Το υπουργείο με δύο εγκυκλίους του, σε συνεργασία με ιδιωτική εταιρεία, καλεί τους διευθυντές των σχολείων να δημιουργήσουν κλειδαρίθμους και να τους μοιράσουν σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές για να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια που αφορούν στην αποτίμηση δράσεων πρόληψης και αντιμετώπισης της σχολικής βίας. Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρότερο από την απλή κριτική σε μια έρευνα, πολύ σοβαρότερο από την αντίθεσή μας σε ιδιωτικές και προφανώς κερδοσκοπικές διαδικασίες εντός της εκπαίδευσης. Αφορά στην σκόπιμη και επαναλαμβανόμενη πρόθεση από το Υπουργείο και διάφορους κρατικούς (και μη) οργανισμούς να διαμορφώσουν μια νέα αφήγηση για την εκπαιδευτική διαδικασία, αποσυνδεμένη από τα κοινωνικά, πολιτικά και παιδαγωγικά της χαρακτηριστικά, αποσυνδεμένη από τις συλλογικές διαδικασίες και τις κοινωνικές σχέσεις, αποσυνδεμένη από τις ιεραρχικές δομές και σχέσεις εξουσίας που κυριαρχούν στο σχολείο και την κοινωνία.
Χρειάζεται, λοιπόν, να αντιπαρατεθούμε στην πρόθεση αυτή, τόσο με την καθολική μας άρνηση να προχωρήσει η διαδικασία των κλειδαρίθμων και των ερωτηματολογίων, όσο και με τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού λόγου που θα τοποθετεί το σχολείο, την εκπαίδευση και τις διαδικασίες τους, μέσα στις ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές τους ζεύξεις, προσπαθώντας να αποκαλύψουμε, πρώτα και κύρια στους γονείς των μαθητών μας, τις στοχεύσεις αυτής της συστηματικής προσπάθειας από ΜΜΕ, Υπουργείο, Οργανισμούς και εταιρείες.
- Καλούμε τους Συλλόγους Διδασκόντων με αποφάσεις τους και τους/τις διευθυντές/τριες των σχολείων να μην μετέχουν στην «έρευνα» της ιδιωτικής εταιρείας, να μην εκδώσουν κλειδαρίθμους και να μην συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια. Για τη στάση μας αυτή υπάρχει πλήρης συνδικαλιστική κάλυψη από το Σύλλογο και τη ΔΟΕ.
- Καλούμε τους Συλλόγους Γονέων να μην συμμετέχουν σε μια διαδικασία που στοχοποιεί τα παιδιά μας και τα παιδιά των γειτόνων μας, ούτε να επιτρέψουν να μετατραπεί το σχολείο και η τοπική κοινωνία σε μια «ζούγκλα παρακολούθησης».
Η προσπάθεια διάχυσης στο κοινωνικό σώμα και στην εκπαιδευτική κοινότητα των κυρίαρχων απόψεων για τη λεγόμενη «σχολική βία» έχει οικονομικές, μεθοδολογικές, εννοιολογικές και ιδεολογικές στοχεύσεις.
