της Αιμιλίας Τσαγκαράτου Η επίθεση ενάντια στη δημόσια εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό είναι γενικευμένη, συντονισμένη, παγκόσμια.
Από τις ΗΠΑ μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, από τη Δανία και την Αγγλία μέχρι τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, από το Μεξικό μέχρι τις χώρες της Αφρικής, το δημόσιο σχολείο και οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν σε αυτό βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Κοινές συνισταμένες όλων των «μεταρρυθμίσεων» που επιχειρούνται παντού είναι η μεγαλύτερη σύνδεση του σχολείου με την αγορά και τις επιχειρήσεις – ανεξάρτητα με τους όρους που χρησιμοποιούνται σε κάθε χώρα (ιδιωτικοποίηση, εμπορευματοποίηση, επιχειρηματικό σχολείο) η ουσία παραμένει ίδια , η δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών για την παιδεία, η προσπάθεια σύνδεσης του μισθού των εκπαιδευτικών με την αποδοτικότητα και τα μαθησιακά αποτελέσματα (“performance pay”), η έμφαση στην αξιολόγηση εκπαιδευτικών και μαθητών. Και φυσικά παντού ο εκπαιδευτικός είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος», αυτός που «ευθύνεται για την κακή κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης».
Σε πολλές χώρες έχουν γεννηθεί κινήματα αντίστασης και αντιπαράθεσης με τις παραπάνω πολιτικές. Κινήματα που σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με σκληρή καταστολή -από τους φοιτητές της Χιλής που για μήνες τώρα συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής ενάντια στην αύξηση των διδάκτρων στα Πανεπιστήμια, τους εκπαιδευτικούς στο Μεξικό που φυλακίζονται όταν αρνούνται να δώσουν εξετάσεις για την αξιολόγησή τους , τους μαθητές σε χώρες της Αφρικής που δολοφονούνται όταν διαδηλώνουν για να υπερασπιστούν το αυτονόητο αίτημα των δασκάλων τους να πληρώνονται, τους εκπαιδευτικούς στο Σικάγο που συλλαμβάνονται όταν διαδηλώνουν ενάντια στο κλείσιμο των σχολείων τους. Εντυπωσιακές επίσης είναι και οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών στην Πορτογαλία και στη Δανία, ακόμα και στη Νέα Ζηλανδία όπου τα αιτήματα – κι εδώ η ομοιότητα δεν είναι συμπτωματική – θυμίζουν πολύ τις βασικές αιχμές της δικής μας αντιπαράθεσης απέναντι στην επίθεση που δέχεται το δημόσιο σχολείο: αύξηση των ωρών εργασίας, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, απολύσεις εκπαιδευτικών, αξιολόγηση και η σύνδεσή της με το μισθό, μείωση των αποδοχών, αύξηση της ελαστικής εργασίας στο σχολείο («contract teachers” – συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί).
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί τέτοια συνολική και γενικευμένη επίθεση απέναντι στο δημόσιο σχολείο, τους εκπαιδευτικούς και τους εκπαιδευόμενους; Για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα, είναι σκόπιμο να δούμε τη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, …
Στο προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού, η μαζική τυποποιημένη παραγωγή και οι μορφές εκμετάλλευσης που στηρίζονταν κυρίως στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας, δημιουργούσαν την ανάγκη ενός σχετικά ομοιόμορφου εργατικού δυναμικού και μιας διανόησης με συγκεκριμένο ιεραρχικό ρόλο. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων και την ύπαρξη ισχυρών εργατικών και εκπαιδευτικών κινημάτων οδήγησαν σε μια σχετική μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με σχετικά ομοιόμορφους και ενιαίους όρους, τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ακόμα και των πιο φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Δημιουργήθηκαν τα «ενιαία σχολεία», ενώ οι ιδέες της «κοινωνικής δικαιοσύνης», της «ισότητας των ευκαιριών στην εκπαίδευση» ήταν στην ατζέντα των εκπαιδευτικών πολιτικών – όσο βέβαια μπορούσαν ακόμα και σε κείνη την περίοδο να αποκτούν ουσιαστική υπόσταση, αφού ποτέ στον καπιταλισμό δεν μπορούσαμε και δεν μπορούμε να μιλάμε για πλήρη ικανοποίηση των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας, και όχι μόνο στην εκπαίδευση.
