μολονότι, διαμορφώνεται ένα ιδεολογικό κενό πάνω στα συντρίμμια που προκάλεσε ο νεοφιλελευθερισμός, δεν υπάρχει ένα συγκροτημένο αντι-ηγεμονικό σχέδιο, από μεριάς κυριαρχούμενων. Η επίκληση της κρατικότητας δεν αποτελεί απάντηση, στο βαθμό που δε συνοδεύεται από έναν σαφή προσδιορισμό των ταξικών συμφερόντων που αυτή θα εκφράζει. Το κράτος είναι εδώ, αλλά δυστυχώς για τους επίδοξους «μεταρρυθμιστές», λειτουργεί προς όφελος των κυρίαρχων. Πρόκειται για μια μορφή «παθητικής ηγεμονίας», η οποία βασίζεται όχι τόσο στην συναίνεση των κυριαρχούμενων στις επιλογές της άρχουσας τάξης (στοιχείο που ενυπήρχε την προηγούμενη δεκαετία - π.χ ο στόχος της Ο.Ν.Ε), όσο στην πεποίθηση των πρώτων ότι τα πράγματα δεν μπορούν να μετασχηματιστούν με ριζικό τρόπο. Το παρόν τείνει να ορίσει το μέλλον, το συνολικό δηλαδή ορίζοντα της θέασης του κόσμου από μεριάς κυριαρχούμενων κοινωνικών ομάδων. Τα παραπάνω έχουν μια αξία για τον εξής λόγο: κάνουν μεγάλο λάθος όσοι/ες πιστεύουν ότι η αυξημένη κρατική παρέμβαση στη σημερινή συγκυρία μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αντίστοιχο της μεταπολεμικής περιόδου, σε ένα νέο Νew Deal που θα περιορίσει τις ακραίες συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού. Το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας οικοδομήθηκε πάνω στο φόβο του αντίπαλου σοσιαλιστικού στρατοπέδου και στην αναγνώριση της συμβολής των εργαζόμενων τάξεων στην αντιφασιστική νίκη. Δεν ήταν αποτέλεσμα των κρατικών πολιτικών της δεκαετίας του ’30 στις Η.Π.Α, ερήμην του λαϊκού παράγοντα. Αυτές οι προϋποθέσεις σήμερα δεν υπάρχουν. Επίσης, η μεταπολεμική εμπειρία έδειξε και τα οικονομικά και κοινωνικά όρια ενός μεταρρυθμισμένου καπιταλισμού. Αυτή την παράμετρο δεν πρέπει να την ξεχνάμε. Πρώτα κατέρρευσε η ιδέα ενός μεταρρυθμισμένου καπιταλισμού και μαζί του οδηγήθηκε στην ανυποληψία η κλασική σοσιαλδημοκρατία και μετά ακολούθησε η κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού. Επομένως, χωρίς κινήματα, χωρίς αμφισβήτηση των δυναμικών του καπιταλιστικού συστήματος, η σημερινή κρίση στην καλύτερη των περιπτώσεων θα οδηγήσει σε ένα εξορθολογισμό της λειτουργίας των διεθνών χρηματαγορών, χωρίς να μετασχηματιστούν απαραίτητα οι συσχετισμοί στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας. Προοπτική που εκφράζουν οι εκπρόσωποι του νέου καπιταλισμού ( Κρούγκμαν- Stilitz ) και υιοθετούν πολιτικά οι διάφοροι/ες Ομπάμα, Μπράουν, Ρουαγιάλ, Παπανδρέου. Εκπαίδευση και κρίση Η κρίση εκ των πραγμάτων θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στα εκπαιδευτικά συστήματα. Η πρώτη άμεση σύνδεση κρίσης –εκπαιδευτικών πρακτικών αποτυπώνεται στο ζήτημα της χρηματοδότησης και των εργασιακών σχέσεων που διαμορφώνονται μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Πρέπει να περιμένουμε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών και ενίσχυση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. Η πραγματικότητα σε αυτό το πεδίο είναι γνωστή και δε χρειάζεται μεγαλύτερη ανάλυση. Μια σημαντική και άμεσα συσχετιζόμενη μεταβλητή θα είναι και η αύξηση της παρουσίας του ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση. Σε περιόδους ύφεσης το κεφάλαιο θα αναζητήσει νέα πεδία κερδοφορίας, ιδιαίτερα σε μια χώρα με αυξημένες ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση. Το