ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
της
διαπολιτισμικής εκπαίδευσης
Θα προσπαθήσω με λίγα λόγια να ορίσω τι σημαίνει διαπολιτισμική εκπαίδευση και πώς έχει εξελιχθεί αυτός ο όρος στη διεθνή βιβλιογραφία, και κυρίως θα ήθελα να εστιάσω στις τεράστιες δυσκολίες που θέτει ένα τέτοιο ιδεολογικό πλαίσιο, που είναι η διαπολιτισμική εκπαίδευση, στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική όλων μας.
Περισσότερο θα μιλήσω, λοιπόν, για δυσκολίες και πολύ λιγότερο για ευκολίες και καθόλου για συνταγές.
Ξεκινώντας
λοιπόν από το τι είναι «διαπολιτισμική
εκπαίδευση», θα έλεγα ότι είναι ένας όρος
κατ’ αρχήν εξαιρετικά αμφισβητούμενος και
είναι επίσης ένας όρος στον οποίο ο καθένας
δίνει τη δική του ερμηνεία και το δικό του
περιεχόμενο.
Θα
ξεκινούσα λέγοντας ότι αυτός ο όρος μας
διευκολύνει κατά κάποιον τρόπο, για να
μιλήσουμε σήμερα για πράγματα που σε άλλες
εποχές τα ορίζαμε με διαφορετικούς όρους
που όμως αποδείχθηκε ότι στην εκπαίδευση
δεν μπορούσαν ούτε να εφαρμοσθούν ούτε να
μιληθούν επαρκώς. Μία ακόμη διάσταση που
στο παρελθόν δεν ήταν σαφώς διατυπωμένη
είναι η διάσταση των
πολιτισμικών καταβολών των παιδιών.
Ο
όρος ξεκίνησε, ιστορικά, από τις Η.Π.Α. τη
δεκαετία του ‘70 και ακολούθησε τον
προηγούμενο όρο που ήταν
πολυπολιτισμική
εκπαίδευση. Και οι δύο όροι άρχισαν να
συζητιούνται και να εφαρμόζονται πρακτικά,
όταν οι Η.Π.Α.
βρέθηκαν αντιμέτωπες με το μεγάλο ποσοστό
αλλόφωνων παιδιών στα
Αμερικάνικα σχολεία, κυρίως ισπανόφωνων,
καθώς και μια πολύ μεγάλη διαπιστωμένη
σχολική αποτυχία και διαρροή των παιδιών
αυτών.
Το
εκπαιδευτικό, λοιπόν, σύστημα άρχισε να μη
σηκώνει αυτή τη συστηματική αποτυχία και να
μην τη σηκώνει και για κοινωνικούς και για
οικονομικούς και για πολιτικούς λόγους, που
φαίνονται προφανείς. Γι’ αυτό το λόγο, μία
από τις πρώτες διαπιστώσεις των
εκπαιδευτικών αρχών ήταν ότι, ενδεχομένως
δεν μπορούμε να πλησιάσουμε αυτά τα παιδιά
και δεν μπορούν να πετύχουν στο Αμερικάνικο
σχολείο, γιατί το Αμερικάνικο σχολείο τους
προτείνει ένα πρότυπο πολιτισμικό, με το
οποίο δεν έχουν καμία σχέση.
Η
πρώτη λοιπόν διάσταση και η πρώτη
κατεύθυνση που δόθηκε ήταν ωραία. Να
μιλήσουμε στα σχολεία για τις διαφορετικές
πολιτισμικές ταυτότητες των παιδιών που
συγκροτούν αυτόν
τον πληθυσμό. Έγινε λοιπόν μία μεγάλη
προσπάθεια που ονομάστηκε «πολυπολιτισμική
εκπαίδευση» και που είχε στις ώρες
διδασκαλίας παρουσιάσεις πολιτισμών άλλων
εκτός του Αμερικάνικου, όπως του
Ισπανικού, της Ν.Αμερικής, της Κίνας κλπ.,
κλπ, κυρίως με έμφαση στα χαρακτηριστικά
που αφορούσαν π.χ. τις ενδυμασίες, τα
πολιτισμικά χαρακτηριστικά έτσι όπως τα
διατύπωναν και αφορούσε τις ενδυμασίες, τις
θρησκευτικές γιορτές, τα ήθη και τα έθιμα
των λαών αυτών κ.ο.κ.