Από τα τέλη όμως της δεκαετίας του ’70 και κυρίως στην δεκαετία του ’80 αρχίζει να υπάρχει σφοδρή αντίδραση των συντηρητικών ενάντια στην «ιδεολογία του εξισωτισμού στην εκπαίδευση» όπως την ονόμαζαν. Ο Χέλμουτ Κολ στη Γερμανία ονόμασε το ενιαίο σχολείο «σχολείο του διαβόλου», στη Μεγάλη Βρετανία οι Μαύροι Βίβλοι με τίτλους «Ο αγώνας για την εκπαίδευση» και η «Κρίση στην εκπαίδευση» στη δεκαετία του ‘70 κατηγορούσαν την ιδεολογία του «εξισωτισμού» για την «πτώση του επιπέδου της εκπαίδευσης», ενώ στην Αμερική του Ρίγκαν το 1983 η έκθεση με τίτλο «Ένα Έθνος σε κίνδυνο: η επιτακτική ανάγκη για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» έβαλε τις βάσεις για όλες τις αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν. Έτσι λοιπόν, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αλλά κυρίως στη δεκαετία του ’90 έχουμε μια σειρά θεσμικές παρεμβάσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα για να γίνουν «λειτουργικότερα, αποδοτικότερα, αποτελεσματικότερα». Γεγονός που αντανακλά την ταυτόχρονη εντατικοποίηση και την προσπάθεια απόσπασης και απόλυτης υπεραξίας το πεδίο των εργασιακών και παραγωγικών σχέσεων, την προσπάθεια «παραγωγικοποίησης» ακόμα και των νοητικών και πνευματικών διαδικασιών, την προσπάθεια «αντικειμενικοποίησης και μετρησιμότητας» όλων των διαδικασιών στη σφαίρα όχι μόνο της παραγωγής αλλά και της «σύλληψης», της καινοτομίας, της φαντασίας, τη μετατροπή της γνώσης σε πρώτη ύλη στη διαδικασία της παραγωγής.
Ο εκπαίδευση στην υπηρεσία του ανταγωνισμού των καπιταλιστικών κέντρων
«Η Αμερική δεν θα πετύχει στον 21ο αιώνα εάν δεν κάνουμε καλύτερη δουλειά στην εκπαίδευση των παιδιών μας. Απευθύνω την πρόσκληση στους κυβερνήτες και τα σχολικά συμβούλια, τους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές. Εάν θεσπίσετε και βάλετε σε ισχύ αυστηρές προδιαγραφές και αξιολογήσεις , εάν βάλετε τους δασκάλους που ξεχωρίζουν στην εμπροσθοφυλακή, τότε η πολιτεία σας μπορεί να κερδίσει τη χρηματοδότηση του προγράμματος Race to the Top, που όχι μόνο θα βοηθήσει τους μαθητές να ανταγωνιστούν τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο, αλλά θα της επιτρέψει να εκπληρώσουν τη δοσμένη από το Θεό ικανότητά τους».
Μπαράκ Ομπάμα, εισαγωγική ομιλία για το Race to the Top
«Η επένδυση στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων έχει ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας: οι δεξιότητες καθορίζουν την ικανότητα της Ευρώπης να αυξήσει την παραγωγικότητα. Μακροπρόθεσμα, οι δεξιότητες μπορούν να αποτελέσουν μοχλό για την καινοτομία και την ανάπτυξη…. Η μαζική αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς εργατικού δυναμικού με υψηλή ειδίκευση κατά την τελευταία δεκαετία θέτει την Ευρώπη σε δοκιμασία. Η εποχή που ο ανταγωνισμός προερχόταν κυρίως από χώρες που μπορούσαν να προσφέρουν μόνο εργασία χαμηλής ειδίκευσης έχει παρέλθει….»
ΕΕ, Ανασχεδιασμός της Εκπαίδευσης….