ζήτημα, όμως δεν είναι μόνο οικονομικό είναι και βαθύτατα ιδεολογικό και θα έχει άμεσα συνέπειες και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Αυξημένη παρουσία των επιχειρήσεων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σημαίνει εκπαίδευση προσανατολισμένη στις εργασιακές δεξιότητες, επίταση του ανταγωνισμού και προβολή της ατομικής ευθύνης και ικανότητας ως οργανωτικών αρχών των νέων εκπαιδευτικών πρακτικών, κατά συνέπεια νομιμοποίηση της μορφωτικής ανισότητας και σχετικοποίηση της μόρφωσης ως κοινωνικού δικαιώματος. Η παρουσία του ιδιωτικού τομέα προϋποθέτει, αλλά και προωθεί ταυτόχρονα ένα διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων στο ίδιο το εκπαιδευτικό επίπεδο. Είναι λογικό να αναμένουμε μια προσπάθεια περιορισμού των συλλογικοτήτων στο εκπαιδευτικό πεδίο, ενώ η ίδια η παρουσία επιχειρηματικών υποκειμένων στην εκπαίδευση θα λειτουργεί αποσταθεροποιητικά σε σχέση με τις συλλογικές αντιστάσεις που μπορούν να αναπτυχθούν. Αυτή τη στιγμή στην ελληνική εκπαίδευση ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι αναντίστοιχος του γενικού συσχετισμού κεφαλαίου-εργασίας στα πλαίσια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού συνολικά. Γεγονός που οφείλεται στη σχετική αυτονομία της εκπαίδευσης και στην παρουσία ισχυρών ριζοσπαστικών ρευμάτων σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης. Η κρίση αποτελεί για τους κυρίαρχους μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να λυθεί αυτό το ιστορικό παράδοξο, να υπάρξει δηλαδή μια αντιστοίχηση του γενικού συσχετισμού δυνάμεων με την εκπαιδευτική πραγματικότητα, μέσω ακριβώς του περιορισμού της σχετικής αυτονομίας της εκπαίδευσης και της πλήρης απελευθέρωσής της στις δυνάμεις του ανταγωνισμού. Η δεύτερη παράμετρος αφορά πιο άμεσα το περιεχόμενο και τις μορφές διοίκησης και ελέγχου του εκπαιδευτικού συστήματος. Σε περιόδους κρίσης αυξάνονται οι πιέσεις για ενίσχυση του συνολικού ελέγχου που ασκεί το καπιταλιστικό κράτος στις διαδικασίες και στα αποτελέσματα του σχολείου, καθώς και στους εκπαιδευτικούς που εργάζονται σε αυτό. Επιπρόσθετα, η όξυνση της κοινωνικής διαφοροποίησης και η κρίση στο πεδίο της απασχόλησης οδηγεί σε μια ενίσχυση της ταξικότητας στην εκπαίδευση συνολικά, μέσω της ανάπτυξης και ενίσχυσης των οριζόντιων και κάθετων διαχωρισμών που ενυπάρχουν στο αστικό σχολείο. Διαχωρισμοί βαθμίδων, αυστηρή κοινωνική ιεράρχηση διαφορετικών προγραμμάτων, διατήρηση και επέκταση του διπλού δικτύου εκπαίδευσης (γενική-τεε), διαφοροποιημένη αντιμετώπιση σχολικών μονάδων. Στην πράξη τα παραπάνω, θα επαναφέρουν με επιτακτικό τρόπο τα ζητήματα της αξιολόγησης και της λεγόμενης «αποκέντρωσης» στο πυρήνα των εκπαιδευτικών προτάσεων της άρχουσας τάξης. Τι απαντάμε στην κρίση ; Το ενδιαφέρον με την κρίση είναι ότι συμβάλλει, αφενός στο να καταφανούν οι ταξικές επιλογές, των αστικών πολιτικών σχηματισμών (Ν.Δ-ΠΑ.ΣΟ.