1. Η κατασκευή και διόγκωση του ζητήματος κινείται παράλληλα με τις απορροφήσεις χρημάτων από το ΕΣΠΑ. Διάφοροι οργανισμοί και θεσμοί όπως η ‘Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου’, το ‘Παρατηρητήριο για την Πρόληψη της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού’, το ‘Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά του Σχολικού Εκφοβισμού’, αρθρογράφοι στα ΜΜΕ, τείνουν να αναπαράγουν ένα διάχυτο ηθικό πανικό και κινδυνολογία για τη ψυχική υγεία των παιδιών ή των νέων, κάνοντας λόγο για την εξάπλωση της «κοινωνικής μάστιγας» του bullying και της έξαρσης της βίας στα σχολεία. Στο περιθώριο των απόψεων αυτών κινούνται χρηματοδοτήσεις εκατομμυρίων €. Την ίδια στιγμή τα σχολεία δεν έχουν δασκάλους και υποδομές… Τα χρήματα για τους διαδραστικούς πίνακες στην Ε’ και Στ’ χάθηκαν στο δρόμο… Οι Σχολικές Επιτροπές επιχορηγούν με το σταγονόμετρο… Οι δαπάνες για την καθαριότητα μειώθηκαν κατά 10% επιπλέον, και από του χρόνου περνάνε οριστικά στους προϋπολογισμούς των Δήμων… Οι παράλληλες στηρίξεις μειώνονται ή χρεώνονται στους γονείς… Η Ειδική Αγωγή και τα Ειδικά Σχολεία δεν έχουν προσωπικό… Σχολικές βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν ή φυτοζωούν… Έχουμε όμως Δίκτυο για τη σχολική βία… Ανυπολόγιστη κοροϊδία. Οι εκπαιδευτικές προτεραιότητες δημιουργούνται και καθορίζονται από την απορρόφηση του ΕΣΠΑ και την κερδοφορία ομίλων και εταιρειών.
2. Στο μεθοδολογικό μέρος, η διαδικασία που προτείνεται από το Υπουργείο και τους υπεύθυνους των «δράσεων πρόληψης», καθώς και από την ιδιωτική εταιρεία «Κοινωνία Γνώσης Μονοπρόσωπη ΕΠΕ είναι διάτρητη και επικίνδυνη. Κατ’ αρχήν γιατί κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει την περίπτωση κατασκευής γεγονότων, αφού κατά την επεξεργασία του ερωτηματολογίου δεν μπορεί να ελεγχθεί αν τα περιστατικά αναφέρονται σε αληθινά γεγονότα ή σε «κατασκευασμένα». Κατά δεύτερον γιατί τα υποκείμενα των απαντήσεων του ερωτηματολογίου δεν γνωρίζουν τις εννοιολογικές αναφορές των ερωτώντων και έτσι μπορούν να χαρακτηρίσουν ως bullying οποιοδήποτε καθημερινό ή άσχετο περιστατικό. Κατά τρίτον γιατί η διαδικασία εμφανίζεται ως έρευνα, ενώ σκοπίμως αφήνει ένα διάχυτο πέπλο υποχρεωτικότητας προς τους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς, ώστε να προχωρήσουν τη διαδικασία. Βεβαίως καμία υποχρεωτικότητα δεν υπάρχει, αφήνεται όμως να εννοείται…
3. Το υλικό το οποίο δίνεται στα σεμινάρια απηχεί μία συγκεκριμένη, νεοφιλελεύθερη, ατεκμηρίωτη, μειοψηφική αντίληψη, η οποία ξεκινάει από την παραδοχή ότι η βία αποτελεί έμφυτο ανθρώπινο χαρακτηριστικό και παραπέμπει σε ένα Hobbesιανό πλαίσιο ατομικότητας, σε ένα κόσμο όπου «ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος», υπό την κυριαρχία ενός ανελέητου πολέμου όλων εναντίον όλων. Κάτω από αυτή την παραδοχή ατομικότητας, εκσυγχρονισμένη με αναφορές σε συστημικά πλαίσια (από τα οποία η λέξη κοινωνία σχεδόν είναι ανύπαρκτη), όπου πάντα κυριαρχεί η ατομική συμπεριφορά, τσουβαλιάζονται και ομαδοποιούνται συμπεριφορές αποκομμένες από τις αιτιακές τους αφετηρίες και συσχετίσεις. Το πλαίσιο