Εδώ και 15 περίπου χρόνια η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί μόνιμη επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας. Από τα σχέδια διαταγμάτων του υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μέχρι την τελευταία συνέντευξη του υφυπουργού Φ. Πετσάλνικου στο Έθνος αυτής της βδομάδας, ο διακαής πόθος των εκάστοτε ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας παραμένει κενό γράμμα, στο θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο.
Η
εισαγωγή αυτή (γνωστή σε όλους μας)
θέτει δύο κυρίως ερωτήματα. Το πρώτο αφορά
τη στόχευση της πολιτικής εξουσίας
Τις αιτίες που της επιβάλλουν να
εισάγει την αξιολόγηση. Το δεύτερο έχει να
κάνει με την ερμηνεία της αδυναμίας της να
προχωρήσει στην υλοποίηση του στόχου της.
I.a. Αποκατάσταση ολοκληρωτικού
ελέγχου
Ξεκινώντας
από το πρώτο θα πρέπει να διακρίνουμε δύο
κινητήριες δυνάμεις εκπαιδευτικού
χαρακτήρα και μια γενικότερη. Στο επίπεδο
της εκπαίδευσης πρώτα. Μετά την πρώτη
περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και
απέναντι στα εκπαιδευτικά μέτρα που αυτό
είχε λάβει, μια (πιο) δεξιά κριτική είχε
έντονα αναπτυχθεί. Η κριτική αυτή γρήγορα
κυριάρχησε και στους κόλπους του ίδιου του
κυβερνώντος κόμματος. Η ακώλυτη προαγωγή, ο
περιορισμός της αξιολόγησης στο δημοτικό
σχολείο, η μείωση έως κατάργηση της
δουλειάς στο σπίτι, ο περιορισμός της
διδασκαλίας της γραμματικής, το μονοτονικό,
ο περιορισμός των εξετάσεων εισαγωγής στην
ανώτερη εκπαίδευση, οι πληθωριστικές
τάσεις στην βαθμολόγηση των μαθητών μπήκαν
στο στόχαστρο. Αυτό δεν έγινε από κάποιο
εκπαιδευτικό κίνημα αριστερών διαθέσεων,
αλλά από την ιδεολογία της αξιοκρατίας και
της «περισσότερης προσπάθειας».
Η
«πτώση του επιπέδου», έγινε σιγά σιγά το
κυρίαρχο σύνθημα διανοουμένων και
εφημερίδων και στα δημοτικά σχολεία τα
φωτοτυπικά μηχανήματα όχι μόνο
πολλαπλασιάστηκαν, αλλά πήραν και φωτιά. Το
τελευταίο δείχνει ότι η κριτική αυτή
έβρισκε έδαφος στη ζωντανή εκπαίδευση, άρα
δεν ήταν μόνο πλάσμα της φαντασίας. Με
δεδομένη την γενικότερη οπισθοχώρηση
εκείνα τα χρόνια της αριστερής σκέψης,
η δεξιά ιδεολογική επίθεση βρήκε
πρόσφορο έδαφος. Με τα χρόνια οι δασκάλες/οι
ξαναβαθμολόγησαν τους μαθητές τους στη
γνωστή κλίμακα χωρίς καμμία διαμαρτυρία.
Ωστόσο,
η απόρριψη των πρώτων εκπαιδευτικών μέτρων
των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν έγινε με
ολοκληρωμένο τρόπο από τις κυβερνήσεις του.
Έτσι σήμερα στα σχολεία υπάρχουν πλευρές
της καθημερινότητας όπου η επιδιωκώμενη
ομοιομορφία απουσιάζει. Από συνάδελφο σε
συνάδελφο ποικίλει η ποσότητα της δουλειάς
για το σπίτι που ανατίθεται στους μαθητές,
όπως ποικίλει και η έμφαση στη γραμματική ή
τον εθνικό και θρησκευτικό φρονηματισμό
για παράδειγμα. Εδώ δεν πρόκειται για την
κυβερνητικά επιδιωκόμενη σήμερα ευλυγυσία
και αποκέντρωση του εκπαιδευτικού
συστήματος, αλλά για την απώλεια
μέρους του ελέγχου από την κεντρική
εξουσία.
Παράλληλα
και με αυξανόμενη ένταση παρουσιάζεται
στην αγορά ένα νέο μοντέλο για το συλλογικό
εργαζόμενο. Παρά
τις διαφορές στο εσωτερικό του, αυτός ο νέος
τύπος συλλογικού εργαζόμενου (γνωστός και
ως απασχολήσιμος) έχει κάποια νέα κυρίαρχα
χαρακτηριστικά που η εκπαίδευση θα πρέπει
να εξυπηρετήσει. Θα πρέπει για παράδειγμα
να αλλάξει 6 – 7 επαγγέλματα στον εργασιακό
του βίο. Από κει και οι ύμνοι στη δια βίου
εκπαίδευση, ηοποία όμως απαιτεί τη «γερή
γενική παιδεία» που θα ΄λεγε και ο
προηγούμενος υπουργός μας. Θα πρέπει
επίσης να είναι ικανός να συνεργάζεται
σε μικρές ευέλικτες ομάδες εργασίας,
απ΄όπου προκύπτει και η έμφαση στις
ομαδοσυνεργατικές μεθόδους διδασκαλίας. Θα
πρέπει ακόμα να αφοσιώνεται πλήρως στην
επιχείρηση του, γι αυτό και πρέπει να
ανπτυχθούν περισσότερο
τα φαινόμενα του σχολικού πατριωτισμού των
μαθητών.
Νέες
όμως εκπαιδευτικές πρακτικές θα πρέπει
ίσως να αναπτυχθούν και στα πλαίσια των
ιδεολογικών ανακατατάξεων που γνωρίζει η
ελληνική κοινωνία. Παράδειγμα
αυτών των ανακτατατάξεων αποτελεί η
σύγκρουση στο ζήτημα των ταυτοτήτων, αν και
χαρακτηρστικότερο είναι η περίπτωση της
οικολογίας, ως η σύγχρονοι τρόποι καλής
συμπεριφοράς.
Στην
προσπάθεια επιβολής των νέων εκπαιδευτικών
πρακτικών τόσο η πολιτική ηγεσία του
υπουργείου, όσο και οι διανοούμενοι της,
βλέπουν τους εκπαιδευτικούς ως ανασταλτικό
παράγοντα, όχι τόσο από μια ριζοσπαστική
διάθεση, αλλά από τη δύναμη της συνήθειας
που τους προσδίδει ένα επιπλέον
συντηρητισμό. Ο έλεγχος λοιπόν των
εκπαιδευτικών οφείλει να γίνει
συστηματικότερος. Δεν φτάνουν πια τα
διδακτικά εγχειρίδια που προσπαθούν να
ελέγξουν και την τελευταία δραστηριότητα
των εκπαιδευτικών. Άλλωστε αυτά ανήκουν σε
μια παλιότερη εποχή, καθώς οι πρωτοβουλίες
των σχολείων βρίσκονται τώρα στο προσκήνιο
και αυτές θα πρέπει να ελέγχονται. Δεν
φτάνουν τα αναλυτικά προγράμματα.
Χρειάζεται η επιθεώρηση. Μια νέα επιθεώρηση,
ντυμένη τα ιερά άμφια της επιστήμης των
ειδικών. Ο φόβος του άμεσου ελέγχου. Η
καθοδήγηση. Η επιβράβευση των «πρωτοπόρων».
Ειδικά προγράμματα συμμόρφωσης για τους «υστερήσαντες».
Και βέβαια, ο έλεγχος των νεοεισερχόμενων
στο επάγγελμα.
Η εκπαίδευση, και ειδικά οι εκπαιδευτικοί, δεν μπορούν να αποτελούν μια μόνιμη ανορθογραφία στο γενικό κείμενο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Η δουλειά τους θα πρέπει να μετρηθεί, όπως γίνεται με όλους. Δεν μπορούν να διεκδικούν για τον εαυτό τους την εξαίρεση. Αυτό υποστηρίζουν εκείνοι που χρόνια τώρα μιλούν για τους τεμπέληδες και ανεξέλεγκτους εκπαιδευτικούς. Άλλοι απ΄αυτούς δίνουν το ρόλο αυτό στην αγορά, π.χ. οι Φιλελεύθεροι του Μάνου, και άλλοι (οι περισσότεροι προς το παρόν) στο κράτος. Ολόκληρος όμως ο επίσημος πολιτικός κόσμος συμφωνεί πως τα πάντα μπορούν να μετρηθούν με τρόπο αντικειμενικό, και πως μόνο η μέτρηση αυτή θα μας διαφωτίσει για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Στο πλευρό του πολιτικού κόσμου στέκονται και οι περισσότεροι διανοούμενοι της εκπαίδευσης.