«Το ελληνικό σχολείο δεν είναι ανταγωνιστικό στα πλαίσιο της ΕΕ αλλά και διεθνώς με βάση τους δείκτες της PISA» (Άννα Διαμαντοπούλου, Νέο Σχολείο) «Αν δεν υπάρχει αναγέννηση της Εκπαίδευσης δεν θα υπάρχει ανάκαμψη της χώρας» (Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος)
Παραθέτοντας τα παραπάνω αποσπάσματα που έχουν σχέση με τις βασικές και θεμελιώδεις νεοσυντηρητικές αναδιαρθρώσεις στις ΗΠΑ, στην ΕΕ και στη χώρας μας, γίνεται φανερό ότι οι αναδιαρθρώσεις αυτές είναι απόλυτα αναγκαίες για το κεφάλαιο στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Είναι όντως ανάγκη του συστήματος να «παράγει» πιο εξειδικευμένα στελέχη, τα οποία από τη μια εντατικοποιώντας την εργασία τους και από την άλλη «απομυζώντας» κάθε ρανίδα της δημιουργικότητας, της σκέψης και της φαντασίας τους να μπορεί να κερδίζει «πόντους» στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό (σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να βλέπουμε και το γεγονός της μετανάστευσης χιλιάδων επιστημόνων από τη χώρα μας στο εξωτερικό, μια μετανάστευση εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα από την μεταπολεμική μετανάστευση, που το κεφάλαιο των χωρών υποδοχής αναζητούσε φτηνά και μαζικά εργατικά χέρια). Αυτό βέβαια ταυτόχρονα σημαίνει ότι για την πλειοψηφία προβλέπεται μόνο η προσφορά εκείνων των απόλυτα αναγκαίων δεξιοτήτων και «κομματιών γνώσης» που θα χρειάζονται για τη δια βίου απασχολησιμότητα και καταρτισιμότητά τους.
«…Εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση, που έχασαν δισεκατομμύρια δολάρια με τις διεφθαρμένες πρακτικές τους και πούλησαν …υποθήκες σε εκατομμύρια ιδιοκτήτες σπιτιών έχουν, κατά ειρωνικό τρόπο, γίνει οι πηγές της σοφίας και της ενόρασης όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι νέοι μας πρέπει να εκπαιδεύονται…»
Henry Giroux, «Ο πόλεμος ενάντια στους Εκπαιδευτικούς των Δημόσιων Σχολείων»
Με πολύ εύστοχο τρόπο ο Αμερικάνος ριζοσπάστης παιδαγωγός περιγράφει αυτό ακριβώς που με ιδιαίτερη ένταση και στοχοπροσήλωση κάνουν τα τελευταία χρόνια οι τεχνοκράτες όλων των μεγάλων υπερεθνικών οικονομικών οργανισμών. Από την Παγκόσμια Τράπεζα και τον ΟΟΣΑ, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις κυβερνήσεις , από τους εργοδοτικούς φορείς και τις επιχειρήσεις, όλοι παρεμβαίνουν και καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική, με μια υπερπαραγωγή «ντοκουμέντων γραμμής». Η «κόκκινη κλωστή» που συνδέει τις αποφάσεις όλων των καπιταλιστικών υπερεθνικών και εθνικών οργανισμών είναι η ανάγκη να συνδεθεί ακόμα περισσότερο η εκπαίδευση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς. Να δίνεται έμφαση στις δεξιότητες και όχι στη γνώση. Να αξιοποιηθεί κάθε μορφή άτυπης εκπαίδευσης, κάθε ατομική διαδρομή στην απόκτηση δεξιοτήτων και προσόντων έξω από την οργανωμένη, μαζική εκπαίδευση όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Να υπάρχει χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα. Να υπάρχουν μετρήσιμοι δείκτες και να αξιολογείται κάθε δραστηριότητα εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων. Να θεωρείται η εκπαίδευση ως «πεδίο δόξης λαμπρό» για κάθε είδους επιχειρηματική δραστηριότητα, από τη χρηματοδότηση και την παρέμβαση στο περιεχόμενο των βιβλίων και των προγραμμάτων, μέχρι τις νέες τεχνολογίες και την είσοδο των επιχειρηματιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης .
Όπως για συνολικά το δημόσιο τομέα, έτσι και για την εκπαίδευση οι λέξεις- κλειδιά είναι : αποτελεσματικότητα, μετρησιμότητα, ποιότητα του παραγόμενου έργου, λογοδοσία, αξιολόγηση. Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά. Όπως για συνολικά το δημόσιο τομέα, έτσι και για την εκπαίδευση οι λέξεις- κλειδιά είναι : αποτελεσματικότητα, μετρησιμότητα, ποιότητα του παραγόμενου έργου, λογοδοσία, αξιολόγηση.