Κ) και αντίστοιχα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και αφετέρου μεγεθύνει τα αδιέξοδα και τις ανεπάρκειες της επίσημης Αριστεράς. Για μας είναι ξεκάθαρο ότι οι εργαζόμενοι δε μπορούν να περιμένουν τίποτα από τα δύο αστικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία. Στην καλύτερη περίπτωση, ο ανταγωνισμός τους αφορά το ύψος κάποιου επιδόματος σε «κοινωνικές ομάδες υψηλού κινδύνου», προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα. Επί της ουσίας, η πολιτική τους πρακτική οργανώνεται γύρω από την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Αντίστοιχα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που την άνοιξη συναινούσε στην υπογραφή της γνωστής συλλογικής σύμβασης είναι λογικό να επιδείξει και τώρα στους «δύσκολους καιρούς» την αντίστοιχη συνέπεια και λογική. Η εθνική συναίνεση γύρω από το στόχο της «ανάπτυξης» είναι το πολιτικό όριο του επίσημου συνδικαλισμού. Επιπρόσθετα, όσο το ΠΑ.ΣΟ.Κ θα πλησιάζει προς την εξουσία, μάλλον θα απομακρύνεται και η προοπτική της εμπλοκής των δυνάμεών του, που ηγεμονεύουν σε κρίσιμους εργασιακούς τομείς, σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, προκειμένου η πολιτική συμμαχία που επιχειρεί να συγκροτήσει να είναι απαλλαγμένη από ισχυρές κοινωνικές δεσμεύσεις προς τον κόσμο της εργασίας. Όλοι δίνουν εξετάσεις «ρεαλισμού» στην κυρίαρχη τάξη. Η νέα κυβερνητική εντολή, σε όποιον και όποτε δοθεί τελικά, δε θα πρέπει να μετασχηματίζει ριζικά τους κανόνες του παιχνιδιού. Όπως τονίστηκε ήδη, η κρίση μεγεθύνει το αδιέξοδο της επίσημης Αριστεράς, την αδυναμία της να συγκροτήσει ένα πολιτικό λόγο και μια αντίστοιχη πρακτική που θα απαντάει με επάρκεια στη νέα συγκυρία που τείνει να διαμορφωθεί. Η ανεπάρκεια της Αριστεράς αποκαλύπτεται σε όλες τις διαστάσεις της, όπως η κρίση της περιόδου 89-91, με διαφορετικούς ασφαλώς όρους, αποκάλυψε την κρίση ταυτότητας και πολιτικής γραμμής που ενυπήρχε στην Αριστερά, τουλάχιστον από την αρχή της Μεταπολίτευσης. Το Κ.Κ.Ε πολιτεύεται με μια σεχταριστική γραμμή εχθρική προς τα κινήματα και την προοπτική ανάπτυξης αγώνων, ενώ ο ΣΥΝ περιγράφει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» ελλείψει κοινωνικών αγώνων, κλείνοντας το μάτι σε κυβερνητικές συνεργασίες. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η πολιτική εντυπώσεων, μέσω των δημοσκοπήσεων, δείχνει να φτάνει στα όρια της και να ακολουθεί μάλλον μια αντίστροφη πορεία, το διέξοδο μεγεθύνεται και η οχύρωση γύρω από την κοινοβουλευτική έκφραση μιας κοινωνικής δυσαρέσκειας γίνεται μονόδρομος. Η δυσαρέσκεια, ωστόσο, στο βαθμό που δεν μορφοποιείται πολιτικά είναι ελεγχόμενη, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Ο μόνος δρόμος μορφοποίησης δε μπορεί να είναι άλλος από τους δρόμους του αγώνα. Τη γενικόλογη κριτική μπορεί να την ενσωματώσει ακόμα και να τη διατυπώσει το ίδιο το σύστημα, διαμέσου μάλιστα των δικών του επικοινωνιακών δικτύων. Αν ανοίξει κανείς τηλεόραση ή μια αστική εφημερίδα θα δει πολλές τέτοιες «κριτικές» φωνές. Όλοι καταδικάζουν τον «άκρατο φιλελευθερισμό» και αναγνωρίζουν το οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα, μέσα στα όρια, όμως, των δυνατοτήτων της «εθνικής μας οικονομίας» και με την προϋπόθεση ότι οι μάζες δεν κινητοποιούνται αυτόνομα στη βάση των δικών τους ταξικών συμφερόντων Οι ριζοσπαστικές δυνάμεις, ως διακριτό ρεύμα στην εκπαίδευση και στην κοινωνία πρέπει να κινηθούν με διαφορετική πυξίδα. Οφείλουμε να διατυπώσουμε ένα πολιτικό λόγο που θα βασίζεται στη μαχητική προβολή των κοινωνικών αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας, σε αντιπαράθεση και ρήξη με τα ψευδοδιλήμματα και τους μονόδρομους των κυρίαρχων, σε ρήξη δηλαδή με τη συναίνεση, γύρω από τους στόχους της ανταγωνιστικότητας και των αντοχών και ορίων της «εθνικής οικονομίας». Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να απαντήσουμε τόσο στο άμεσο, όσο και στο προοπτικό, να υπερβούμε, με άλλα λόγια, τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού και του αριστερισμού. Από αυτή την άποψη, πρέπει να μείνουμε σταθεροί στον προσανατολισμό της ανάπτυξης αγώνων με διάρκεια. Όχι γιατί πιστεύουμε ότι αυτοί θα επιλύσουν με μιας όλα τα προβλήματα που ενυπάρχουν. Κάτι τέτοιο είναι ανόητο και θυμίζει τον πολιτικό ρομαντισμό του 19ού αιώνα. Αλλά γιατί πρέπει να αμφισβητηθεί η «παθητική ηγεμονία», η πεποίθηση δηλαδή ότι οι αγώνες δεν έχουν αποτέλεσμα και οι μάζες δεν μπορούν να διατυπώσουν ένα νικηφόρο πολιτικό πρόγραμμα με βάση τις δικές τους ανάγκες. Το ραβδί πρέπει να λυγίσει από την άλλη μεριά, από την πλευρά των αναγκών των εργαζομένων, θα πρέπει να φυσήξει ο άνεμος της αισιοδοξίας στους εργαζόμενους, να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις μέσα από τη δική τους πρακτική και κίνηση. Οι αγώνες με χαρακτηριστικά διάρκειας είναι που θα υπονομεύσουν την «κουλτούρα της σιωπής» που έχει επιβάλλει το κεφάλαιο και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί του εκφραστές στην εργατική τάξη και στα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα. Η ανάπτυξη αγώνων θα πρέπει, όμως, να συμπληρώνεται από μια
πολιτική δουλειά σε βάθος, ικανή να περιγράψει ένα διαφορετικό μορφωτικό και
κοινωνικό όραμα. Η ανάπτυξη αγώνων με χαρακτηριστικά διάρκειας θα πρέπει να
αποτελεί τη συγκεφαλαίωση μιας πολιτικής στρατηγικής με μακροπρόθεσμο χρονικό
ορίζοντα και αντι-ηγεμονικό περιεχόμενο και χαρακτηριστικά –αμφισβήτηση του
αστικού σχολείου- που θα υπερβαίνει το στενό ορίζοντα της κάθε μεμονωμένης
συγκυρίας. Σε διαφορετική περίπτωση, η προβολή των 5νθήμερων επαναλαμβανόμενων
αποτελεί αναπαραγωγή των αδιεξόδων που χαρακτηρίζουν και την επίσημη Αριστερά,
όπου η απουσία στρατηγικής με ευρύ χρονικό ορίζοντα επιδιώκεται, εδώ, να
καλυφθεί με τον ακτιβισμό και τον εμπειρισμό της κάθε μεμονωμένης συγκυρίας.
Στην πραγματικότητα, η επιλογή αυτή είναι βαθύτατα σοσιαλδημοκρατική, είναι η
πολύ παλιά στρατηγική της προώθησης κλαδικών απεργιών ως υποκατάστατο του
συνολικού πολιτικού αγώνα για μια άλλη κοινωνία, για ένα άλλο σχολείο. Οι Παρεμβάσεις, κατά συνέπεια, πρέπει να συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός μορφωτικού ρεύματος που θα αμφισβητεί το σημερινό αστικό σχολείο και θα προωθεί ένα ριζικά διαφορετικό μορφωτικό και κοινωνικό όραμα που θα είναι σε θέση να αγκαλιάσει τόσο τους εκπαιδευτικούς, όσο και την κοινωνία. Κάποιοι σύντροφοι/ες, πολύ σωστά, έχουν μιλήσει για μια κίνηση αντίστοιχη με το δημοτικισμό του μεσοπολέμου. Η δουλεία σε αυτό τον τομέα έχει πλήρως εγκαταλειφθεί , με αποτέλεσμα να υπονομεύεται συνολικά το εγχείρημα μας. Αγωνιστικός προσανατολισμός με βάση τα κεκτημένα μας, σαφής πολιτική στρατηγική και μορφωτικό πρόγραμμα και ενίσχυση της ποιότητας των συλλογικών διαδικασιών του κάθε μεμονωμένου συλλόγου, θα πρέπει να αποτελέσουν τις αλληλοσυνδεόμενες όψεις της συνολικής πολιτικής μας φυσιογνωμίας. Συντρόφισσες/οι το μέλλον έχει ξεκινήσει και φαίνεται ότι θα διαρκέσει πολύ….. |
Επιστροφή |
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ
ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ |
Περιεχόμενα |