Η κυριαρχία του επιστημονισμού, η λατρεία των ειδικών και η τυφλή εμπστοσύνη στις μετρήσεις μαζί με τη μείωση του κύρους των εκπαιδευτικών στην κοινωνία συνηγορούν στη εισαγωγή της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών από τους ειδικούς.
ΙΙ.
Η αδυναμία επιβολής της αξιολόγησης των
εκπαιδευτικών
και
η σημερινή συγκυρία
Παρ΄ όλα αυτά, 15 σχεδόν χρόνια δεν έφτασαν για την ευόδωση των προσπαθειών διαφόρων πολτικών ηγεσιών του ΥΠΕΠΘ. Μέχρι το 1997 και το νόμο 2525 οι αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος φρέναραν κάθε προσπάθεια συνολικής ρύθμισης στο χώρο της παιδείας. Εκτός από τις απεργίες της ΟΛΜΕ στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ΄90, και το νικηφόρο κίνημα των μαθητών κατά της πολιτικής της ΝΔ, το εκπαιδευτικό κίνημα είχε και άλλες εξάρσεις ικανές να αναβάλλουν αυτή την πολιτική, όχι όμως και να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της.
Η ηγεμονία των ιδεολογημάτων της αξιοκρατίας έπρεπε κάποτε να αποδειχθεί. Ο νόμος του Αρσένη ανέλαβε αυτό τον ρόλο. Μέσα από συνεχείς συγκρούσεις με το εκπαιδευτικό κίνημα και τακτικές οπισθοχωρήσεις, ενισχυμένος από τη αδιαλλαξία των κυβερνήσεων Σημίτη, η ουσία του νόμου Αρσένη φαίνεται αυτή τη στιγμή ότι έχει εμπεδωθεί. Νικώντας τα μπλόκα του ΄98, οπισθοχωρώντας σε παρενέργειες της μεταρρύθμισης στο λύκειο, δίνει σήμερα την εντύπωση πως το μόνο αγκάθι που του μένει στη γενική εκπαίδευση είναι να επιβάλλει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Μετά τις εκλογές του Απρίλη, με την προσδοκία της πρόσκαιρης αποδυνάμωσης του μαθητικού κινήματος, την εξασφάλιση της συναίνεσης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (τροποποίηση του ΣΜΑ), τον νίκη στον ΑΣΕΠ (παρά τους φόβους), και την καλύτερη προετοιμασία του διοικητικού μηχανισμού (περιφέρειες) το ΥΠΕΠΘ παρουσιάζεται έτοιμο για το μεγάλο εγχείρημα.
Από την άλλη πλευρά για την πλειοψηφία του εκπαιδευτικού κόσμου που αρνήθηκε να συγκροτήσει τις επιτροπές αυτοαξιολόγησης, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να συνθέσει την άρνηση της με μια εκπαιδευτική και κοινωνική ιδεολογία ικανή να διεκδικήσει την ηγεμονία. Ακόμα και τα 20 χρόνια χωρίς αξιολόγηση δεν τα αντιλαμβάνεται ως κατάκτηση της στην πορεία οικοδόμησης συλλογικών διαδικασιών ελέγχου, αλλά ως ευτυχή σύμπτωση συγκυριών που έδιωξαν έναν (πανίσχυρο ή αναγκαίο) εφιάλτη.
Επειδή όμως με τα κινήματα κανείς δε μπορεί να είναι σίγουρος, και μετά τις εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, το ΥΠΕΠΘ παρουσιάζεται ιδιαίτερα προσεχτικό. Όχι μόνο δε συνδέει (προς το παρόν) την αξιολόγηση με τη μισθολογική και υπηρεσιακή εξέλιξη, αλλά δεν εμπλέκει στις διαδικασίες της τη ζωντανή εκπαίδευση, αφού πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της άρνησης εκ μέρους της. Με άλλα λόγια η χρήση του αποτελέσματος της αξιολόγησης περιορίζεται στην διοικητική εξέλιξη και τη συμμορφωτική επιμόρφωση, ενώ οι διαδικασίες αυτοαξιολόγησης αποσιωπούνται. (συνέντευξη Πετσάλνικου, εφημερίδα Έθνος, 16/10/00).