α. Αντί για το σχολείο των κρατικών δαπανών, στο σχολείο των επενδύσεων
Η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης θεωρείται πια «επένδυση» που ως τέτοια θα πρέπει να έχει και τα ανάλογα αποτελέσματα. Η μείωση των κρατικών δαπανών δεν γίνεται μόνο για λόγους «δημοσιονομικής προσαρμογής». Εξάλλου τέτοιες μειώσεις έχουμε και σε χώρες χωρίς οικονομική κρίση. Όπως αναφέρεται και στο πρόσφατο ντοκουμέντο της ΕΕ «Ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης» «….οι δημόσιες επενδύσεις για την εκπαίδευση πρέπει να είναι τόσες ώστε να συμβάλλουν στη μόχλευση συμπληρωματικής χρηματοδότησης από τον ιδιωτικό τομέα». Η Παγκόσμια Τράπεζα ισχυρίζεται ότι πρέπει «να επενδύουμε έξυπνα», ενώ συχνά-πυκνά γίνεται η επίκληση στις «επενδύσεις που πρέπει να πιάνουν τόπο».
Φυσικά «έξυπνες επενδύσεις» θεωρούνται εκείνες που θα ενθαρρύνουν τις άτυπες μορφές μάθησης, που θα ενισχύουν την κατεύθυνση της απόκτησης δεξιοτήτων, που θα μπορούν να εξασφαλίζουν ένα μίνιμουμ επίπεδο καταρτισιμότητας και απασχολησιμότητας – προωθώντας ταυτόχρονα και την αναζήτηση και την εκπαίδευση εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνικών.
.β. Αντί για το μαζικό σχολείο των συλλογικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, στο σχολείο της προσωπικής ευθύνης, της εξατομικευμένης διαδρομής.
More schooling, less learning. Ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποιούν ένα «αυθαίρετο» συμπέρασμα – ότι δηλαδή φοιτούν περισσότερα παιδιά στο σχολείο την τελευταία δεκαετία, αλλά τα «αποτελέσματα μάθησης» είναι λιγότερα – για να πουν το εξής: σημασία δεν έχει πόσα χρόνια φοιτά κάποιος στις παραδοσιακές δομές εκπαίδευσης, πόσα χρόνια «είναι κάποιος σε μια τάξη», αλλά ο αριθμός των δεξιοτήτων που αποκτά σε όλη τη διάρκεια του βίου του. Γι’αυτό και ο όρος «εκπαιδευτικό σύστημα» περιλαμβάνει πια και όλες τις μορφές «άτυπης μάθησης», στις οποίες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση. Το πτυχίο ως προσόν διορισμού ή συνολικά της επαγγελματικής αποκατάστασης, που αποτύπωνε το συλλογικό κατεκτημένο εκείνων που αποφοιτούσαν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει γίνει απλά κουρελόχαρτο. Τα συλλογικά δικαιώματα των εργαζομένων – και φυσικά όχι μόνο στην εκπαίδευση – έχουν συντριβεί στις δεκάδες διαφορετικές κατηγορίες, στο ατέλειωτο ατομικό κυνήγι των «χαρτιών» και των προσόντων, στις ατομικές πια συμβάσεις. Διαφαίνεται μια ριζική και βαθύτατη αλλαγή στον τρόπο αντίληψης του εκπαιδευτικού συστήματος συνολικά, με τη διαμόρφωση ενός αξιακού συστήματος που βασίζεται στον άκρατο ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα, στην επιβίωση και στην καπιταλιστική ορθολογικότητα.
γ. Αντί για το σχολείο της γνώσης, το σχολείο της δεξιότητας, της πληροφορίας, των standards («προτύπων»).
Η λέξη «γνώση» εξοβελίζεται από όλα σχεδόν τα κείμενα για την εκπαίδευση και την εκπαιδευτική πολιτική και αντικαθίσταται με τις λέξεις «κατάρτιση» και «δεξιότητες». Για τις καπιταλιστικές ανάγκες «ποιοτική» είναι η εκπαίδευση που θα έχει «πρότυπα» με προκαθορισμένους εκπαιδευτικούς στόχους, με ισχυρή «ηγεσία», με δυνατότητα ακριβούς μέτρησης, με κουλτούρα αξιολόγησης και ανταγωνιστικότητας, με σαφή προσδιορισμό της ακαδημαϊκής προόδου των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός μετατρέπεται σε απλό διεκπεραιωτή προκαθορισμένων εκπαιδευτικών στόχων, «καταναλωτή» προγραμμάτων, καταρτίσεων, σεμιναρίων. Αντί για υποκείμενο αλλαγής και παραγωγής γνώσης, γίνεται ένας καταρτισμένος ή καταρτίσιμος τεχνοκράτης, που εκτελεί στόχους αποφασισμένους από «ειδικούς» μακριά από την πραγματικότητα της τάξης, που τιμωρείται μέσω της αξιολόγησης για την «κακή» εκτέλεση και ας μην έχει καμία παρέμβαση στο επίπεδο της σύλληψης. Μέσα σε αυτά πλαίσια ο μαθητής πρέπει να υπηρετεί πια τις ανάγκες του σχολείου, αντί το σχολείο να υπηρετεί τις ανάγκες του μαθητή.
