” Του άρεσαν οι δάσκαλοι που έρχονταν από το Νότο, του άρεσαν τα παιδικά τους πρόσωπα, του άρεσαν που έμοιαζαν άκληροι αγρότες, του άρεσαν οι πλαστικές σακούλες οι γεμάτες φέτες μάνγκο που έδειχνε να είναι το μοναδικό τρόφιμο που υπήρχε και που μπορούσαν να βρουν. Του άρεσε το πείσμα τους, οι παιδιάστικες χαρές τους, η διαβολεμένη τους επιμονή. Είχαν τρελάνει εντελώς την κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες με τις πορείες τους, τις κατασκηνώσεις τους στην πρωτεύουσα, τα ξενύχτια τους, τις επιθέσεις τους στο πουλημένο συνδικάτο, τα μπλόκα στους δρόμους, τις καθιστικές διαμαρτυρίες στην κεντρική πλατεία Σόκαλο. Του άρεσαν τα τραγούδια τους που προερχόνταν από το μακρινό προϊστορικό οπλοστάσιο της εγχώριας Αριστεράς (..) Του άρεσε η δασκάλα με το λουλουδάτο φουστάνι που έφτυνε στην άσφαλτο για να βγάλει σάλιο επειδή είχε ξεραθεί το στόμα της, και ο δάσκαλος , με το πρόσωπο ιερέα των Μάγια που βάδιζε σαν ακίνητος με τις δυο γροθιές του υψωμένες, σχεδόν σίγουρος πώς ήταν ήδη μέσα σε φωτογραφία. Του άρεσε η νεαρή καθηγήτρια με την κοτσίδα και την καρώ μαντίλα, που έδειχνε παρθενική ντροπαλοσύνη αλλά φώναζε με βραχνή αγριοφωνάρα και ο καθηγητής Μαθηματικών με τα μαύρα του μαλλιά ορθωμένα από τη σκόνη του δρόμου ανακατεμένη με ιδρώτα. Του άρεσαν τα πανώ, ήταν παιδαγωγικά επεξηγηματκά, γεμάτα σχεδιάκια σαν αυτά που έκαναν στο πίνακα για να εξηγήσουν το μάθημα της ιστορίας, για να περιγράψουν το μυικό σύστημα, για να τοποθετήσουν στο χάρτη τις υδροφόρους λεκάνες της Νότιας Αμερικής, για να δείξουν τις κάθετες τομές του φλοιού της Γης, για να εξηγήσουν τις αθλιότητες τουΜεξικού. Του άρεσαν αλλά δε φούσκωνε από περηφάνια, μάλλον του προξενούσαν μια αόριστη και θολή αίσθηση ενοχής. Ήταν σαν αυτόν, αλλά αυτός δεν ήταν σαν εκείνους”
Ευχόμαστε για τον κλάδο και για τις Παρεμβάσεις τη νέα χρόνια να πλησιάσουμε πολιτικά τους συναδέλφους του Νότου που περιγράφει τόσο παραστατικά ο Τάιμπο. Καλή σχολική χρονιά.