Φαίνεται λοιπόν να κυριαρχεί μια τακτική που θέλει να εξασφαλίσει την εμπέδωση των αξιολογικών διαδικασιών και την δημιουργία του ανάλογου κλίματος στα σχολεία (φόβος, ανταγωνισμός, συμμόρφωση), χωρίς έντονες αναταράξεις. Από κει και πέρα ο δρόμος θα είναι πιο ανοιχτός για νέα εκσυγχρονιστικά βήματα.
Άλλωστε η εξαντλητική αξιολόγηση των μαθητών στο λύκειο, έχει ήδη επιβληθεί. Παρά τις εμφανείς αποτυχίες της (πρώτα πληθωρισμός αποτυχόντων, μετά πληθωρισμός αριστούχων), κατορθώνει να καθορίζει πιο άμεσα το παρόν και το μέλλον των μαθητών. Η καθημερινότητα των εφήβων περιχαρακώνεται γύρω από τις διαδικασίες της, και το επαγγελματικό (έτσι κι αλλιώς δυσοίωνο) και μορφωτικό τους μέλλον συμμορφώνεται στα πορίσματα της. Ακόμα και οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί την ακολουθούν. Όσο για τις αποτυχίες της, η «επιστήμη» θα αναλάβει να «αποκαταστήσει την ορθολογική κατανομή» των αριστούχων και των αποτυγχόντων. Με αυτά τα δεδομένα μόνο σε μια προσωρινή ανακωχή μπορεί να ελπίζει η κυβέρνηση στον πόλεμο της με τους μαθητές.
Στην
εποχή των κονοτικών πακέτων οι αιρετικές
επιστημονικές φωνές ατονούν, αν και
συνεχίζουν να υπάρχουν πεισματικά.
Η κριτική επιστήμη που αναδεικνύει τον
κοινωνικά άδικο χαρακτήρα της αξιολόγησης
των μαθητών, την πολιτιστική της
προκατάληψη, την αναξιοπιστία της,
την τάση της να στιγματίζει τους
μαθητές ανεπανόρθωτα, το ρόλο της να ντύνει
«επιστημονικά» την καταμεριστική
λειτουργία του σχολικού μηχανισμού
εγκαταλείπεται από την πλειοψηφία των «προοδευτικών»
διανοουμένων.
Μια τέτοια επιστήμη δε χωράει στο
ΕΠΕΑΕΚ. Δε συμφέρει παρά μονάχα τους
μαθητές και την εργαζόμενη πλειοψηφία.
Σήμερα για μια ακόμη φορά χρειάζεται να προβάλλουμε το δικό μας όχι στην αξιολόγηση. Ένα όχι που δε θα περιορίζεται στη δίκαιη άρνηση κάθε εργαζόμενου εκπαιδευτικού να δεχτεί την υποταγή του, αλλά θα ανοίγει προοπτικές για μια αντίπαλη εκπαιδευτική πρόταση ικανή να αντιπαλέψει τον αστικό μεταρρυθμισμό στη ζώσα συνείδηση του λαού. Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι:
·
η αξιολόγηση ήταν και θα
είναι πάντα μια διαδικασία ελέγχου και
χειραγώγησης, στηριγμένη σε κάθετες
ιεραρχικές δομές
·
μια
διαδικασία μετρήσιμη με
κριτήρια, μέτρα και σταθμά που καθορίζονται
αυθαίρετα από την εκάστοτε εξουσία.
·
μια
διαδικασία αυταρχική
που αλλάζει δραματικά το κλίμα στη σχολική
τάξη αλλά και στο σύλλογο διδασκόντων : η
συνεργασία και το ομαδικό πνεύμα δίνουν τη
θέση τους στον ανταγωνισμό και τη
δουλοπρέπεια, η ελεύθερη σκέψη και η όποια
παιδαγωγική αυτονομία αντικαθίστανται από
την πλήρη υποταγή και τον ασφυκτικό έλεγχο.