Μετά
από 10 χρόνια περίπου τέτοιας πρακτικής τα
σχολικά αποτελέσματα παρέμεναν εξ ίσου
χαμηλά. Αυτό έβαλε σε σοβαρές σκέψεις και
τους ερευνητές και τους εκπαιδευτικούς της
πράξης και κατέληξαν σ’ ένα συμπέρασμα : ότι,
αυτή η απλή παράθεση διαφορετικών
πολιτισμικών στοιχείων δεν σημαίνει και
δεν συνάδει ούτε με την εξοικείωση με τον
άλλο, τον διαφορετικό, ούτε με την ανταλλαγή
που θα ήταν μια βασική προϋπόθεση για να
μπορούν τα παιδιά αυτά να ενταχθούν στο
εκπαιδευτικό σύστημα.
Αυτή η απλή παράθεση πολιτισμικών στοιχείων έδινε απλώς ένα χαρακτήρα εξωτισμού και φολκλόρ στα διαφορετικά παιδιά, τόνιζε δηλαδή τη διαφορετικότητα ενδεχομένως με θετικό τρόπο και όχι με αρνητικό, αλλά πάντως σαν κάτι εξωτικό, σαν κάτι που υπάρχει εκεί και δεν μοιάζει ακριβώς με μάς, είναι κάπως διαφορετικό. Δεν υπήρχε καμία ανταλλαγή δηλαδή ανάμεσα στα συστήματα τα πολιτισμικά, απλώς παρατίθενταν στην σειρά.
Κι
ένα δεύτερο σημείο πάρα πολύ σημαντικό,
που βγήκε πολύ συστηματικά μέσα από τις
έρευνες, είναι ότι τα παιδιά που
αντιστοιχούσαν σ’ αυτές τις πολιτισμικές
μειονότητες, κατά κάποιον τρόπο, δεν
αναγνώριζαν τον εαυτό τους στο πρότυπο που
το Αμερικάνικο σχολείο πρόβαλλε ως δικό
τους πολιτισμό. Δηλαδή, τα ισπανόφωνα
παιδιά ή παιδιά που μιλούσαν Κινέζικα π.χ.,
απ’ τα χαρακτηριστικά που διάλεγε η
εκπαιδευτικός, ο εκπαιδευτικός, το σχολείο,
η περιφέρεια η εκαπιδευτική να τους δείξει
σαν δικά τους χαρακτηριστικά, δεν τα
αναγνώριζε γιατί επρόκειτο για παιδιά πολύ
συχνά δεύτερης γενιάς μεταναστών, που το
πολιτισμικό τους πρότυπο δεν ήταν ακριβώς
αυτό το οποίο τους πρότεινε το σχολείο.
Άρα,
βλέπουμε μια προσπάθεια καλών προθέσεων
και με θετικό πρόσημο αντίληψης της
διαφοράς αλλά τίποτα παραπέρα. Η διαφορά ως
κάτι θετικό και τίποτε άλλο.
Το
τέλος της δεκαετίας του
‘70 βρήκε την Αμερική με ιδιαίτερα
προβλήματα και βρήκε αντίστοιχα προβλήματα
στην Ευρώπη, φυσικά. Η Ευρώπη, κυρίως στις
μεγάλες χώρες υποδοχής μεταναστών -τύπου
Γερμανίας, Σουηδίας, Γαλλίας, ακόμη και Β.Ιταλίας
σε μερικά βιομηχανικά κέντρα- βρέθηκε
αντιμέτωπη με παιδιά μεταναστών, με άλλες
γλώσσες, άλλες κουλτούρες, άλλες θρησκείες.
Συνέπεσε λοιπόν αυτή την ιστορική στιγμή, η
κατάσταση στην Αμερική με την Ευρώπη.
Η
λύση που ακολουθήθηκε πια, στη μεν Αμερική
ήταν να περάσουν σ΄αυτό
που ονόμασαν μια διαπολιτισμική προσέγγιση,
δηλαδή μία προσέγγιση στην οποία δε θα
είχαν μία εξωτική διάσταση κουλτούρας και
πολιτισμού, αλλά θα προσπαθούσαν να έχουν
μία συζήτηση και μία ανταλλαγή μέσα από τα
γνωστικά αντικείμενα, τα ίδια τα γνωστικά
αντικείμενα του σχολείου και μέσα από μία
ολιστική προσέγγιση των μαθημάτων και
διαθεματική προσέγγιση, δηλαδή μαζί και με
μία διαφορά στην παιδαγωγική προσέγγιση.
Οι
δε Ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετώπισαν με τρόμο
αυτό το καινούριο δεδομένο και το
αντιμετώπισαν κατ’ αρχήν παραπέμποντας
στις εθνικές ομάδες τη λύση, δηλαδή
λέγοντας στις εθνικές ομάδες : φτιάξτε π.χ.
σχολεία το απόγευμα για τα παιδιά σας, δώστε
μαθήματα στη μητρική γλώσσα το απόγευμα,
έξω από το δικό μας σχολικό θεσμό (το
γερμανικό, το γαλλικό, τον αγγλικό κ.ο.κ.)
Βεβαίως,
αυτό στηρίχθηκε στην λανθασμένη εκτίμηση
των χωρών υποδοχής, ότι αυτοί οι άνθρωποι θα
συνέβαλαν για ένα διάστημα στο Ευρωπαϊκό
βιομηχανικό θαύμα και κάποια στιγμή θα τα
μάζευαν και θα γύριζαν στο σπίτι τους.
Αυτό
αποδείχθηκε απολύτως λανθασμένο. Οι
περισσότεροι άνθρωποι έκαναν την επιλογή
να παραμείνουν, για διάφορους λόγους, στη
χώρα υποδοχής, άρα
δεν έκαναν καθόλου την επιλογή να στέλνουν
τα παιδιά τους σε ξεχωριστά εθνικά σχολεία
ή τα στέλνανε παράλληλα σε εθνικά σχολεία αλλά
θέλανε τα παιδιά τους να πετύχουν κατ’
αρχήν στο κεντρικό εθνικό σύστημα
εκπαίδευσης της εκάστοτε χώρας.
Άρα,
οι χώρες αυτές βρέθηκαν αντιμέτωπες πάλι με
μεγάλη σχολική αποτυχία, πάλι με πάρα πολλά
προβλήματα. Αντιμετωπίστηκε λοιπόν κατ’
αρχήν αυτό με μία γλωσσική πολιτική, δηλαδή
με τάξεις ενισχυτικής διδασκαλίας στη
γλώσσα της χώρας υποδοχής, προσπάθεια
διδασκαλίας εναλλακτικά και της μητρικής, (όπου
η μητρική γλώσσα δεν έθιγε συμφέροντα ή
προβλήματα ) και στη συνέχεια, με δεδομένη
πάλι την αποτυχία, πέρασε και η Ευρώπη από
αυτή τη φάση της Αμερικής. Μιας
πολυπολιτισμικής προσέγγισης, δηλαδή μιας
προσπάθειας εισαγωγής του πολιτισμού του
άλλου, του διαφορετικού μέσα από
χαρακτηριστικά που του αποδίδει παρ’ όλα
αυτά η ομάδα της πλειονότητας, με τα γνωστά
αποτελέσματα τα σχετικά απογοητευτικά που
ήδη αναφέραμε.
Από
τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και εντεύθεν,
περάσαμε σε μια συζήτηση στους
εκπαιδευτικούς χώρους και στους
πανεπιστημιακούς κύκλους για μια διάσταση
που ονομάστηκε διαπολιτισμική
διάσταση και που
είχε σαν στόχο (με διαφορετικό τρόπο
υλοποίησης κάθε φορά και θ’ αναφερθώ σ’
αυτό) τη διαπραγμάτευση των πολιτισμών
μεταξύ τους, την ανταλλαγή, τον διάλογο και
της δημιουργίας ενός κοινού πλαισίου
συζήτησης.
Να
ειδωθεί δηλαδή η διαφορά μέσα στην
εκπαιδευτική πρακτική όχι μόνον σαν θετικό
ή- ακόμη πολύ χειρότερα- αρνητικό πρόσημο,
αλλά σαν ένα έναυσμα για διάλογο, συζήτηση
και ανταλλαγή και κυρίως μέσα από μία
προσπάθεια η διαφορετικότητα του καθένα να
βρεθεί σε μια ισότιμη
μεταχείριση μέσα σ’ ένα ενιαίο
εκπαιδευτικό σύστημα.
Θα
προτιμούσα να λέω προσωπικά η
διαπολιτισμική διάσταση στην εκπαιδευτική
πρακτική και όχι διαπολιτισμική εκπαίδευση,
γιατί μοιάζει σαν να είναι μια ξεχωριστή
εκπαίδευση (και κατά την γνώμη μου δεν είναι
καθόλου), είναι μια αντίληψη και τίποτα
παραπάνω που πρέπει να διέπει την
καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική. Είναι
μια αντίληψη που δοκιμάζεται, που δεν έχει
απαντήσεις, γιατί η σχέση εαυτού
και άλλου περνάει και δοκιμάζεται κάθε
μέρα για τον καθένα μας. Τα όρια του τι
αντέχουμε και τι δεν αντέχουμε με τον
απέναντί μας είναι πάρα πολύ σχετικά,
δοκιμάζονται και επαναλαμβάνω κρίνονται
κάθε μέρα στην εκπαιδευτική μας πρακτική
και νομίζω κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί
ότι έχει λυμένα απολύτως τα προβλήματα.
Θα
προτιμούσα λοιπόν να μιλάμε για ένα πλαίσιο
γύρω από το οποίο προσπαθούμε να εντάξουμε
τέτοιες εκπαιδευτικές πρακτικές που να
έχουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική
προσέγγιση που εναντιώνεται
σε κάθε τύπου διάκριση μέσα στην ίδια την
εκπαιδευτική διαδικασία είτε αυτή αφορά
τις διακρίσεις φύλου, είτε αυτή αφορά τις
διακρίσεις φυλής, είτε αυτή αφορά τις
διακρίσεις θρησκείας, καλού και κακού
μαθητού, χοντρού και αδύνατου, οποιαδήποτε
διάκριση η οποία φτιάχνει στεγανά μέσα στην
εκπαιδευτική πρακτική και φτιάχνει συνεχώς
σε αντιπαράθεση το εμείς και οι άλλοι.
Μια
τέτοια προσέγγιση απαιτεί, κατά τη γνώμη
μου, εκπαιδευτικούς σε εγρήγορση. Και
απαιτεί κυρίως εναλλακτικές παιδαγωγικές
πρακτικές. Και επειδή το «εναλλακτικές παιδαγωγικές
πρακτικές» είναι μια άλλη καραμέλα που
πιπιλάμε όλοι, εννοώ και τοποθετούμαι σε
σχέση με τις εναλλακτικές, ότι εννοώ
πρακτικές που διαφοροποιούν και σπάνε
αυτήν την αντίληψη της ομοιογένειας της
φαντασιακής που έχουμε για τη σχολική τάξη.
Κανένα σύνολο σε καμία σχολική τάξη δεν
είναι ομοιογενές ακόμη κι αν αποτελείται
από 100% παιδιά, για να μιλάω για το δικό μας
χώρο, ελληνικής καταγωγής και ιθαγένειας,
χριστιανών ορθοδόξων, με δύο γονείς κλπ.,
κλπ. Αυτή η ομοιογένεια είναι φανταστική,
δεν υπάρχει. Η διαφορά είναι εκεί, απλώς
πριν κατακλύσουν τα σχολεία μας οι
μετανάστες, οι τσιγγάνοι, οι διαφορετικού
χρώματος, οι διαφορετικού θρησκεύματος, δεν
την κατονομάζαμε,
δεν την βλέπαμε.
Εναλλακτική
λοιπόν παιδαγωγική πρακτική, για μένα είναι
οποιαδήποτε πρακτική σπάει αυτό το
στερεότυπο. Για να σπάσει όμως μια
πρακτική αυτό το στερεότυπο, δεν μπορεί
να το σπάσει αποκλειστικά και μόνον γιατί
θα δώσουμε ένα καινούριο εκπαιδευτικό
υλικό ή θα δώσουμε καινούρια βιβλία, θα
σπάσει μόνον αν εμείς που είμαστε οι
δρώντες, αυτοί που πράττουμε στην
εκπαίδευση, αυτοί που είμαστε εκεί και
κινούμε τα νήματα της εκπαιδευτικής
διαδικασίας, αν εμείς οι ίδιοι σπάσουμε
ενσυνειδήτως αυτά τα φράγματα και
αναρωτιόμαστε κάθε φορά αν αυτό που κάνουμε
φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Δηλαδή,
μπορεί κανείς να κάνει μια εναλλακτική, για
να ‘ρθω στα πρακτικά πράγματα, παιδαγωγική
πρακτική με το τίποτα, δηλαδή φτιάχνοντας
με τα παιδιά μία κατασκευή με χαρτόκουτες,
αρκεί αυτό που φτιάχνει να έχει στόχο, να
έχει σχεδιαστεί, να εμφορείται
μια τέτοια αντίληψη και να μπορεί ο
εκπαιδευτικός να σκέφτεται και να ελέγχει
το αποτέλεσμα σε σχέση με το στόχο του.
Δηλαδή,
να μην επαναλαμβάνουμε, να μην εμπλακούμε
σε μια διαδικασία που η διαπολιτισμική
εκπαίδευση, έτσι όπως ορίζεται πολύ συχνά
σήμερα, θα αποτελεί ένα άλλο παραμύθι, ένα
άλλο άλλοθι για να συνεχίζουμε να φερόμαστε
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο λέγοντας: «εγώ
κάνω πολλά διαπολιτισμικά πράγματα, γιατί π.χ.
γιορτάζουμε κάθε μέρα μία γιορτή μιας άλλης
θρησκείας». Δεν είναι αυτό η διαπολιτισμική
διάσταση. Βάζω τη
διαπολιτισμική διάσταση αν κάθε μέρα σε
κάθε τι που κάνω έχω στο μυαλό μου το
διαφορετικό, απ’ όπου κι αν αυτό προέρχεται
και αν βάζω στο μυαλό μου
με ποιόν τρόπο θα φτιάξω έναν
επικοινωνιακό πλαίσιο μέσα στην ίδια μου
την τάξη, με οποιαδήποτε πρακτική εγώ
επιλέγω αλλά κάθε φορά διαφορετική, γιατί
αν επιλέγω μονίμως μία, έναν τρόπο δουλειάς,
ξαναπέφτουμε στο ίδιο, δεν αλλάζουμε.
Δηλαδή, αν προσπαθούμε να διαχειριστούμε
την διαφορά με έναν τρόπο παιδαγωγικό, δεν
μπορούμε να την διαχειριστούμε, γιατί εκ
προοιμίου δεν γίνεται κάτι τέτοιο.
