Σούρουπο στη Δραπετσώνα. Ένας σκηνοθέτης παρασύρεται από μοτοσυκλέτα στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας με θέμα την οικονομική κρίση. Θα μπορούσε να είναι η αρχή ή το φινάλε σε μια από τις ταινίες του.
Η ιστορία των ταινιών του είναι η ιστορία της Αριστεράς, η παλίρροια και η άμπωτη του κομμουνιστικού κινήματος, οι τρικυμίες που σηκώνουν οι μεγάλες αναμετρήσεις, το μεγαλείο και η φρίκη, εικόνες και μουσικές, αφηγήσεις και συμβολισμοί, κομμάτια και αποσπάσματα από το «σύντομο αιώνα των άκρων». Σκηνοθέτης των μεγάλων αφηγήσεων, των μεγάλων περιπετειών που συνδέθηκαν με τα συλλογικά οράματα, αλλά και των μεγάλων αναζητήσεων.
Θυμάμαι το 1988, την αίθουσα ΜΑΧ στο Πολυτεχνείο, ασφυκτικά γεμάτη σε ένα τριήμερο αφιέρωμα της ΚΝΕ στο έργο του σκηνοθέτη. Προβολές των ταινιών «Μελισσοκόμος», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Τοπίο στην ομίχλη». Ένα ολόκληρο σύμπαν από εικόνες και ήχους ανοίχτηκε διάπλατα μπροστά μου, ομιχλώδες και ανεξερεύνητο. Μερικές φορές απροσπέλαστο.
Εικόνες και ήχοι που σημάδεψαν στιγμές συλλογικές και προσωπικές, σκληρές και τρυφερές…
Είναι το πλήθος στην πλατεία με τις κόκκινες σημαίες να τραγουδάει για τη λευτεριά λίγο πριν πέσουν οι πυροβολισμοί, λίγο πριν ακουστούν οι γκάϊντες των σκωτσέζικων στρατευμάτων
Και είναι ο Κατράκης στη σχεδία να χάνεται στο πέλαγος
Είναι το Δέντρο…
Το Δέντρο να αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη και να αλλάζει χρώματα, να γίνεται καταπράσινο καθώς το πλησιάζουν τα δυο παιδιά
Και είναι το Δέντρο αποτρόπαιο και φριχτό, γεμάτο σφάγια
Είναι το βαλς του γάμου και είναι το ροκ της καντίνας
Μια αυλή με φαντάρους του εθνικού στρατού : ένας καβαλάρης μπαίνει, ξεκαβαλικεύει και ακουμπάει τα όπλα του πάνω σε μια απλωμένη κουβέρτα
Είναι οι καμπάνες να χτυπάνε…οι μαυροσκούφηδες αντάρτες, καβαλάρηδες και νικητές να καλπάζουν λεύτεροι στην αμμουδιά
Και είναι οι αντάρτες αιχμάλωτοι να βαδίζουν μέσα στην πόλη με τα χέρια ψηλά
Είναι οι ΕΠΟΝίτες να τραγουδάνε στο καφενείο «δε μας τρομάζουν των Άγγλων τα κανόνια ούτε του Σκόμπυ η νέα διαταγή, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, ελευθερία και όχι κατοχή»
Και είναι ο ταγματασφαλίτης να πυροβολεί κι ο νεαρός ΕΑΜίτης ν’ ανοίγει το παλτό του για να του δείξει ότι είναι πλέον άοπλος
Είναι το κομματιασμένο άγαλμα του Λένιν, πάνω σε μια φορτηγίδα, να ταξιδεύει στο Δούναβη με τα χέρια υψωμένα στο βαλκάνιο ουρανό
Και είναι ο λυγμός του μοναχικού Βέγγου πάνω στο βουνό
Και θυμάμαι καλά, το χειμώνα του ’88 – όταν η Αριστερά υπνωτιζόταν στους ρυθμούς της περεστρόικα και στην Ελλάδα αποκαθιστούσε δια της ενότητας, όχι το ρήγμα του 1968 αλλά τα όποια ρήγματα με την εξουσία – στη Μεγάλη Οθόνη, τα σχήματα, οι εικόνες και τα σύμβολα, να αχνοφαίνονται πίσω από την ομίχλη. Ένα τεράστιο κομμένο χέρι αγάλματος αναδύεται από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο δείκτης είναι κομμένος. Δεν υπάρχουν οδοδείκτες. Προς τα πού λοιπόν να βαδίσουμε ; Είναι εκεί, όπου η τέχνη διαισθάνεται την κατάρρευση, τη διάψευση των οραμάτων και την ήττα των μεγάλων αφηγήσεων, είναι εκεί όπου ο θίασος διαλύεται οριστικά και ξεπουλάει τα ρούχα του. Τους παλιούς καταυλισμούς τους βρήκαμε καμένους, τις γέφυρες κομμένες, θίασος δεν υπάρχει πια, δρόμος ανοιχτός για μας πουθενά ούτε και σημάδια γνωστά γύρω μας, το δικό μας δρόμο πρέπει να τον ανοίξουμε περπατώντας στην ομίχλη…
Ο Χομπσμπάουμ έγραφε κάπου ότι η ιστορία των μεγάλων συλλογικοτήτων, δε βασίζεται στη λαϊκή μνήμη, αλλά σ’ αυτό που γράφουν για το παρελθόν ιστορικοί και χρονικογράφοι, σε όλα αυτά που διδάσκουν οι δάσκαλοι τους μαθητές τους, στο πως οι μυθιστοριογράφοι, οι κινηματογραφικοί και τηλεοπτικοί παραγωγοί μεταμορφώνουν αυτό το υλικό. Από αυτή την άποψη, το έργο του σκηνοθέτη δεν είναι μόνο μια αναφορά στην ιστορία μας, είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας…
κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
(στίχοι από το ποίημα του Σεφέρη Τελευταίος Σταθμός, που απαγγέλει ο δάσκαλος στο μικρό Αλέξανδρο στην ταινία «Μεγαλέξανδρος»)
Δημήτρης Μαριόλης