Οι
όποιες προτάσεις για μια άλλη “ήπια”
αξιολόγηση είτε προέρχονται από τη ΔΟΕ,
είτε από την καλοπροαίρετη αγωνία κάποιων
συναδέλφων, αποτελούν μια αυταπάτη : αξιολόγηση
χωρίς ιεραρχία, συμμόρφωση, βαθμολογία, και επιπτώσεις
για τον αξιολογούμενο δεν νοείται ! Αλλωστε το
μοντέλο αξιολόγησης που προωθεί το
υπουργείο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο
της συνολικής λογικής του νόμου Αρσένη.
Πολλοί
συνάδελφοι εκφράζοντας τις ανασφάλειες
τους λένε :
“ υπάρχουν εκπαιδευτικοί
που δεν κάνουν τη δουλειά τους και μας
εκθέτουν. Τι θα γίνει μ’αυτούς ;”
Εμείς
λέμε ότι η αξιολόγηση αντίθετα με τις
προσδοκίες πολλών θα επιβάλλει μια
δημοσιουπαλληλίστικη νοοτροπία. Οι
εκπαιδευτικοί σήμερα δίνουν μια
δύσκολη μάχη στις τάξεις κάτω από αντίξοες
συνθήκες. Οι όποιες ελάχιστες αντίθετες
περιπτώσεις, θα καλυφθούν πίσω από τη
θαλπωρή των ισχυρών κρατικών και
κομματικών μηχανισμών - που θα γνωρίσουν
νέες μέρες δόξας - και "θα τη βγάλουν
καθαρή" ετοιμάζοντας δυο διδασκαλίες -
"θεατρικές παραστάσεις" κατά
παραγγελία του σχολικού συμβούλου. Οι
τεμπέληδες στην ιστορία μας όμως δεν είναι
οι εκπαιδευτικοί. Ας αναλογιστούμε μόνο ότι
τα μέλη του ΣΜΑ θα έχουν ετήσιο εισόδημα 18
εκατομμύρια χωρίς να προσφέρουν καμιά
ουσιαστική υπηρεσία στην εκπαίδευση, αφού η
αξιολόγηση είναι μια μη παραγωγική
διαδικασία.
Για
όλους τους παραπάνω λόγους είμαστε
αντίθετοι σε κάθε λογική αξιολόγησης
ξεκινώντας από μια εντελώς διαφορετική
εκπαιδευτική - πολιτική αφετηρία,
προβάλλοντας μια αντιθετική με την
αξιολόγηση παιδαγωγική - κοινωνική
φιλοσοφία.
·
κατάργηση όλων των
νομοθετικών ρυθμίσεων που ρυθμίζουν την
εφαρμογή της (Ν.2525 κ.ά.), ή συνδέονται μαζί
της (ενσωμάτωση στο βασικό μισθό του
επιδόματος απόδοσης),
·
απέναντι
στις λογικές τόσο του κρατικού ελέγχου όσο και της
αγοραίας ρύθμισης,
αντιπροτείνουμε το συλλογικό
προγραμματισμό και αποτίμηση της σχολικής
δράσης σε τακτά χρονικά διαστήματα από το
σύλλογο διδασκόντων, τους
συλλόγους γονέων στη πρωτοβάθμια
και τους
μαθητές στη δευτεροβάθμια,
·
καμμία εκμετάλλευση των διαδικασιών
αυτών στη μισθολογική, διοικητική,
υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών
·
οριζόντια
συνεργασία εκπαιδευτικών με κοινό
αντικείμενο ανά περιφέρεια,
·
απέναντι
στη λογική του ανταγωνισμού, του σκυψίματος
της μέσης, προτάσσουμε τη συναδελφικότητα,
την ομαδική δουλειά στην τάξη, τη
συνεργασία για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων.
·
Απέναντι
στα νέα εξεταστικά φράγματα που ορθώνει ο ν.2525/97
στους μαθητές, αντιπαραθέτουμε το
δικαίωμα όλων των παιδιών για πολύπλευρη
ουσιαστική μόρφωση,
·
Απέναντι στο στόχο της διαμόρφωσης του
αυριανού απασχολήσιμου, αντιπαραθέτουμε το
όραμα του ανθρώπου που θα μπορεί να συμμετέχει ισότιμα
στη συλλογική παραγωγή
της οικονομίας, της πολιτικής και του
πολιτισμού της κοινωνίας του.