δίνει έμφαση στη «συμπεριφορά» και όχι στην αιτία. Η ρευστότητα και η ασάφεια που χαρακτηρίζει τους ορισμούς του «bullying» οδηγεί στο τσουβάλιασμα πολύ ανόμοιων φαινόμενων και συμπεριφορών κάτω από την ίδια ταμπέλα/κατηγορία, συσκοτίζοντας και καθιστώντας ασήμαντες τις ποιοτικά διαφορετικές προθέσεις, αιτίες και επιδιώξεις που χαρακτηρίζουν τις διάφορες μορφές συγκρούσεων, καβγάδων ή/και βίας. Αυτές ποικίλουν ανάλογα με το πλαίσιο, τις συλλογικές και προσωπικές ιστορίες και σχέσεις εξουσίας που διαπερνούν τους εκάστοτε δρώντες και την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, και άρα χρειάζονται διαφορετικές –και κυρίως μη ψυχολογικές και ψυχοπαθολογικές– εξηγήσεις. Χωρίς όμως αυτές τις ζεύξεις η εκπαιδευτική διαδικασία υποβαθμίζεται από σύνθετη κοινωνική σχέση σε σχέση προσώπων, που μπορούν επομένως να ρυθμιστούν ψυχολογικά. Δηλαδή η ψυχολογικοποίηση – ψυχιατρικοποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς. Στη διαδικασία ψυχιατρικοποίησης – ψυχολογικοποίησης των κοινωνικών προβλημάτων, των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης, αποσυνδέεται το ατομικό από το συλλογικό, ενοχοποιείται το άτομο, συρρικνώνοντάς το σε «περίπτωση». Το πρόβλημα με το λόγο και τις πρακτικές του (αντι)bullying, η αντίφαση τους βρίσκεται στο ότι ενώ καλλιεργούν μια (ψευδή και ανέφικτη) υπόσχεση «ασφάλειας» μέσω μιας δήθεν αναπόφευκτης ψυχολογικής (αυτο)αστυνόμευσης, την ίδια στιγμή προϋποθέτουν κι ενισχύουν τα ψυχοπολιτικά αισθήματα ανασφάλειας (επικινδυνότητα, φόβο, καχυποψία, ευαλωτότητα) που ισχυρίζονται πως καταπολεμούν. Ακόμα και με τους δικούς τους συμπεριφοριστικούς όρους, αντί να αποσβέσουν συμπεριφορές, τις ενδυναμώνουν στο κοινωνικό σώμα, μέσω της ενίσχυσης μιας ατομικής ερμηνευτικής.
4. Η δομή που θέλουν να διαμορφώσουν (Δίκτυα πρόληψης, υπεύθυνοι δικτύων, ηλεκτρονικό «φακέλωμα», ιεραρχικός έλεγχος των δεδομένων, μετατροπή της σχέσης με τους γονείς σε εν δυνάμει καταγγελτική πρακτική) καταργεί το σχολείο και το Σύλλογο Διδασκόντων ως ουσιαστικό και επιστημονικά καταρτισμένο φορέα της επίλυσης των εκπαιδευτικών, παιδαγωγικών και σχεσιακών ζητημάτων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σε μια τέτοια επικίνδυνη δομή, το κέντρο βάρους μεταφέρεται στην ένταση του ελέγχου, έξω από το σχολείο στις ατομικές καταγραφές και αναφορές, μακριά από τις συλλογικές πρακτικές της εκπαιδευτικής κοινότητας.
5. Είναι πολύ πιθανόν να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο αξιολόγησης εκπαιδευτικών και κατηγοριοποίησης των σχολείων με έμμεσο τρόπο (καταγγελίες γονέων-μαθητών σε περιπτώσεις αντιπαράθεσης με εκπαιδευτικούς), σπέρνοντας μια άλλου είδους κουλτούρα ανθρωποφαγίας. Άλλωστε οι αναφορές σε «καλές πρακτικές» και στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ προμηνύει μια τέτοια λογική.
Με βάση όλα τα παραπάνω θεωρούμε αναγκαίο να αντιπαρατεθούμε με τη διαδικασία και τις προθέσεις του Υπουργείου. Τους καλούμε, έστω και τώρα να σταματήσουν αυτές τις διαδικασίες και να προχωρήσουν σε όλα τα μέτρα στήριξης της εκπαίδευσης, μέτρα που χρόνια προτείνει το εκπαιδευτικό κίνημα.