του Paul Street*
αλιευμένο από εδώ, μεταφράζει η Κροτ
Είναι πολύ αξιοσημείωτη η απεργία που γίνεται αυτές τις μέρες από το Συνδικάτο Εκπαιδευτικών στο Σικάγο του Rahm Emmauel. Ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα είναι η αξιολόγηση της απόδοσης των εκπαιδευτικών. Σύμφωνα με το καινούριο σύστημα, που συνδέει ασφυκτικά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με τους βαθμούς των μαθητών στα τεστ, σχεδόν ένα τρίτο των εκπαιδευτικών της πόλης απειλούνται με απόλυση.
Όπως και σε πολλά άλλα σχολεία της χώρας, έτσι και στο Σικάγο, οι εκπαιδευτικές αρχές έχουν καταστήσει τους βαθμούς των μαθητών σε τυποποιημένα τεστ, ως το βασικό κριτήριο αξιολόγησης, σχετικά με το αν ένας δάσκαλος μπορεί να παραμείνει στη θέση του ή όχι.
Ένα μεγάλο πρόβλημα αυτής της μεθόδου είναι το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να ασκήσουν κανένα έλεγχο στις παραμέτρους που σοβαροί ερευνητές έχουν αποδείξει πως έχουν καταλυτική επίδραση στην απόδοση των μαθητών σε αυτά τα τεστ -δηλαδή το οικογενειακό τους περιβάλλον, τη γειτονιά στην οποία ζουν και την ταξική τους θέση. Όπως παρατήρησε ο Gary Orfield από το Πρόγραμμα Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Ηarvard, πριν από έντεκα χρόνια, “Όταν οι μαθητές έρχονται στο σχολείο νηστικοί, εξαντλημένοι ή τρομαγμένοι, όταν αλλάζουν σχολεία συχνά επειδή οι γονείς τους αντιμετωπίζουν τη μια έξωση μετά την άλλη, όταν δεν έχουν κανέναν στο σπίτι να τους ξυπνήσει για να πάρουν το λεωφορείο για το σχολείο, πολλώ δε μάλλον να επιβλέψει αν μελετούν, ή αν διαθέτουν τη βασική υλικοτεχνική υποδομή, ούτε το καλύτερο βιογραφικό ενός εκπαιδευτικού, ούτε ο πιο καλοπληρωμένος δάσκαλος δεν μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία”.
“Το να προσπαθείς να βελτιώσεις τα σχολεία της πόλης, χωρίς να βελτιώνεις την πόλη” αναφέρει στο βιβλίο της Ghetto Schooling η καθηγήτρια Jean Anyon το 1977, “είναι σα να προσπαθείς να καθαρίσεις τον αέρα από τη μια πλευρά της σίτας… Για να είναι επιτυχημένη η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σε μια πόλη, πρέπει να αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης κοινωνικής αλλαγής. Μια συνολική επίθεση προς τη φτώχεια και την ρατσιστική απομόνωση είναι απαραίτητη, και αυτή θα επηρρεάσει όχι μόνο τους φτωχούς, αλλά και τους πιο πλούσιους…”.
Οι δάσκαλοι δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε τις εξωφρενικά αποκλίνουσες επιδοτήσεις ανά μαθητή, που λαμβάνουν τα σχολεία από τις τοπικές και κρατικές επιχορηγήσεις, οι οποίες είναι πιο γενναιόδωρες προς τους μαθητές των πλούσιων συνοικιών και χαμηλότερες για εκείνους που ζουν αποκλεισμένοι σε περιοχές χαμηλά φορολογούμενων εισοδημάτων.
