Είναι δύσκολο για τους κατοίκους των βιομηχανοποιημένων χωρών να ξεφύγουν από την αίσθηση ότι η καθημερινότητά τους συμπιέζεται από δύο αντίθετα μεταξύ τους ρεύματα : αφ’ ενός, τον διαρκή πολλαπλασιασμό των προσωπικών υπηρεσιών που παρέχονται μέσω συσκευών ολοένα πιο πρακτικών και πιο φθηνών, με ολοένα καλύτερες επιδόσεις· αφ’ ετέρου, τη σταδιακή ελάττωση και την ταυτόχρονη ανατίμηση των κοινωνικών υπηρεσιών που προϋποθέτουν επαφή –εκείνων που, καθώς παρέχονται από ανθρώπους σε ανθρώπους, εξυφαίνουν τον κοινωνικό ιστό. Οι περικοπές των δαπανών, οι πνευματικές μόδες, οι ροές των επενδύσεων, όλα μοιάζουν να ενισχύουν αυτήν τη δυναμική. Η κατανόησή της –με στόχο την καταπολέμησή της ;– προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση ενός μηχανισμού που έχει μπει σε λειτουργία εδώ και περίπου πενήντα χρόνια, τον οποίο όμως οι πολιτικοί ηγέτες κάνουν ό,τι μπορούν για να αγνοήσουν. Το όνομά του ; « Ασθένεια του κόστους » (« cost disease »).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, δύο νεαροί οικονομολόγοι του Πρίνστον, ο Γουίλιαμ Μπόμολ και ο Γουίλιαμ Μπόουεν, συλλέγουν εισιτήρια θεάτρου από το Μπρόντγουεϊ προκειμένου να επαληθεύσουν μια διαίσθησή τους : ότι οι τιμές των θεαμάτων αυξάνονται ακατάπαυστα, κάτι που σύμφωνα με αυτούς οφείλεται στον μη συμπιέσιμο χαρακτήρα του καλλιτεχνικού μόχθου. Πράγματι, απαιτείται η ίδια ποσότητα εργασίας για την εκτέλεση ενός κουαρτέτου του Μότσαρτ το 1785 στην αυλή του Ιωσήφ Β΄ στη Βιέννη, με εκείνη που απαιτείται δύο αιώνες αργότερα στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Με άλλα λόγια, η παραγωγικότητα στον τομέα της μουσικής δωματίου παραμένει στάσιμη. Ταυτόχρονα, εκρήγνυται η βιομηχανική παραγωγικότητα. Με αποτέλεσμα μια προβλέψιμη άνοδο του σχετικού κόστους των καλλιτεχνικών παραστάσεων.
Μισό αιώνα αργότερα, μπορούμε να διαγνώσουμε την ασθένεια του κόστους σε πολλά πεδία, ανάμεσα στα οποία η Παιδεία και η Υγεία. Είναι επειδή « η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των συγκεκριμένων υπηρεσιών είναι δύσκολο να μειωθεί », εξηγεί ο Μπόμολ σε μια πρόσφατη εργασία του, αφιερωμένη στην επικαιρότητα των ευρημάτων του [1]. Ο οικονομολόγος πράγματι διακρίνει δύο τομείς. Ο πρώτος αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες των οποίων η παραγωγή αυτοματοποιείται εύκολα. Καθώς εδώ οι μηχανές αντικαθιστούν τον άνθρωπο, η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή μιας επιπλέον μονάδας μειώνεται. Μετά το Φορντ Τ, η παραγωγικότητα αυξάνεται στις γραμμές συναρμολόγησης, οι μισθοί των εργατών της αυτοκινητοβιομηχανίας ακολουθούν την αύξηση λιγότερο ή περισσότερο σύντομα και η τιμή πώλησης των αυτοκινήτων διατηρεί τα επίπεδά της.
