ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Του Γιώργου Λιάμπα
"Στη συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να συνομολογείται ρήτρα ειρήνης για συγκεκριμένα ζητήματα που αφορά"
Ν.2738/99, άρθρο 3, π.3
Η ψήφιση του ν.2738/99 (Συλλογικές διαπραγματεύσεις στη Δημόσια Διοίκηση) έγινε δεκτή από τις κυρίαρχες και καθεστωτικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος με τυμπανοκρουσίες και πανηγυρισμούς. Οι διθυραμβικοί τόνοι των εκπροσώπων του συναινετικού συνδικαλισμού, υπογραμμίζουν και αναδεικνύουν την "υλοποίηση" ενός χρόνιου συνδικαλιστικού αιτήματος, τη θέσπιση δηλαδή, διαδικασίας Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και Συμβάσεων.
Οι αμφίπλευρες (κυβέρνησης και "σ.κ.") όμως προπαγανδιστικές τυμπανοκρουσίες δεν μπορούν να συγκαλύψουν τις ευθύνες για την πολιτική που ασκήθηκε και ασκείται στις Δημόσιες Υπηρεσίες - πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και περικοπών, αναίρεσης εργασιακών, οικονομικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων - αλλά και για το περιεχόμενο του νέου θεσμού των Διαπραγματεύσεων.
Χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες για το περιεχόμενο του νέου θεσμού, εκτιμούμε πως στην ουσία δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια θεσμοθετημένη διαδικασία διαλόγου που θα κλειδώνει - τώρα και μελλοντικά - το ζήτημα της κοινωνικής ειρήνης, όρου απαραίτητου για τη νέα φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, για τη νέα φάση ανάπτυξης της ΟΝΕ όπως αποτυπώθηκε στη σύνοδο της Λισσαβόνας.
Ο συγκεκριμένος νόμος αποτελεί ψευδεπίγραφο Συλλογικής Διαπραγμάτευσης και Σύμβασης αφού με βάση το περιεχόμενό του εξαιρούνται από τη διαπραγμάτευση οι οικονομικές διεκδικήσεις, τα συνταξιοδοτικά αιτήματα κλπ.(Ν. 2738, άρθρ. 3) Ταυτόχρονα το πεδίο διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης των επιμέρους Ομοσπονδιών, περιορίζεται ή και αναιρείται αφού στις κλαδικές συμβάσεις υπογράφονται επιμέρους θέματα κι αυτά εφόσον δεν συζητήθηκαν στην Ε.Σ.Σ. της ΑΔΕΔΥ (άρθρο 4).
"Είναι πράγματι πέρα από κάθε πρόβλεψη και δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ ξεκινά τη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την εξής δήλωση - διευκρίνιση στη συνέντευξη τύπου της 14.6.2000 :" οι αυξήσεις που θα συμφωνήσουμε σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερες από αυτή του 3.3 % που συνομολόγησαν η ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικοί φορείς…Τι νόημα έχει άραγε η διαδικασία της διαπραγμάτευσης όταν δηλώνεις εκ των προτέρων τι θα αποδεχτείς στο τέλος ;"
Δήλωση των αντιπροέδρων της ΕΕ της ΑΔΕΔΥ Παπαντωνίου και Σουλελέ, 15-6-2000
Οι προτάσεις της ΑΔΕΔΥ και της ΔΟΕ για την επικείμενη ΣΣΕ αφ' ενός υποστηρίζουν και προωθούν πολιτικά τις κυρίαρχες επιλογές της κυβέρνησης και στον ευρύτερο χώρο του Δημοσίου και στην εκπαίδευση, αφ ετέρου συμβάλλουν στην εμπέδωση κλίματος εργασιακής ειρήνης για την επόμενη διετία.
Γνωρίζουμε ότι το αποτέλεσμα κάθε είδους διαπραγμάτευσης καθορίζεται από δύο παράγοντες :
Από το πολιτικό περιεχόμενο των στόχων της διαπραγμάτευσης
Από το συσχετισμό δυνάμεων των διαπραγματευόμενων πλευρών
Γνωρίζουμε επίσης, ότι το πολιτικό περιεχόμενο των στόχων και η διάθεση υλοποίησής του είναι που συσπειρώνουν ή απομαζικοποιούν και αντίστοιχα ενδυναμώνουν ή αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική ισχύ του κοινωνικού φορέα. Γι' αυτό θεωρούμε ότι το πολιτικό περιεχόμενο και οι στόχοι διαπραγμάτευσης πρέπει να διαμορφώνονται με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις των εργαζομένων και όχι με γνώμονα τις επιταγές της ΟΝΕ - ΕΕ και των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Πολύ περισσότερο έχοντας την εκτίμηση ότι η ΑΔΕΔΥ είναι ψυχή και σώματι ενσωματωμένη στο κυρίαρχο μπλοκ δυνάμεων, έχει αφήσει χωρίς στήριξη και ουσιαστική αλληλεγγύη όλους τους μεγάλους κλαδικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων (εκπαιδευτικοί - νοσοκομειακοί γιατροί - ΟΤΑ) δεν είμαστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψουμε τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών στα χέρια του κυβερνητικού συνδικαλισμού.
|