Το να κατηγορούμε τους καθηγητές για τα άσχημα αποτελέσματα στα τεστ, σε αστικά σχολεία με υψηλά ποσοστά φτωχών και σαφώς μη προνομιούχων μαθητών, καταγόμενων από κακόφημες περιοχές και προερχόμενων από διαλυμένες οικογένειες, είναι σα να κατηγορούμε έναν αγρότη, επειδή είχε κακή συγκομιδή μετά από περίοδο ξηρασίας. Είναι σα να κατηγορούμε έναν οδηγό λεωφορείου επειδή δεν τήρησε τα δρομολόγια, ενώ μεγάλο μέρος της διαδρομής που έπρεπε να διανύσει ήταν πλημμυρισμένη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επιβλαβή πρακτική, σε μια περίοδο χαμηλής ανάκαμψης μετά από τη Μεγάλη Ύφεση, η οποία έχει προκαλέσει τα υψηλότερα επίπεδα φτώχειας από ποτέ στις ΗΠΑ, ενώ έχει εκμηδενίσει τον προϋπολογισμό των σχολείων όσο ποτέ κατά τα πρόσφατα χρόνια – με αποτέλεσμα την ύπαρξη δύο ταχυτήτων για μαθητές/καθηγητές, η οποία όμως δεν μπορεί να χρεωθεί στους εκπαιδευτικούς (αυτοί που θα έπρεπε να κατηγορηθούν είναι μάλλον η Wall Street και το 1%).
Ένα άλλο πρόβλημα με το κυρίαρχο μοντέλο αξιολόγησης των δασκάλων είναι το γεγονός ότι ωθεί σχολεία και εκπαιδευτικούς στο να ορίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία με βασική παράμετρο τα τεστ. Αυτό καθιστά την εκπαιδευτική εμπειρία πολλών φτωχών και μειονοτικών μαθητών μια αυταρχική διαδικασία επικεντρωμένη στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο των ερωταπαντήσεων με απόλυτα μηχανικό τρόπο. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να στραφούν τα παιδιά μακριά από το σχολείο και να ακυρωθεί η δυνατότητα του σχολείου να καλλιεργήσει την κριτική σκέψη, η οποία είναι απαραίτητη στη δημοκρατία. Όπως αναφέρει και ο θρυλικός συγγραφέας και διάσημος υπερασπιστής των φτωχών παιδιών, Jonathan Kozol, “τα επικεντρωμένα σε τεστ προγράμματα σπουδών καθυποτάσσουν την κριτική συνείδηση, με απώτερο στόχο τη μετατροπή των μειονοτικών παιδιών σε στρατιωτάκια -υπάκουους και χωρίς αμφισβήτηση εκτελεστές στρατιωτικών κανονισμών”. Ενώ μεσουρανούσε, ο πολύ παραγωγικός αριστερός ειδήμων στα της εκπαίδευσης και κοινωνικός σχολιαστής Henry A. Giroux, ανέφερε: “Οι δάσκαλοι δεν έχουν την δυνατότητα να πειραματίζονται και να σχεδιάζουν μόνοι τους το μάθημά τους, καθώς η πίεση για υψηλά αποτελέσματα στα τεστ οδηγεί σε πολύ πειθαρχημένα και κανονιστικά μοντέλα διδασκαλίας. […] Τα φύλλα εργασίας αντικαθιστούν την κριτική διδασκαλία και η αποστήθιση υποκαθιστά τον στοχασμό. Η απομνημόνευση γεγονότων καθίσταται σημαντικότερη από την αυθεντική κατανόηση”.
Αυτό μπορεί να φαντάζει σαν ένα αυστηρά “ρεπουμπλικάνικο” μοντέλο. Στην πραγματικότητα όμως, η νέο-Ντικενσιανή μανία με τα τεστ είναι σαφώς δικομματική, όπως για παράδειγμα καταδεικνύει το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο του 2001, το επικαλούμενο και “No Child Left Behind”, που περιόριζε την χρηματοδότηση και προέβλεπε ομοσπονδιακές κυρώσεις στα σχολεία που δεν θα βελτίωναν με ένα μαγικό τρόπο τους βαθμούς στα τεστ των μειονοτικών μαθητών, ώστε να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του ρατσιστικού και εθνοτικού “κενού επιτυχίας”. Η μανία αυτή επισφραγίστηκε με την πολιτική “Η φυλή στην κορυφή” του Τμήματος Εκπαίδευσης του Ομπάμα, η οποία χρησιμοποιεί ομοσπονδιακά βραβεία σε μετρητά, για να ενθαρρύνει περιφερειακά σχολεία να συνδέσουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με την απόδοση των μαθητών στα τεστ και να αυξήσει των αριθμό των σχολείων τσάρτερ. Ο πρώην διευθύνων προσωπικού και νυν πρωτοπόρος στους εράνους (fundraising), Δήμαρχος του Σικάγο Rahm Emmanuel, είναι ένας θερμός υποστηρικτής των τυποποιημένων τεστ, που καθόλου δεν λαμβάνουν υπόψη το κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο, αλλά χρησιμοποιούνται απλά για να αξιολογήσουν μαθητές, δασκάλους και δημόσια σχολεία.
Γιατί άραγε προκρίνεται αυτή η παράλογη και εκπαιδευτικά αντι-παραγωγική μέθοδος αξιολόγησης, τόσο στο Σικάγο, όσο και στην υπόλοιπη χώρα; Εν μέρει, αντικατοπτρίζει τη φαταλιστική λογική των policy makers, σύμφωνα με την οποία “οι ταξικές διαφορές είναι αναπόδραστες και μόνο το σχολείο μπορεί να βελτιώσει τη μοίρα των παιδιών των χαμηλότερων τάξεων”. Αυτό, σύμφωνα με το νεοφιλελευθέρο εκπαιδευτικό ερευνητή και συγγραφέα, Richard Rothstein, “είναι ένα σημαντικό αμερικάνικο μάντρα, ότι δηλαδή τα σχολεία μπορούν εικονικά να είναι το μοναδικό εργαλείο κοινωνικής μεταρρύθμισης”.
Ένας άλλος λόγος είναι ο ρατσισμός. Πίσω από τη φρενίτιδα των τεστ κρύβεται η λάθος λογική ότι, κατά κύριο λόγο οι μαύροι και Λατίνοι φτωχοί μαθητές δεν αξίζουν τίποτα καλύτερο από το “προκαθορισμένο και πειθαρχημένο πρόγραμμα σπουδών” του Giroux, το οποίο θα προκαλούσε σοβαρές αντιδράσεις από γονείς και μαθητές, αν υιοθετούνταν στα πλούσια προάστια των λευκών.
Παράλληλα, η βασισμένη στα τεστ πολιτική είναι ένας πολύ βολικός μηχανισμός στην υπηρεσία της νεοφιλελεύθερης τακτικής του rollback και του αποδεκατισμού των συνδικάτων των εκπαιδευτικών, ώστε τα δημόσια σχολεία να μετατραπούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κοντά στους Ρεπουμπλικάνους, και πολλά υψηλά στελέχη των δημοκρατικών, όπως ο Δήμαρχος Emmanuel και ο Υπουργός Παιδείας του Ομπάμα Arne Duncan, είναι αποφασισμένοι να προωθήσουν την ιδιωτικοποιήση/κορπορατικοποίηση της αμερικάνικης δωδεκαετούς εκπαίδευσης.
Αν από τη μια ενστερνίζονται την άποψη ότι “μόνο τα σχολεία μπορούν να βελτιώσουν τη μοίρα των παιδιών από τα χαμηλότερα ταξικά στρώματα”, θέλουν επίσης να διασφαλίσουν ότι αυτά τα σχολεία θα είναι όσο το δυνατόν πιο ιδιωτικά και αυταρχικά, απαλλαγμένα από (μεταξύ άλλων) τα ενοχλητικά συνδικάτα των εκπαιδευτικών, τα οποία εμποδίζουν την λατρεμένη από τις αρχές «ευελιξία», εμμένοντας σε εξοργιστικά πράγματα όπως ο αξιοπρεπής μισθός, οι υλικοί πόροι και το διάλειμμα για όσους εργάζονται σκληρά στην εμπροσθοφυλακή. Το σαδιστικό παιχνίδι του να χρεώνονται οι καθηγητές την ευθύνη για τη χαμηλή αποδοση των φτωχών παιδιών στα τεστ, είναι πολύ χρήσιμο για την πολιτική και τις δημόσιες σχέσεις της απο-συνδικαλιστοποίησης και της ιδιωτικοποίησης, μεταμφιεσμένο σε «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών και τα ίδια τα δημόσια σχολεία έχουν καταστεί η τέλεια αιχμή του δόρατος για την ατζέντα των κορπορατιστών , η οποία υπαγορεύει τον αποπροσανατολισμό της δικαιολογημένης λαϊκής οργής για την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτή η αποπροσανατολιστική λογική φυσικά αγνοεί τον βαθύτερο και καθοριστικό ρόλο της ταξικής διαστρωμάτωσης του έθνους και των σχετιζόμενων με αυτήν φυλετικών διακρίσεων, ώστε να προωθήσει τη λανθασμένη και αντι-δημοκρατική λύση της κορπορατικοποίησης, η οποία μάλιστα πουλιέται σαν «επιλογή» και «ελέυθερη αγορά».
Είναι πολύ λογικό που η δεξιά καμπάνια των Romney-Ryan εξώκειλε σε τέτοιο βαθμό, ώστε φτάνει στο σημείο να εκφράσει την αλληλεγγύη της αστικής τάξης προς τον Rahm Emmanuel, ο οποίος δέχτηκε 12 εκατ. δολάρια κατά την καμπάνια του για τις δημοτικές εκλογές το 2011, από κύκλους υπεράσπισης των χωρίς συνδικαλισμό-τσάρτερ σχολείων.Η καμπάνια του Ομπάμα εύλογα τήρησε αποστάσεις από τη διένεξη του Σικάγο, καθώς προωθεί τη νεοφιλελεύθερη λογική των τεστ και των σχολείων τσάρτερ, που βρίσκονται ακριβώς στην καρδιά της απεργίας.
Παρά τις ανά τετραετία προεκλογικές ακρότητες, το προοδευτικό συνδικάτο των εκπαιδευτικών του Σικάγο είχε το θάρρος να διαχωριστεί από την ατζέντα που θέτει στο στόχαστρο δασκάλους, μαθητές, γειτονιές και την ίδια τη δημόσια εκπαίδευση, και η οποία υποστηρίζεται από τη δικομματική νεοφιλελεύθερση ελίτ. Σύμφωνα με τον προοδευτικό ιστορικό Rck Perlstein από το Σικάγο, η μάχη που έδωσαν οι δάσκαλοι είναι πολύ σημαντική. “Αν το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία της σύγχρονης από τα κάτω μάχης των Αμερικάνων ενάντια στην πλουτοκρατία ήταν οι διαδηλώσεις στο Wisconsin την άνοιξη του 2011, και το δεύτερο κεφάλαιο ήταν τα camps του Occupy το καλοκαίρι του ίδιο έτους”, γράφει ο Perlstein, “τότε η αντίσταση του συνδικάτου των εκπαιδευτικών του Σικάγο προς τον Emanuel θα έπρεπε να είναι το τρίτο κεφάλαιο. Ενέπνευσε όλους όσους είχαν απελπιστεί, επειδή είχαν πιστέψει πως οι άνθρωποι ξέχασαν πόσο καλό είναι να αντιστέκονται στις επιθέσεις –και πόσο αποτελεσματικές μπορούν να είναι τέτοιες μάχες”. Αυτός δεν είναι και μικρός έπαινος. Ανεξαρτήτως αν ο Perlstein έχει δίκιο (πράγμα που εύχομαι), οι δάσκαλοι του Σικάγο αξίζουν ανενδείαστα την υποστήριξη και τη συμπαράστασή μας.
==============================
*Ο Paul Street [www.paulstreet.org] είναι γιος εκπαιδευτικού ενός δημόσιου σχολείου του Σικάγο (Beethoven and Shoesmith Elementary schools) και εργάστηκε ως Διευθυντής Έρευνας της Chicago Urban League από το 2000 ως το 2005. Έχει γράψει πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων τα εξής: Segregated Schools: Educational Apartheid in Post Civil Rights America (New York: Routledge, 2005) και Racial Oppression in the Global Metropolis: A Living Black Chicago History (New York: Rowman&Littlefield, 2007). Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο paulstreet99@yahoo.com .
Shortlink: http://wp.me/p1pa1c-hNi