Στον δεύτερο τομέα όμως, όπως στην Υγεία ή στην Παιδεία, η παραγωγή απαιτεί ένα σημαντικό και ανελαστικό κομμάτι ανθρώπινης εργασίας. Η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη, όμως οι μισθοί των εκπαιδευτικών και των υγειονομικών εξακολουθούν να αυξάνονται, παράλληλα με εκείνους των μισθωτών της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αποτέλεσμα : το κόστος παραγωγής σταδιακά αυξάνεται. « Μετά από αρκετές δεκαετίες, οι αποκλίσεις μεταξύ των αυξήσεων του κόστους συσσωρεύονται, καθιστώντας τις « διαπροσωπικές » υπηρεσίες σημαντικά πιο ακριβές από τα βιομηχανικά προϊόντα ». Έτσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες η τιμή των νοσοκομειακών υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 300%, δηλαδή τρεις φορές παραπάνω από το σύνολο της οικονομίας, έχοντας μάλιστα αφαιρέσει τον πληθωρισμό, μεταξύ 1978 και 2008. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, τα δίδακτρα στην ανώτατη εκπαίδευση αυξήθηκαν κατά 250%, πάντοτε αφαιρουμένου του πληθωρισμού. Ανάλογο άλμα, βεβαίως λιγότερο βίαιο, παρατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών χωρών και, πλέον, σε έναν αριθμό αναδυόμενων χωρών.
Ανθεκτικότητα στην αυτοματοποίηση
Εκτός από την εκπαίδευση, τις παραστατικές τέχνες και την υγεία, η ασθένεια του κόστους επηρεάζει τους πιο ετερόκλητους τομείς : τις βιβλιοθήκες, τις νομικές υπηρεσίες, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τα ταχυδρομεία, την ασφάλεια, τον οδοκαθαρισμό και την αποκομιδή των απορριμμάτων, τις αναστηλώσεις, τη Δικαιοσύνη, τους ράφτες, την αστυνόμευση των πόλεων, τους κομμωτές, τα γραφεία τελετών, τις επιδιορθώσεις. Κοινό σημείο : μια ανθεκτικότητα στην αυτοματοποίηση, καθώς τα επαγγέλματα αυτά απαιτούν παρατεταμένη ανθρώπινη επαφή ή/και ιδιαίτερη προσοχή για την αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης. Η « ασθένεια του Μπόμολ » εξηγεί τον σχεδόν ολοκληρωτικό αφανισμό του κόσμου των επισκευαστών και των διάφορων μαστόρων, των οποίων το κόστος της εργασίας αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με την τιμή των νέων συσκευών : όταν μια καινούργια ηλεκτρική σκούπα δεν κοστίζει πιο πολύ από την επισκευή της παλιάς, ο καταναλωτής δεν διστάζει για πολύ [2].
Η ποιότητα των συγκεκριμένων υπηρεσιών εξαρτάται από την ποσότητα εργασίας που έχει επενδυθεί στην παραγωγή τους. « Έτσι, είναι δύσκολο να μειωθεί ο χρόνος που απαιτείται για την υλοποίηση ορισμένων εργασιών χωρίς ταυτόχρονα να πέσει και η ποιότητα. Όποιος θα επιχειρούσε να επιταχύνει τη δουλειά των χειρουργών, των εκπαιδευτικών ή των μουσικών κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε να έχει μια τσαπατσούλικη επέμβαση, μερικούς κακά εκπαιδευμένους μαθητές ή ένα πολύ περίεργο ακρόαμα », σημειώνει ο Μπόμολ.
Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που οι πολιτικοί ηγέτες αρνούνται να κατανοήσουν –ή να ακούσουν. Ασφαλώς, η απογείωση του κόστους των παραστατικών τεχνών τούς ώθησε να επιχορηγήσουν πολιτιστικές δραστηριότητες που, υπό άλλες συνθήκες, θα είχαν υποκύψει στον οικονομικό δαρβινισμό. Όμως, αυτή η διευθέτηση καταστρατηγείται με ιδιαίτερη προθυμία όταν οι κυβερνήσεις αποδίδουν την άνοδο του κόστους των υπηρεσιών επαφής όχι στην ιδιαίτερη φύση τους, αλλά στην κακή διαχείριση ή στη χαμηλή παραγωγικότητά τους. Όταν η δημοσιονομική αυστηρότητα γίνεται πολιτική προσταγή, ο περιορισμός του προσωπικού, η υποχρέωση περιστολής του χρόνου που αφιερώνεται στον κάθε χρήστη της υπηρεσίας και οι αναλογικές μειώσεις μισθών πλήττουν κατά προτεραιότητα το σχολείο, το νοσοκομείο και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Εξάλλου, αυτό το « τρίδυμο » βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τα θύματα της λιτότητας στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Σαφώς λιγότερο αποτελεσματική όσον αφορά την ισοσκέλιση των προϋπολογισμών απ’ ό,τι μια άνοδος της φορολόγησης, η εξαναγκαστική άνοδος της παραγωγικότητας στις υπηρεσίες όπου η ανθρώπινη εργασία δεν είναι συμπιέσιμη, οδηγεί στην υποβάθμισή τους. Κι όμως ! Αν και κανένας διευθυντής ορχήστρας δεν έχει σκεφτεί –απ’ όσο γνωρίζουμε– να περικόψει ένα βιολί προκειμένου να ενισχύσει την παραγωγικότητα ενός κουαρτέτου εγχόρδων, οι δημόσιες αρχές μεταφέρουν με τον τρόπο τους αυτή τη μεγαλοφυή ιδέα σε άλλους τομείς. Με προβλέψιμα αποτελέσματα : καθυστέρηση πολλών μηνών για τις μη επείγουσες εγχειρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά, λιγότερο συχνή διανομή αλληλογραφίας, κατάργηση σχολικών τμημάτων, συγχώνευση μαιευτηρίων, γιγαντιαίες ουρές αναμονής στα γκισέ των κοινωνικών υπηρεσιών κ.ο.κ.
« Το ανησυχητικό ηθικό δίδαγμα της ιστορίας », γράφει ο Μπόμολ, « είναι ότι, ανάμεσα στα πιο ευάλωτα στην ασθένεια του κόστους αγαθά βρίσκονται μερικά από τα πιο ζωτικά χαρακτηριστικά των πολιτισμένων κοινωνιών ». Πρόκειται για δραστηριότητες συχνά συνδεδεμένες με τις δημόσιες υπηρεσίες ή, τουλάχιστον, με το δημόσιο συμφέρον. Με συμμετρικό τρόπο, οι τομείς με αυξανόμενη παραγωγικότητα ανήκουν στον κόσμο των ιδιωτικών επιχειρήσεων : ο διορατικός καπιταλιστής θερίζει το κέρδος εκεί όπου φυτρώνει. Έτσι προκύπτει το αντιθετικό ζεύγμα « ιδιωτικός πλούτος – δημόσια ένδεια », σύμφωνα με την έκφραση του Αμερικανού οικονομολόγου Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ.
Όταν δέχονται να αλλοιώσουν τις απαραίτητες για τη συλλογική ζωή δραστηριότητες με την αιτιολογία ότι αυξάνεται το κόστος τους, οι ηγέτες κάνουν μια ταξική επιλογή : οι φτωχοί, πιο εξαρτημένοι σε σχέση με τους πλούσιους από τις συλλογικές υπηρεσίες, πλήττονται περισσότερο από τις συνέπειες που φέρνει ο μαρασμός τους. Αποτελεί επίσης και μια ανθρωπολογική επιλογή. Ατρόμητοι αντικαταστάτες των υπαλλήλων στις θυρίδες των ταχυδρομείων, των τραπεζών, των υπηρεσιών και των συγκοινωνιών, οι αυτόματοι μηχανισμοί εξαπλώνονται με τον ρυθμό που αυξάνονται οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Όμως, κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης εκμηχάνισης, μόνο οι πιο απλές και τυποποιημένες λειτουργίες –και άρα εκείνες που προσφέρουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας– καταλήγουν σε ρομπότ. Ως εκ τούτου, η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων στις θυρίδες τείνει να περιοριστεί στις δύσκολες και δυνητικά συγκρουσιακές περιπτώσεις. Από όπου και προκύπτει μια αίσθηση μειωμένης εξυπηρέτησης, αλλά και εξάρθρωσης των ανθρώπινων σχέσεων στις υπηρεσίες επαφής [3].
Η σύζευξη των περικοπών στις δαπάνες με τεχνολογικές καινοτομίες που οδηγούν σε δυσθεώρητες αυξήσεις της παραγωγικότητας, θέτει ένα δίλημμα στις δημόσιες αρχές : είτε να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν την « ασθένεια του Μπόμολ » εντείνοντας όλο και περισσότερο την επιδείνωση της ποιότητας των ζωτικών υπηρεσιών, είτε να αποδεχθούν την άνοδο του κόστους τους όχι πλέον ως λογιστική συμφορά, αλλά ως το δίκαιο αντάλλαγμα για ένα κοινωνικό ευεργέτημα.
Όλα μοιάζουν να υποστηρίζουν την πρώτη υπόθεση. Αν η οικονομική πορεία του κόσμου συνεχίσει την τρέχουσα διαδρομή της, το κόστος των ανθρώπινων υπηρεσιών ίσως αυξηθεί με ρυθμούς ακόμη πιο ιλιγγιώδεις από αυτούς με τους οποίους κατρακυλούν οι τιμές των υπηρεσιών πληροφορικής. Ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για την αγορά ενός υπολογιστή ικανού να επεξεργαστεί ένα εκατομμύριο εντολές το δευτερόλεπτο (MIPS, μια τυποποιημένη μονάδα μέτρησης) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. « Το 1997 », υπολόγισε ο Μπόμολ, « ένας υπολογιστής με ικανότητα ενός MIPS κόστιζε περίπου 27 λεπτά εργασίας, σύμφωνα με τον μέσο μισθό. Το 1984, το τίμημά του ανερχόταν σε 52 ώρες· το 1970, σε 1,24 φορές τον εργασιακό βίο· και το 1944 θα άγγιζε το σχεδόν απίστευτο κόστος των 733.000 εργασιακών βίων ». Αυτή η φθηνή υπολογιστική ικανότητα, συνδυασμένη με τη δυνατότητα ενοποίησης, αποθήκευσης και επεξεργασίας αστρονομικών ποσοτήτων δεδομένων, προσφέρει τη δυνατότητα αυτοματοποίησης και πιο σύνθετων εργασιών.
Όταν ο Τέρρυ Γκου, διευθυντής της Foxconn, της εταιρείας από την Ταϊβάν που κατασκευάζει τις ταμπλέτες και τα έξυπνα τηλέφωνα της Apple, ανακοινώνει την πρόθεσή του να αποκτήσει ένα εκατομμύριο ρομπότ με το σκεπτικό ότι « τα ανθρώπινα όντα είναι και ζώα –και η ιδέα να διευθύνω ένα εκατομμύριο ζώα μου προκαλεί πονοκέφαλο » [4], επεκτείνει σε έναν τομέα αιχμής τη βιομηχανική εκμηχάνιση που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα. Μετά όμως από τη χειρωνακτική εργασία και τα τυποποιημένα επαγγέλματα επαφής, βρίσκεται καθ’ οδόν και η ρομποτοποίηση της πνευματικής εργασίας. Ή, για την ακρίβεια, η ψηφιοποίησή της. Χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται από ηλεκτρονικούς βραχίονες ακριβείας, άρθρα εφημερίδων γραμμένα από προγράμματα λογισμικού, αυτόματη διόρθωση διατριβών, νομικές στρατηγικές βασισμένες στην ανάλυση εκατοντάδων χιλιάδων νομοθετικών πράξεων, ιατρικές διαγνώσεις και προτάσεις για θεραπεία διατυπωμένες από έναν υπολογιστή συνδεδεμένο με βάσεις δεδομένων : όλα αυτά ήδη υπάρχουν. « Αυτή η ταχεία και βαθιά διείσδυση στο πεδίο των ανθρώπινων ικανοτήτων είναι αρκετά πρόσφατη. Έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις », σημειώνουν ο Έρικ Μπρυνγιόλφσον και ο Άντριου ΜακΆφη [5]. « Η τεχνολογία », παρατηρούν, « αλλάζει την κατανομή των εισοδημάτων, ωφελώντας εκείνους με τα περισσότερα προσόντα έναντι των μη πτυχιούχων, τις βεντέτες έναντι των κοινών ανθρώπων, το κεφάλαιο έναντι της εργασίας ».
Ενδέχεται επίσης να αναστατώσει το πανεπιστήμιο, το κατ’ εξοχήν οχυρό της ανθρώπινης νόησης, με την άνοδο της μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης μέσω Διαδικτύου. Έναν χρόνο μετά τη δημιουργία της, τον Απρίλιο του 2012, η αμερικανική επιχείρηση Coursera ήδη μετρά πάνω από τρία εκατομμύρια χρήστες. Η φοίτηση περιλαμβάνει βίντεο παραδόσεων, κινηματογραφημένα στις αίθουσες συνεργαζόμενων πανεπιστημίων, ασκήσεις και διαγωνίσματα που διορθώνονται από λογισμικό-ρομπότ. Στο τέλος της περιόδου, ο σπουδαστής μπορεί να λάβει βεβαίωση σπουδών (επί πληρωμή), που μάλλον πιστοποιεί τις δεξιότητες παρά επικυρώνει την κατοχή της γνώσης. Οι ιδρυτές της πλέον είναι στραμμένοι προς την κερδοφορία : θέλουν να καθιερώσουν μια πιο ακριβή « προνομιακή » υπηρεσία, να πωλούν σε επιχειρήσεις στοιχεία των σπουδαστών… Ακολουθώντας τη λογική « ο νικητής τα παίρνει όλα » (μια χούφτα « παικτών » που μπήκαν πρώτοι αποκτούν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών ενός κλάδου) [6], τα μαθήματα που παρέχονται από τις πιο επιφανείς πανεπιστημιακές διασημότητες των πιο υψηλά αξιολογούμενων ιδρυμάτων υποσκελίζουν τον ανταγωνισμό σε κάθε γνωστικό αντικείμενο.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος χάνει το μονοπώλιό του σε έναν αυξανόμενο αριθμό σύνθετων εργασιών, δεν διευρύνει την προοπτική μιας γενικευμένης αυτοματοποίησης : ενόσω η « μαρίδα » των χρηστών θα εξαγριώνεται με τις μηχανές, οι διαπροσωπικές υπηρεσίες που παρέχονται από ευγενικούς επαγγελματίες θα συνεχίσουν να είναι προσιτές στην ευκατάστατη πελατεία. Και ο ακριβός πτυχιούχος που πέρασε πέντε χρόνια υπό τις φροντίδες των παιδαγωγών του Χάρβαρντ θα χειροκροτήσει χωρίς επιφυλάξεις την αλματώδη ανάπτυξη των διαδικτυακών πανεπιστημίων.
Το πεδίο της μάχης έχει οριστεί
« Στις μέρες μας », παρατηρούσε σε μια ομιλία του ήδη από τον Απρίλιο του 1856 ο Καρλ Μαρξ, « κάθε πράγμα εμπεριέχει και το αντίθετό του. Βλέπουμε ότι οι μηχανές, προικισμένες με τη θαυμάσια ικανότητα να ελαττώνουν την ανθρώπινη εργασία και να την κάνουν αποδοτική, φθείρουν και εξαντλούν τον άνθρωπο. […] Όλες οι ανακαλύψεις και όλες οι πρόοδοί μας μοιάζουν να έχουν ως αποτέλεσμα να προικίζουν με πνευματική ζωή τις υλικές δυνάμεις και να υποβαθμίζουν την ανθρώπινη ζωή σε υλική δύναμη ».
Όμως, η ασθένεια του κόστους, εμφανής μέσα από τις αντιφάσεις της και αυτή, θα μπορούσε να οδηγηθεί στη θεραπεία ωθώντας το οικονομικό καθεστώς να υπερβεί τους όρους επιβίωσής του. Μια στατιστική προβολή στοιχείων που συνέταξε ο Μπόμολ δίνει το μέγεθος του διακυβεύματος. Το 1960, οι δαπάνες για υγεία αντιπροσώπευαν το 5% του αμερικανικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ)· το 2012, το 18%. Αν ο δείκτης συνεχίσει να αυξάνεται με τους ίδιους ρυθμούς, το 2105 η υγεία θα αντιπροσωπεύει το 62% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ασφαλώς, η συγκεκριμένη χώρα αποτελεί ακραίο παράδειγμα και δεν προσφέρεται για εξαγωγή τόσο τολμηρών συμπερασμάτων. Συμπληρώνοντας όμως αυτή την εκτίμηση με στοιχεία από άλλες δραστηριότητες που χτύπησε η ασθένεια του κόστους, διακρίνουμε μια γενικότερη τάση : καθώς τα κέρδη από την παραγωγικότητα διαβρώνουν την ποσότητα εργασίας που είναι απαραίτητη για την κατασκευή βιομηχανικών αγαθών, η αξία των ανθρώπινων δημιουργημάτων προέρχεται όλο και περισσότερο από τις άπληστες για ανθρώπινη εργασία υπηρεσίες, οι οποίες συνήθως βρίσκονται στη σφαίρα του δημόσιου τομέα και του κοινού συμφέροντος.
Εδώ βρίσκεται το αποφασιστικό σημείο : η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής αξίας προς τις συλλογικές υπηρεσίες προαναγγέλλει την επίταση των διενέξεων που έχουν ανακύψει σχετικά με την κυριότητά τους. Ανυπόμονοι να τις στρέψουν προς την κατεύθυνση της παραγωγικότητας προκειμένου να μειώσουν τα κόστη τους, οι εργοδότες και οι κυβερνώντες ήδη συντονίζουν τις προσπάθειές τους. Για τις κοινωνικές δυνάμεις που επιθυμούν να ξαναχτίσουν πραγματικές κοινωνικές υπηρεσίες και να προωθήσουν τις απελευθερωτικές εκφάνσεις της τεχνολογίας, το πεδίο της μάχης έχει οριστεί.
Notes
[1] William Baumol, « The Cost Disease. Why Computers Get Cheaper and Health Care Doesn’t », YaleUniversity Press, ΝιουΧέιβεν, 2012. Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, οι παραπομπές στο κείμενο προέρχονται από αυτό το έργο, όπως και αρκετά παραδείγματα.
[2] (ΣτΜ) : Το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο παρουσιάζεται στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα : το κόστος της εργασίας μειώθηκε, ο πληθωρισμός αυξήθηκε και αρχίζει πλέον η επισκευή να γίνεται ξανά γοητευτική.
[3] Βλ. Laurent Cordonnier, « Consommateur au labeur », Le Monde Diplomatique, Ιούνιος 2011.
[4] John Markoff, « Skilled work, without the worker », The New York Times, 18-8-12.
[5] Erik Brynjolfsson και Andrew McAfee, « Race Against the Machine. How the Digital Revolution is Accelerating Innovation, Driving Productivity, and Irreversibly Transforming Employment and the Economy », Digital Frontier Press, Λέξινγκτον (Μασαχουσέτη), 2011.
[6] Robert Frank και Philip Cook, « The Winner-Take-All Society », Free Press, ΝέαΥόρκη, 1995.
ΠΗΓΗ:LE MONDE