Ένα
σημείο, κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικό,
είναι αυτό, και ένα δεύτερο σημείο είναι η
δική μας εγρήγορση, η δική μας προσωπική, το
κοίταγμα στον εαυτό μας, δηλαδή που είναι τα
δικά μας όρια. Πρέπει να πω ότι έχω πιάσει
πάρα πολλές φορές τον εαυτό μου να μην
αντέχει τον απέναντί του, έχω πιάσει πάρα
πολλές φορές τον εαυτό μου να έχει αυτό που
άλλοτε κατακρίνω και με πάρα πολύ μεγάλη
ευκολία. Κι έχω πιάσει πάρα πολλές φορές τον
εαυτό μου να πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω
και να αναλύσει αυτό που συμβαίνει,
να αναγνώσει και τα δικά του όρια και να
προσπαθήσει να τα δεχθεί.
Κλείνοντας
θα ήθελα να πω, αναφερόμενη στον ελληνικό
χώρο, ότι ο όρος «διαπολιτισμική
εκπαίδευση» είναι ένας όρος καινούριος, θα
έλεγα είναι της
τελευταίας πενταετίας για
την Ελλάδα. Ακούγεται πάρα πολύ,
χρησιμοποιείται πάρα πολύ και
χρησιμοποιείται με πολλούς τρόπους από τον
καθένα. Είναι πάρα πολύ της μόδας κι αυτό
είναι πάρα πολύ επικίνδυνο, γιατί ό,τι είναι
της μόδας μπορεί να γίνει και απολύτως
τεχνητά καλό, θέλει μια πάρα πολύ μεγάλη
εγρήγορση και θέλει και μια πολιτική
εγρήγορση εκ μέρους μας.
Δηλαδή,
αλίμονο αν η διαπολιτισμική εκπαίδευση
καλύπτει τις κοινωνικές διαφορές και δεν
μιλάμε για τις κοινωνικοοικονομικές
διαφορές. Αλίμονο αν η διαπολιτισμική
εκπαίδευση μας κάνει να καθησυχάσουμε για
την κοινωνική ανισότητα και την σχολική
αποτυχία που συναντάμε στο εκπαιδευτικό
σύστημα.
Παρ’ όλα αυτά, κι ίσως μοιάζει μικρή αντίφαση αυτό που λέω, θα ήθελα να πω ότι είναι χρήσιμος αυτός ο όρος, γιατί είναι ένας όρος που κατ’ αρχήν μας επιτρέπει να συζητήσουμε για τέτοια θέματα με ανθρώπους, συνθήκες και θεσμούς που κάποτε δε θα μπορούσαμε με κανέναν άλλο τρόπο να το πλησιάσουμε. Αυτό βρίσκω ότι εκπαιδευτικά και πάλι κοινωνικά είναι πάρα πολύ σημαντικό γι’ αυτόν τον τόπο, είναι ένας τόπος που ήταν επί χρόνια ένας τόπος αποστολής μεταναστών, ήταν ένας τόπος που έχει ζήσει την προσφυγιά, που έχει ζήσει το πόλεμο, έχει ζήσει την μετανάστευση, έχει ζήσει το ρατσισμό με διαφορετικό τρόπο και βρίσκεται αυτή την στιγμή αντιμέτωπος με τη μετανάστευση στα πόδια του, στο σπίτι του και δεν ξέρει νομίζω η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή κι ο καθένας από μας πως να το αντιμετωπίσει και πολύ περισσότερο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Άρα,
νομίζω ότι, (παρ’ όλο που επαναλαμβάνω
εμένα προσωπικά με βρίσκει αντίθετη ο όρος
«διαπολιτισμική εκπαίδευση», θα προτιμούσα
«διαπολιτισμική διάσταση»), είναι ένας όρος
χρήσιμος για να μπορούμε να ανοίξουμε τη
συζήτηση για την καθημερινή εκπαιδευτική
πρακτική σήμερα, στο ελληνικό σχολείο.