δ. Αντί για μόνιμη εργασία για όλους, ανεργία για μεγάλα τμήματα της νεολαίας και του εργατικού δυναμικού, απασχόληση προσωρινή, βραχύχρονη, αβέβαιη.
Φυσικά όλα τα παραπάνω έρχονται να «κουμπώσουν» και με το είδος του εργαζόμενου που πια προετοιμάζουν. Η περίφημη «καταπολέμηση της ανεργίας» και τα «προγράμματα απασχόλησης» θέλουν τη νεολαία αναλώσιμη, σε ολιγόμηνες καταρτίσεις και απασχόληση μιας χρήσης, ουσιαστικά απλήρωτης όταν ο κατώτατος μισθός είναι πια 586 ευρώ μικτά, και στα προγράμματα ΕΣΠΑ με οροφή τα 490 ευρώ μικτά και μάλιστα με ακόμα λιγότερα για τους νέους κάτω των 25 ετών!
Μιλώντας για το σχολείο που οραματιζόμαστε, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να μιλάμε για όλα όσα γίνονται στην εκπαίδευση όχι από τη σκοπιά υπεράσπισης του σχολείου του παρελθόντος , αλλά από τη σκοπιά των πραγματικών αναγκών των εκπαιδευτικών και των μαθητών.
Το δικό μας όραμα δεν είναι ο υποταγμένος, ο άβουλος εκπαιδευτικός, που δεν νοιάζεται για το περιεχόμενο της εργασίας του. Αλλά ο εκπαιδευτικός που τολμάει ρήξεις και ανατροπές σε όλα τα επίπεδα, που πρωτοπορεί μέσα κι έξω από την τάξη, στη διαδήλωση και στην απεργία, στα αντιμαθήματα και στην παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές του.
Η μαχόμενη εκπαίδευση πρέπει να πρωτοστατήσει στην κριτική των βιβλίων, του αναλυτικού προγράμματος και του εξεταστικού κάτεργου. Να διαμορφώνει μια πραγματική παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές, να εμπνέει την αγάπη για την ολόπλευρη γνώση και την κριτική σκέψη. Να πρωταγωνιστεί στη δημιουργία ενός συνολικού και συλλογικού ρεύματος αμφισβήτησης της κρατικής παιδαγωγικής που θα απονομιμοποιεί τα κυρίαρχα κριτήρια του συστήματος σήμερα, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό, την πειθάρχηση, την εργαλειακή σχέση με τη γνώση και θα προβάλλει μέσα από συλλογικές δράσεις την αλληλεγγύη, το σχολείο των όλων και των ίσων. Για να μπορούμε να προβάλλουμε και στο σήμερα το σχολείο που οραματιζόμαστε.
Ένα σχολείο όπου δεν θα υπάρχουν διακρίσεις και κοινωνικές ανισότητες.
Ένα σχολείο που θα προωθεί την ουσιαστική γνώση ως μέσο χειραφέτησης, ως εργαλείο αμφισβήτησης, που θα διαμορφώνει κριτικά και ελεύθερα σκεπτόμενες προσωπικότητες.
Ένα σχολείο όπου η παιδαγωγική δεν θα είναι υποταγμένη στην κυρίαρχη πολιτική, όπου το περιεχόμενο και η εκπαιδευτική διαδικασία θα καθορίζεται από τις ανάγκες των μαθητών, που εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι θα έχουν ουσιαστικό λόγο στη διαμόρφωσή τους. και όλα τα παραπάνω δεμένα με το επίκαιρο όσο ποτέ αίτημα για εργασία μόνιμη και σταθερή, απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση.