ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ
ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ |
Επικοινωνία:
|
Εισήγηση του Θανάση Αγαπητού, ως εκπροσώπου των Παρεμβάσεων Κινήσεων Συσπειρώσεων Π.Ε., στην ημερίδα της ΔΟΕ για το ασφαλιστικό σύστημα, που πραγματοποιήθηκε στο Ναύπλιο την 27/02/06
Σκόνη και θρύψαλα επιχειρούν να κάνουν ακόμα και τα θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα, το σύνολο των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων του κεφαλαίου, εξαπολύοντας το τελευταίο διάστημα μια καθολική αντεργατική επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Αμφισβητούν τις συλλογικές συμβάσεις, επεκτείνουν το χρόνο εργασίας, απελευθερώνουν τις απολύσεις, γενικεύουν τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, συνεχίζουν τη σκληρή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, διαμορφώνουν δηλαδή τον αντεργατικό χάρτη της νέας εποχής. Στην ατζέντα των θεμάτων προστέθηκε το τελευταίο διάστημα και το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Το θέμα άνοιξε με την πρωτοβουλία για τον «κοινωνικό διάλογο», συνεχίστηκε με την «Εθνική Έκθεση Στρατηγικής για τις συντάξεις» του υπουργείου Απασχόλησης, τις εκθέσεις του ΕΚΟΦΙΝ και τις ανακοινώσεις του συμβουλίου υπουργών Οικονομίας της Ε.Ε. Το τελευταίο ειδικά διάστημα, ο υπουργός Οικονομίας μιλώντας σε ημερίδες και όπου αλλού βρεθεί, αποκαλεί το ασφαλιστικό σύστημα «βόμβα» στα θεμέλια της οικονομίας, η οποία αν δεν απενεργοποιηθεί, κάποια στιγμή θα εκραγεί... Όλα αυτά χρησιμοποιούνται σαν πολιορκητικός κριός για την προετοιμασία του εδάφους, στην κατεύθυνση της ανατροπής του ασφαλιστικού συστήματος. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ» ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ Οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων στα συστήματα περίθαλψης και ασφάλισης μοιάζουν με «κοινωνική κοσμογονία». Βεβαίως αυτές οι αλλαγές δε θεσμοθετούνται με ένα και μόνο νόμο, αλλά με ένα σύνολο ρυθμίσεων, τμηματικά, και με τα τετελεσμένα που δημιουργεί η εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα της νέας εποχής. Η αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος την προηγούμενη περίοδο της μαζικής φορντικής παραγωγής στηρίχθηκε στην κεϋνσιανή λογική της «ενεργούς ζήτησης»: στην άμεση στήριξη δηλαδή, του εργατικού εισοδήματος, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μαζικής κατανάλωσης των παραγόμενων προϊόντων, και στην έμμεση στήριξη, που αφορούσε κυρίως τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, την παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση κ.λ.π. δηλαδή το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Αυτό το μοντέλο αναπαραγωγής στηρίχθηκε στη δυνατότητα παραχωρήσεων που έδινε η τρομακτική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του βαθμού εκμετάλλευσης, αλλά και στην ανάγκη του κεφαλαίου για τέτοιες παραχωρήσεις, λόγω των ριζοσπαστικών εργατικών σκιρτημάτων της περιόδου και του «αντίπαλου δέους της ΕΣΣΔ». Ήταν ένα σημείο ισορροπίας που είχε ως βάση τη δύναμη και μαζί την αδυναμία τόσο των «πάνω» όσο και των «κάτω». Ταυτόχρονα ήταν ένα μοντέλο αποδοτικό, τόσο οικονομικά (εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κερδοφορίας και απόσπασης υπεραξίας) όσο και κοινωνικά ( εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κοινωνικής συναίνεσης και ενσωμάτωσης των εργαζομένων ). Αυτό λοιπόν το μοντέλο ανατρέπεται την τελευταία δεκαπενταετία. Ο σκληρός νεοφιλελευθερισμός δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για πολιτική «ενεργούς ζήτησης». Αντίθετα κινείται και αναπνέει με βηματοδότη τη μείωση του εργατικού κόστους, άμεσου και έμμεσου, με κάθε θυσία, την ανταγωνιστικότητα, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και περιθωριοποίησης. Ένα βηματοδότη που κάνει αδύνατη την υπογραφή νέων μαζικού τύπου «κοινωνικών συμβολαίων» σαν εκείνα του κράτους πρόνοιας. Σ’ αυτά τα πλαίσια, οι λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες (μ’ άλλα λόγια οι επιστροφές-παροχές του κράτους προς τους εργαζόμενους), πρέπει να περισταλούν δραστικά, στο όνομα της μείωσης των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού. Η υγεία -παιδεία-κοινωνική ασφάλιση από υποχρέωση του κράτους και της κοινωνίας προς τον εργαζόμενο πολίτη πρέπει να γίνουν υποχρέωση του ίδιου προς τον εαυτό του, με τη συμμετοχή του κράτους ελαχιστοποιημένη και στην ουσία συμβολική και συνεπώς το οικονομικό βάρος γι’ αυτές τις υπηρεσίες να περάσει στους ίδιους τους εργαζόμενους που τις έχουν ανάγκη. Η ασφάλιση λοιπόν από δικαίωμα σχετικά αυτοτελή και ανεξάρτητο γένεται τώρα «δικαίωμα» που θα πρέπει να συμβάλλει κι αυτό στους μεγάλους στόχους της ανταγωνιστικότητας, της Ε.Ε., της ανάπτυξης. Να παρέχει δηλαδή συνδρομητική στήριξη στην κεφαλαιαγορά (με τη χρησιμοποίηση των αποθεματικών), στην ΟΝΕ (με τη μείωση του ελλείμματος), στην ανταγωνιστικότητα (με τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών) κ.λ.π.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ …… ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Η προσπάθεια ριζικής και αντεργατικής αναμόρφωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης λοιπόν δεν αποτελεί ιδιομορφία του ελληνικού κεφαλαίου. Σ’ όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις χώρες της Ε.Ε. επιχειρούν μια ποιοτική χειρουργική «τομή» στις εργατικές κατακτήσεις, με την εισαγωγή ενός «ευέλικτου», «ανταποδοτικού» και εν τέλει αντιδραστικού συστήματος κοινωνικής ασφάλειας. Το μοντέλο αυτό κινείται στην κατεύθυνση των αποφάσεων των ευρωπαϊκών συμβουλίων κορυφής, όπου ρητά αναφέρουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει «η αναθεώρηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης». Από τα κείμενα της Ε.Ε. επιβεβαιώνεται η διαπίστωση πως, οι προωθούμενες αλλαγές στα ασφαλιστικά συστήματα πρέπει να ειδωθούν κάτω από το πρίσμα του 10ετούς στρατηγικού στόχου που τέθηκε στη σύνοδο της Λισαβόνας: «να γίνει η Ε.Ε. η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη… και η επίτευξη του στόχου αυτού απαιτεί μια συνολική στρατηγική που μεταξύ των άλλων επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου». Στο όνομα του ανταγωνισμού λοιπόν, το κεφάλαιο πανευρωπαϊκά, ζητά κι άλλες θυσίες από τους εργαζόμενους γι΄ αυτό και εμφανίζουν ως μονόδρομο την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης των κοινωνικο-ασφαλιστικών συστημάτων. Ιδιαίτερα σημειώνουν πως: Τα αναδιανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, θεωρούνται ακριβά άρα μη ανταγωνιστικά, γι΄ αυτό για να μπορέσει η Ε.Ε. να ανταγωνιστεί με επιτυχία τις Η.Π.Α., πρέπει να αλλάξει το «ακριβό» ασφαλιστικό καθεστώς, ώστε να μη βρίσκεται σε μειονεκτική θέση απέναντι στον μεγάλο ανταγωνιστή της, όπου κυριαρχεί το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και η ιδιωτική ασφάλιση. Αυτό το μοντέλο θέλουν να επιβάλλουν κυβερνήσεις και κεφάλαιο σ΄ όλη την Ε.Ε. Στην προμετωπίδα αυτής της φιλοσοφίας και πολιτικής βρίσκεται η μετάβαση από το "κράτος πρόνοιας", στην "αγορά πρόνοιας". Επιχειρείται δηλαδή να οικοδομηθεί ένα ποιοτικά νέο μοντέλο κοινωνικής ασφάλισης - "ανταποδοτικό" το ονομάζουν - που θα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις επιδιώξεις του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια το "ανταποδοτικό μοντέλο" όπως άλλωστε και το "κράτος πρόνοιας" δεν αποτελεί μια αυθαίρετη επιλογή αλλά μια γραμμή που υπαγορεύεται από τις σημερινές ανάγκες, οικονομικές και πολιτικές. Το μεγάλο βήμα στην προσαρμογή της κοινωνικής ασφάλισης στις νέες δομές της οικονομίας και της καπιταλιστικής παραγωγής, επιχειρούν να το κάνουν τώρα, γι΄ αυτό όλο και πιο συχνά, όλο και πιο επίμονα, η πλευρά του κεφαλαίου επιμένει στην ανάγκη ριζικής τομής, έτσι ώστε το νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, να ανταποκρίνεται στις σημερινές μορφές που παίρνει η σχέση της μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει τις οικονομικές-κοινωνικές και ιδεολογικο-πολιτικές επιλογές τους. Αυτός είναι ο λόγος που αποτιμούν ως "φιλότιμες προσπάθειες" τις αλλαγές που επέβαλαν με τους νόμους η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο ανολοκλήρωτες και όχι δομικές αφού κινήθηκαν στις «περιφερειακές πλευρές του ασφαλιστικού συστήματος (ύψος εισφορών και παροχών, όρια συνταξιοδότησης κλπ) και δεν άγγιξαν τη δομή και τη φιλοσοφία του». Η αποφασιστική τομή λοιπόν που προτείνουν κεφάλαιο, Ε.Ε. και κυβέρνηση είναι «η αλλαγή φιλοσοφίας του συστήματος» και γι’ αυτό υιοθετούν το λεγόμενο "τριφασικό" σύστημα. Το μοντέλο αυτό προβλέπει τη διάσπαση της ασφαλιστικής κάλυψης σε 3 βασικούς πυλώνες. Πρώτος πυλώνας , εξασφάλιση κατώτερης "εθνικής σύνταξης" για όλους τους εργαζόμενους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα βοήθημα κοινωνικής πρόνοιας, κατά το πρότυπο του ΕΚΑΣ , με στόχο τη συγκράτηση της απόλυτης εξαθλίωσης στο τμήμα των εργαζομένων που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Την "εθνική" αυτή σύνταξη θα πληρώνει το ίδιο το κράτος. Δεύτερος πυλώνας, χορήγηση επικουρικής σύνταξης, όπου εγκαταλείπεται το σημερινό σύστημα χρηματοδότησης (σταθερής διανομής εφ΄ όρου ζωής) και εισάγεται "το σύστημα της πλήρους κεφαλαιοποίησης", κατά το οποίο από κοινού εργοδότες και εργαζόμενοι θα διαχειρίζονται την απόδοση ενός μέρους της σύνταξης με βάση τις μακροχρόνιες αποδόσεις της κεφαλαιοαγοράς. Πρόκειται για μια εξέλιξη που οδηγεί στη σύνδεση της τύχης των ταμείων με την πορεία της αγοράς τους χρήματος (χρηματιστήριο, αγορές ομολόγων ,παράγωγα, κλπ). Έτσι ο συντάξιμος μισθός θα μειωθεί δραματικά και θα καλύπτει μόνο ένα τμήμα του συνολικού ποσού της σημερινής σύνταξης. Τρίτος πυλώνας, συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση, όπου ο εργαζόμενος θα διασφαλίζει επιτέλους μια αξιοπρεπή σύνταξη με όρους ανταποδοτικότητας.Δηλαδή καταβάλλοντας για πολλά χρόνια μια χρηματική εισφορά στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, θα παίρνει σύνταξη μεγαλύτερη των 300-400 ευρώ που "πλουσιοπάροχα" θα του παρέχουν οι δυο προηγούμενοι πυλώνες. Ταυτόχρονα το νέο μοντέλο προβλέπει παραπέρα αύξηση των χρονικών ορίων συνταξιοδότησης και δραστική μείωση των εργοδοτικών εισφορών. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ Οι κοινωνικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού αποτελούν ένα σημαντικό κρίκο στο σύστημα της ασφαλιστικής προστασίας και αποτελούν στην ουσία ένα τμήμα του κεφαλαίου που ξοδεύεται για την αγοροπωλησία και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτό το τμήμα έχει ορισμένες σημαντικές ιδιομορφίες. Αφορά όχι τόσο τη δυνατότητα του μισθωτού να αγοράζει καταναλωτικά αγαθά, όσο τη δυνατότητά του να εξασφαλίζει υπηρεσίες και δραστηριότητες κρίσιμες και χρήσιμες για την αναπαραγωγή και συντήρηση της εργατικής δύναμης. Απευθύνεται όχι τόσο στο μεμονωμένο άτομο αλλά σε ευρύτερους πληθυσμούς και κοινότητες. Το ύψος των κοινωνικών δαπανών δεν είναι σταθερό. Επηρεάζεται από την εξέλιξη της ταξικής πάλης, από τις συλλογικές ανάγκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, από τις ευρύτερες ιδεολογικο-πολιτικές και οικονομικο-κοινωνικές ανάγκες αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων σήμερα πιέζει υπέρ μιας δραματικής συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών. Η μείωση αυτή θα έχει διπλή επίδραση. Πρώτον, θα επιδεινώσει δραματικά το επίπεδο της παρεχόμενης ασφαλιστικής προστασίας. Δεύτερον, θα μεταφέρει έμμεσα ένα τμήμα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στις πλάτες των ίδιων των εργαζομένων απαλλάσσοντας έτσι το κεφάλαιο από ένα τμήμα του μεταβλητού κεφαλαίου. Βεβαίως, το πρόβλημα γίνεται πιο βαθύ αν αναρωτηθούμε από που προέρχονται τα κονδύλια γι΄ αυτές τις κοινωνικές δαπάνες. Προέρχονται από τους ίδιους τους μισθωτούς κι όχι από την κοινωνία γενικά. Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Κυβερνώντες και συνδικαλιστική ηγεσία προσπαθούν να εστιάσουν τη συζήτηση στο-υπαρκτό και πολύ σοβαρό- θέμα της χρηματοδότησης του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης . Η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει προσανατολισμό στην εξεύρεση πόρων για την χρηματοδότηση του ασφαλιστικού προβλήματος κι αυτό όχι μόνο γιατί διαπνέεται από μια άκρατη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά και γιατί οι χρηματοδοτικές προτεραιότητες της είναι, η εξυπηρέτηση του κεφαλαίου, η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας και οι δεσμεύσεις της στην Ε.Ε. Κι αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά , αφού με «δέσμη μέτρων» που έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια ενισχύουν ακόμα περισσότερο τον κρατικό προϋπολογισμό εις βάρος της κοινωνικής ασφάλισης. Αν και η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος ουσιαστικά ποτέ δε χρηματοδότησε το σύστημα. Μόνο κατά 2% συμμετέχει το κράτος, το χαμηλότερο ποσοστό απ΄ όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία 24%, Φιλανδία 45%, Δανία 100%). Αυτό δείχνει αποκαλυπτικά πως το κράτος έχει μεταθέσει στους εργαζόμενους τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος. Είναι μύθος λοιπόν η δήθεν επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών από τις συντάξεις. Κι αυτό αποκαλύπτεται εύκολα ρίχνοντας μια ματιά στα επίσημα στοιχεία του ΙΚΑ. Συγκεκριμένα: Το 1990 η κρατική χρηματοδότηση αντιστοιχούσε στο 28% στο σύνολο των εσόδων και σε σχέση με το ΑΕΠ αυτό το ποσό αναλογούσε στο 1,47% . Δεκαπέντε χρόνια μετά το 2005 η κρατική χρηματοδότηση, ελέω και του νόμου του ΠΑΣΟΚ (3029/2002) αντιστοιχούσε στο 16% που αναλογούσε μόλις στο 0,9% του ΑΕΠ. Το ίδιο έχει αποφασιστεί και για το 2006, δηλαδή 15,8% των συνολικών εσόδων και κάτω από 0,9%. Για ποια κρατική χρηματοδότηση μπορεί να γίνεται λόγος, όταν αυτή κινείται σ’ αυτά τα εξευτελιστικά επίπεδα; Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η συνεισφορά του κράτους είναι μια απάτη. Η συνδικαλιστική ηγεσία ταυτιζόμενη με την αγωνία των κυβερνήσεων-προηγούμενων και σημερινής- για την προστασία της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, δεν τολμά ευθέως να διεκδικήσει να πληρώσει το κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο, γι΄ αυτό και έχει κάνει σημαία την τριμερή χρηματοδότηση, ενώ γνωρίζει πολύ καλά πως είναι πλήρως μονομερής και στην ουσία πληρώνουν μόνο οι εργ/νοι, άμεσα ή έμμεσα, για την κοινωνική ασφάλιση. Ο προσανατολισμός του σ.κ. πρέπει να είναι διαφορετικός διεκδικώντας: Να πληρώσουν μόνον οι υπεύθυνοι των ελλειμμάτων, το κράτος και οι εργοδότες. Να φορολογηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου και να καταργηθούν όλες οι ασφαλιστικές απαλλαγές του. Επιτέλους μπορεί και πρέπει να αποκαλυφθούν και να πληρώσουν αυτοί που καθημερινά θησαυρίζουν από τον ιδρώτα των εργ/νων. Γιατί είναι αλήθεια, πως στην Ελλάδα των δυο ταχυτήτων υπάρχουν άνθρωποι που ζουν με 300ευρώ το μήνα, την ίδια στιγμή που έξι μόνο Τράπεζες το πρώτο 9μηνο του 2006 απέσπασαν κέρδη πάνω από 2 δις ευρώ και τα καθαρά κέρδη των Ανωνύμων Εταιριών εμφανίζουν αύξηση 42%, δηλαδή δεκαπενταπλάσια από την ονομαστική αύξηση των μισθών. Αυτούς να φορολογήσει η κυβέρνηση γιατί εκεί υπάρχουν πόροι για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Όσο αφορά το ζήτημα των εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση, οι εισφορές των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με μεγαλύτερους ρυθμούς από τις εργοδοτικές. Όπως αναφέρεται στην «Αναλογιστική Επισκόπηση του Ελληνικού Ασφαλιστικού Συστήματος», οι συνολικές εισφορές των εργ/νων στα ταμεία κύριας ασφάλισης το διάστημα 1994 –2000 αυξήθηκαν σε ποσοστό 100,3% , ενώ οι εργοδοτικές αυξήθηκαν μόλις 78%. Στην πραγματικότητα η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη, αφού ένα μέρος των λεγόμενων εργοδοτικών εισφορών πληρώνονται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, στα πλαίσια ενίσχυσης της περίφημης «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας. Η τεράστια συμμετοχή των εργ/νων στον κρατικό προϋπολογισμό είτε με τη μορφή των φόρων είτε ως ασφαλιστικές εισφορές, με διάφορους μηχανισμούς διοχετεύεται στο μεγάλο κεφάλαιο. Συγκεκριμένα: Λεηλασία του τρίτου κοινοτικού πλαισίου στήριξης, μεγάλο φαγοπότι για τους Ολυμπιακούς αγώνες, τρισεκατομμύρια που αρπάζουν οι τραπεζίτες με τη λεγόμενη εξυπηρέτηση της δημόσιας πίστης, κ.λ.π. Οι παραπάνω πόροι, με τους οποίους θα μπορούσε το κράτος να καλύψει τα κλεμμένα κονδύλια από τα ασφαλιστικά ταμεία , δεν είναι οι μοναδικοί, αφού χάρη στην εφαρμοζόμενη πολιτική τεράστιος πλούτος καθημερινά περνά στα χέρια της πλουτοκρατίας. Η τεράστια κερδοφορία έχει οδηγήσει τη χώρα μας (δηλ. την αστική τάξη), στην πρώτη θέση στην Ευρώπη στα κέρδη και στη δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στον κόσμο. Μάλιστα θα πρέπει να τονισθεί πως η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η διεύρυνση του κοινωνικού ελλείμματος γίνεται πιο προκλητική αν σημειωθεί πως , η συμμετοχή των μισθών στην προστιθέμενη αξία του επιχειρηματικού τομέα από 60% το 1983 μειώθηκε στο 54% το 1998. Το μικρότερο εργατικό κόστος και τα μεγαλύτερα κέρδη. Αυτή είναι η Ελλάδα των δυο ταχυτήτων. Για να σταματήσει ο αποπροσανατολισμός, για να μη πιάσουν τόπο τα επικοινωνιακά τρικ της κυβέρνησης, πρέπει να κατανοηθεί από τους εργ/νους πως το πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων, όπως και τα υπόλοιπα οικονομικά ζητήματα, είναι πολιτικά προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται με ταμειακή και λογιστική αντίληψη. Γι΄ αυτό και η επίλυσή του δε μπορεί να είναι η ίδια κοινωνικοασφαλιστική πολιτική, αλλά η διεκδίκηση από τους εργ/νους, μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού πλούτου που οι ίδιοι παράγουν.
Ούτε λέξη δε λένε οι κυβερνώντες, αλλά και η πολιτική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, για φορολόγηση όχι των εισοδημάτων αλλά των κερδών, για κατάργηση όλων των ασφαλιστικών απαλλαγών των επιχειρήσεων, για επιστροφή όλων των κλεμμένων. Όλοι αυτοί που υπεραμύνονταν της πολιτικής του «λιγότερου κράτους», που επέμεναν πως για τη σωτηρία των ασφαλιστικών ταμείων πρέπει να πληρώσουν αποκλειστικά και πάλι, μόνο οι εργ/νοι, που ασταμάτητα τόνιζαν πως για να μπορέσει η Ελλάδα να πετύχει την πραγματική σύγκλιση με την Ε.Ε. πρέπει να περιορίσει δραματικά το «κοινωνικό κράτος», δε μπορούν να πείσουν κανέναν πως άλλαξαν τις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές τους. Κάνουν τώρα ένα βήμα πίσω, υποχρεωμένοι από την αντιπολιτευτική τους θέση, για να προωθήσουν αργότερα με νέα ορμή τα ίδια αντιασφαλιστικά μέτρα.
ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ
Οι παροχές και οι καλύψεις του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος ήταν και είναι μακριά από τις ανάγκες των εργαζομένων. Ιδιαίτερα όμως σήμερα, που έχει αλλάξει η έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Πριν τα πράγματα ήταν πιο απλά: ατύχημα, ασθένεια, σύνταξη και ανεργία. Τώρα στα πλαίσια της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και των νέων μοντέλων εκμετάλλευσης που υιοθετούνται τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα. Διαρκής και υψηλή ανεργία, εργασιακή περιπλάνηση, δια βίου εκπαίδευση, μετανάστες, ελαστική εργασία, αναδιάρθρωση οικογένειας, εξαντλητικά ωράρια εργασίας, άνοδος ορίου ζωής, νέες μορφές επαγγελματικών ασθενειών, μείωση των μισθών και γενικότερα των αποδοχών… Όλα αυτά διαμορφώνουν τον ασφαλιστικό μεσαίωνα, διευρύνουν τον αριθμό των ασφαλιστικών κινδύνων απέναντι στους οποίους θα πρέπει να δράσει η κοινωνική ασφάλιση και σπρώχνουν μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων στην ανασφάλεια και την πλήρη εξαθλίωση. Απέναντι σ΄ αυτή την πραγματικότητα που θέλουν να επιβάλλουν κυβέρνηση και Ε.Ε. εμείς οι εργ/νοι δεν έχουμε άλλο δρόμο παρά το δρόμο του αγώνα, αξιώνοντας το δίκιο: Οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι, οι μετανάστες, οι μερικώς απασχολούμενο, όλοι να έχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, γιατί η εργασία δεν είναι κόστος, όπως διατείνονται οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις τους, αλλά πηγή πλούτου που πρέπει να επιστρέφει στους παραγωγούς του. Έτσι μόνο μπορεί το ασφαλιστικό σύστημα να είναι μηχανισμός ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ των εργ/νων, όπως τον παρουσιάζουν κι όχι ένας ακόμα μηχανισμός ανακατανομής υπέρ του κεφαλαίου, όπως είναι σήμερα. Όσο αφορά τα ελλείμματα των ταμείων είναι πραγματικά, όμως χρησιμοποιούνται προσχηματικά, για να περάσουν αντιλαϊκά μέτρα και δεν αναφέρονται καθόλου στο που οφείλονται. Οφείλονται στην τρομερή λεηλασία που υπέστησαν από το κράτος τις τράπεζες και την εργοδοσία. Συντονισμένα και αδιάλειπτα 21 τρις. λεηλατήθηκαν: · Από τις τράπεζες με την άτοκη δέσμευση των αποθεματικών των ταμείων (για μια 35ετία) ή με εξευτελιστικά επιτόκια για πολλά ακόμα χρόνια.. · Από το κεφάλαιο με την εισφοροδιαφυγή, την ανασφάλιστη εργασία (27%), τις εισφοροαπαλλαγές, τα κίνητρα και τις διευκολύνσεις . · Από το κράτος με τα ασφαλιστικά χρέη των ΔΕΚΟ, με το τζογάρισμα των αποθεματικών στο χρηματιστήριο και με την κατασπατάληση της ακίνητης περιουσίας των ταμείων ( που έχει χαριστεί για ένα κομμάτι ψωμί σε ιδιώτες, κρατικούς φορείς κ.λ.π.). · Τίποτα δε λένε οι κυβερνώντες και οι διάφοροι αναλογιστές, για τη μεγάλη ληστεία που γίνεται τα τελευταία χρόνια στα ταμεία, από τον περιορισμό της συμμετοχής του κράτους στα κάθε λογής έξοδα κοινωνικής ασφάλισης και στη μεταφορά αυτών των υποχρεώσεων αυτόματα στα ταμεία Από το 1 ευρώ που ξόδευε κάθε νοσοκομείο, τα 85 λεπτά καλύπτονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και μόνο τα 15 από τα ασφαλιστικά ταμεία. Σήμερα τα 40 λεπτά καλύπτονται από το δημόσιο και τα υπόλοιπα βαραίνουν τα ασφαλιστικά ταμεία. Έτσι εμφανίζονται οι μαύρες τρύπες στα λογιστικά βιβλία των ταμείων.
Αν δε γινόταν αυτή η λεηλασία θα υπήρχε πλεόνασμα 33 τρις δραχμών για τα επόμενα 50 χρόνια και όχι αναλογιστικό έλλειμμα που υπάρχει σήμερα.
Τέλος όσο αφορά τον χαρακτηρισμό του ελλείμματος ως βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος, η αλήθεια είναι διαφορετική. Μπορεί σήμερα στις διάφορες μελέτες να εμφανίζουν μαύρες τρύπες της τάξεως ακόμα και του 200% του ΑΕΠ, ωστόσο με απλούς υπολογισμούς η εικόνα αλλάζει. Το ποσοστό αυτό , σε βάθος χρόνου, δηλαδή μέχρι το 2070, μεταφράζεται σε κάτι λιγότερο από 3% του ΑΕΠ του 1994, ποσοστό που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει βόμβα. Αν ταυτόχρονα πάρουμε υπόψη και έναν αρκετά μετριοπαθή ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας της τάξης του 2% ετησίως, τότε το ΑΕΠ θα διπλασιάζεται κάθε περίπου 35 χρόνια. Δηλαδή σε 70 χρόνια το ΑΕΠ θα έχει τετραπλασιαστεί και η εν λόγω μαύρη τρύπα θα έχει περιοριστεί στο καθόλου εκρηκτικό ποσοστό του 0,8% περίπου του ΑΕΠ του 2070. Είναι λοιπόν προφανές πως το έλλειμμα των συνταξιοδοτικών ταμείων δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική χρεοκοπίας, εφόσον κινείται σε επίπεδα που εύκολα μπορούν να καλυφθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Γιατί λοιπόν, τόση φασαρία για ένα έλλειμμα συνεχώς μειούμενο και προοπτικά ανύπαρκτο; Ακριβώς γιατί αιτία της ¨μεταρρύθμισης¨ δεν είναι το έλλειμμα, αλλά δραστικός περιορισμός των κρατικών παροχών, η προοπτική μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και η ανατροπή του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του συστήματος.
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ- ΠΡΟΩΡΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ Ένα από τα επιχειρήματα που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια και επανέρχεται πάλι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να εφαρμόσουν επώδυνα αντιασφαλιστικά μέτρα, είναι πως οι εργαζόμενοι βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη, ότι το σύστημα είναι γαλαντόμο και πως πρέπει να μπει ένα τέλος στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Πρόκειται όμως για ένα ψεύτικο επιχείρημα κι αυτό αποδεικνύεται ακόμα κι από την τελευταία μελέτη της «Γιούροστατ». Η μελέτη αυτή δείχνει πως το 2003, ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης στη χώρα μας ήταν τα 63,2 χρόνια, δηλαδή κατέχουμε τη δεύτερη χειρότερη θέση μεταξύ των 25 χωρών της Ε.Ε., που είναι τα 61 χρόνια. Μάλιστα η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για τους άνδρες, για τους οποίους ο μέσος όρος στη χώρα μας είναι τα 63,9 χρόνια, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 25 είναι τα 61,5. Αντίστοιχα, ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών –παρά τα μυθεύματα που καλλιεργούνται- είναι τα 62,5 χρόνια, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 60,5. Ταυτόχρονα η μελέτη της «Γιούροστατ» αποτυπώνει ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο. Ενώ το 2001 ο μέσος όρος συνταξιοδότησης ήταν τα 59,4 χρόνια το 2003 όπως είπαμε εκτοξεύθηκε στα 63,2. Σε μια τριετία ο πραγματικός χρόνος παραμονής στην εργασία αυξήθηκε σχεδόν κατά 4 χρόνια!! Πρόκειται για ένα αρνητικό ρεκόρ, που αποδεικνύει την αντιλαϊκότητα των αντιασφαλιστικών νόμων Ρέππα και καταγράφει τη δραματική επιδείνωση της κατάστασης που βιώνουν οι εργαζόμενοι. Η κατακόρυφη αυτή αύξηση κατά 4 χρόνια παραμονής είναι ορατή στους χώρους εργασίας ( π.χ. σχολεία που όλοι και όλες συμπληρώνουν τα ανώτατα όρια παραμονής ), γιατί είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως ο μεγάλος αριθμός εργαζομένων αν και θεμελιώνουν τα τυπικά προσόντα συνταξιοδότησης, εντούτοις συνεχίζουν να εργάζονται (ποιος κάνει χρήση της «ευνοϊκής» ρύθμισης των 30 χρόνων δουλειάς στην εκπαίδευση, αφού η σύνταξη δεν είναι πλήρης;). Βασική αιτία, οι χαμηλές συντάξεις, κάτι που τους υποχρεώνει να παραμένουν στη δουλειά με σκοπό την όσο το δυνατόν βελτίωση των συντάξιμων αποδοχών. Άλλες αιτίες μπορεί να είναι η ανεργία για μεγάλο χρονικό διάστημα ή το γεγονός ότι μεγαλώνει η ηλικία που οι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας
Άλλη «αιτία» του προβλήματος κατά τους κυβερνώντες είναι η δημογραφική γήρανση και στα πλαίσια αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος προτείνουν την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και τη δραματική μείωση των συνταξιούχων. Όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Α) Η σχετική μείωση του εργαζόμενου πληθυσμού δεν οφείλεται κυρίως σε δημογραφικούς παράγοντες, αλλά στην αυξανόμενη ανεργία, στις ελαστικές και ανασφάλιστες μορφές εργασίας στη «μαύρη» εργασία στους εκατοντάδες χιλιάδες ανασφάλιστους μετανάστες. Όλοι αυτοί (πάνω από 1,5 εκατομμύριο), ενώ είναι μέρος του εργατικού δυναμικού, είναι ανασφάλιστοι. Β) Αν πέρα από τη σύγκριση αριθμού συνταξιούχων προς εργαζόμενους, τώρα και πριν από 20 χρόνια. συγκρίνουμε και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αυτά τα χρόνια θα δούμε πως: η πρώτη επιδεινώθηκε κατά 100%, ενώ η δεύτερη αυξήθηκε κατά 400%. Άρα όχι μόνο δημογραφικό πρόβλημα δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα υπάρχει η δυνατότητα να δουλεύουμε λιγότερο, να παίρνουμε σύνταξη νωρίτερα και αύτη η σύνταξη να είναι υψηλότερη.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ «ΠΥΛΩΝΑΣ»..…..ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑΑυτό που ουσιαστικά προωθούν επικαλούμενοι ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή-Εκοφιν) το δημογραφικό, είναι η μετάβαση στο ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Όπως δήλωσε ο αρμόδιος επίτροπος Αλμούνια, «η διαδικασία γήρανσης του πληθυσμού είναι αναπόφευκτη, όμως στα χέρια των κυβερνήσεων είναι η πρόληψη των συνεπειών της…γι’ αυτό είναι μονόδρομος η υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας». Στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα ο κ. Αλογοσκούφης, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί δηλώνει πως το μέλλον ανήκει στην ιδιωτική ασφάλιση. Συγκεκριμένα στην ετήσια Γ.Σ. των ασφαλιστικών εταιριών περιέγραψε τις συνθήκες καθιέρωσης και ενίσχυσης των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών, σαν τον βασικό «πυλώνα» του ασφαλιστικού συστήματος. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την απαξίωση του δημόσιου ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος στόχο τον οποίον προώθησε μεθοδικά η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ακολουθεί με συνέπεια και η Ν.Δ. τώρα. Ο κ. Παπαθανασίου υφυπουργός Ανάπτυξης μιλώντας στην ίδια Γ.Σ. αποκάλυψε τις προθέσεις της κυβέρνησης λέγοντας ότι «με την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της κοινωνικής ασφάλισης όλο και περισσότεροι πολίτες που έχουν κάποιες αποταμιεύσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο για μια συμπληρωματική σύνταξη, αρκεί φυσικά να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων». Με άλλα λόγια θα δώσει η κυβέρνηση κίνητρα, πρώτα απ’ όλα φορολογικά, θα άρει τα κάθε είδους αντικίνητρα, ώστε να υποχρεώσει τους πολίτες να αποδεχτούν και να χρησιμοποιήσουν τον τρίτο πυλώνα του νέου αντιασφαλιστικού συστήματος. Να πληρώσουν πάλι από την τσέπη τους δηλαδή, έχοντας την αυταπάτη πως κάτι θα πάρουν και από τις ασφαλιστικές εταιρίες (αν δε βαρέσουν κανόνι) στα βαθιά τους γεράματα. Ας θυμηθούμε όμως, γιατί κάποιοι συνειδητά ξεχνούν και αποκρύβουν, πως ο καλύτερος πράκτορας των συμφερόντων των ασφαλιστικών εταιριών ήταν ο προηγούμενος υπουργός οικονομικών του ΠΑΣΟΚ ο κ. Χριστοδουλάκης. Αυτός προανήγγειλε και προώθησε όσο μπορούσε την είσοδο των επιχειρήσεων στο ασφαλιστικό σύστημα και προπαγάνδισε την παράδοση των ασφαλιστικών ταμείων βορά στις ορέξεις των ασφαλιστικών εταιριών, ανοίγοντας το δρόμο με συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις για τον περιβόητο «τρίτο πυλώνα» της ιδιωτικοποίησης του ασφαλιστικού συστήματος. Είναι γνωστό πως με τα λεφτά των συντάξεων και τα αποθεματικά των ταμείων, απέφυγαν τη χρεοκοπία πολλές ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιαίτερα την περίοδο της κακής πορείας του χρηματιστηριακού τζόγου. Τις συνθήκες αυτές που δημιουργούν οι κυβερνώντες κάθε φορά εκμεταλλεύονται τα αρπακτικά του ιδιωτικού τομέα που ζητούν όλο και περισσότερα. Γι’ αυτό και επίμονα ζητούν να επεκταθούν και στο δεύτερο «πυλώνα της ασφαλιστικής βαρβαρότητας που μας ετοιμάζουν από κοινού κυβέρνηση και δυνάμεις του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην κατεύθυνση αυτή είναι το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της Εθνικής Ασφαλιστικής «προσθέτω» που η καινοτομία του είναι το δόλωμα της εφάπαξ αγοράς του κόστους του προγράμματος με δανεικά!! Για την ακρίβεια, ο ενδιαφερόμενος μπορεί καταβάλλοντας το 15% του κόστους του προγράμματος να δανειστεί από την Εθνική Τράπεζα το υπόλοιπο 85% για δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Δάνεια δηλαδή ακόμα και για την ασφάλιση μας προσφέρουν, με το αζημίωτο πάντα που είναι το κέρδος της τράπεζας και η ακόμα πιο μεγάλη και πιο σφιχτή θηλιά στο λαιμό και στη ζωή των εργαζομένων. Τις ευκαιρίες φυσικά που η κυβέρνηση προσφέρει, τις εκμεταλλεύτηκε αμέσως ο πρόεδρος των βιομηχάνων, που προχώρησε ακόμα περισσότερο τονίζοντας πως «όσο πιο γρήγορα τολμήσουμε τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, τόσο μικρότερο θα είναι το κόστος προσαρμογής» ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα πως ο «κύριος άξονας της μεταρρύθμισης θα πρέπει να είναι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα». Στη συνέχεια δήλωσε και το πιο πρωτοποριακό: «Τη στιγμή που ακόμη στην Ελλάδα συζητάμε για τον τρίτο πυλώνα, σε κάποιες χώρες της Ευρώπης εξετάζεται η προώθηση ενός τέταρτου πυλώνα, που θα έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα στους τρεις προηγούμενους και η χρηματοδότηση του θα γίνεται από τις εισφορές των συνταξιούχων, που συνεχίζουν να εργάζονται με μερική απασχόλησης και μετά τη συνταξιοδότησή τους, είτε στο όριο ηλικίας, είτε πρόωρα». Δηλαδή ποτέ δε θέλουν να ξεφύγουμε από τα αδηφάγα σενάρια τους και την ασταμάτητη κερδοφορία τους. Φυσικά απ’ όλα αυτά δε μπορούσε να λείψει και η αξιωματική αντιπολίτευση που μέσω της υπευθύνου του συγκεκριμένου τομέα, κ. Α. Διαμαντοπούλου, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «αναβάλλει την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού για το μέλλον, χωρίς κανένα σχεδιασμό» και δήλωσε ταυτόχρονα «πως πρέπει όλοι να συμφωνήσουν για να ανοίξει επιτέλους ο τρίτος πυλώνας». Τι μπορούσαν να περιμένουν άλλωστε οι εργαζόμενοι από αυτούς που άνοιξαν το δρόμο της αντιασφαλιστικής επίθεσης.
ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣΜετά την «ήπια προσαρμογή» της εξοντωτικής λιτότητας και τις σαρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις ήρθε και η ώρα της νέας επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα που συναινετικά ετοιμάζουν κυβέρνηση-αντιπολίτευση. Η τακτική που θα ακολουθήσουν είναι ήδη γνωστή από τις προηγούμενες προσπάθειες τους. Το επόμενο διάστημα, αναμένεται η δημοσιοποίηση σωρείας αμφιλεγόμενων στοιχείων, με στόχο να πειστεί η κοινή γνώμη για το ..αναπόφευκτο των ανατροπών. Την έναρξη «κοινωνικού διαλόγου» για να εξασφαλίσει τη συναίνεση και την αποδοχή όλων αυτών των δυνάμεων που κινούνται στην κατεύθυνση της «συνευθύνης των συντελεστών της παραγωγής» και δήθεν αγωνίζονται από κοινού για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας. (Πώς πάντα το καλό της χώρας έρχεται από τον περιορισμό των δικαιωμάτων και των αναγκών των εργαζομένων είναι ένα μεγάλο ερώτημα). Την αξιοποίηση των στοιχείων βιωσιμότητας που θα παρουσιάσει η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που μαζί με τις όλο και πιο συχνές αναφορές των αρμόδιων υπουργών, θα πολλαπλασιάζουν τις προειδοποιήσεις για τις ανεπάρκειες του ασφαλιστικού συστήματος και την ανάγκη άμεσων προληπτικών κινήσεων για να αποφευχθεί η «χρεοκοπία» του. ( Κάθε τόσο παίρνουν μέτρα εις βάρος μας και μας διαβεβαιώνουν πως έτσι θα σωθεί το ασφαλιστικό σύστημα και πολύ γρήγορα μας λένε πως έκαναν λάθος και χρειάζονται κι άλλα.) Το σχέδιο της κυβέρνησης με τις αλλαγές που θα προωθήσει είναι να μειωθεί η κρατική-άμεση ή έμμεση-χρηματοδότηση στο ασφαλιστικό σύστημα σε μόνιμη βάση και η αντίστοιχη αύξηση της ιδιωτικής. Αυτό θα το επιχειρήσει με: Α) Τη διαμόρφωση «πακέτου» μέτρων που θα αφορούν τις παραμέτρους του ασφαλιστικού (αλλαγές ορίων ηλικίας, ύψους παροχών, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, βαρέα κ.λ.π.) Β) Τη σταδιακή κατάργηση της επικουρικής σύνταξης στο μέλλον. Γ) Τη μείωση των εισφορών, φυσικά των εργοδοτών, ώστε να συρρικνωθεί το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Δ) Την αναγκαστική στροφή των εργαζομένων είτε ατομικά, είτε ως επαγγελματικές ομάδες ή ως εργαζόμενοι μιας επιχείρησης, σε ιδιωτικές ασφαλιστικές συμβάσεις που θα αφορούν τόσο τη συμπληρωματική σύνταξη, όσο και την κάλυψη της υγειονομικής περίθαλψης. Η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης θα επιχειρηθεί να γίνει και στους δύο «πυλώνες» με μια σειρά μέτρων που θα περιλαμβάνουν ένα πλέγμα κινήτρων κυρίως φορολογικής κατεύθυνσης. ( χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, παροχές και απαλλαγές στη φορολόγηση των υπεραξιών, αφορολόγητο των εισφορών κ.λ.π.) Η κυβέρνηση θα επιμείνει και θα στηρίξει την προώθηση των επαγγελματικών ταμείων και για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και γιατί θέλει να αξιοποιήσει τους κοινοτικούς κανονισμούς σύμφωνα με τους οποίους αν κάποιο κράτος προχωρήσει σε μια αλλαγή του ασφαλιστικού που θα περιλαμβάνει τη μετατροπή ενός «πυλώνα» σε κεφαλαιοποιητικό τότε μπορεί να λάβει παράταση κατά ένα χρόνο στη δημοσιονομική του προσαρμογή. Όλα φυσικά τα μέτρα που προβάλλονται είναι «μάννα εξ ουρανού» για τις ασφαλιστικές και τις τράπεζες που ετοιμάζονται για νέο μεγάλο φαγοπότι.
ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣΕίναι γνωστό πως ιδιαίτερα οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησαν τα περισσότερα χρόνια και ελέγχουν κατά βάση το συνδικαλιστικό κίνημα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του νέου ασφαλιστικού τοπίου της εποχής του ανταγωνισμού και της προσωπικής ευθύνης. Συγκεκριμένα: Όχι μόνο δεν ανέτρεψαν τις αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις του νόμου Σιούφα που ήταν και βασική προεκλογική δέσμευση τους, αλλά προώθησαν με πολλούς τρόπους την αντικατάσταση του αναδιανεμητικού συστήματος με το κεφαλαιοποιητικό. Με τους νόμους Γιαννίτση και ιδιαίτερα Ρέππα: 1) Επέβαλαν την αύξηση των χρόνων δουλείας στα 67 χρόνια μέσω ενός ωμού εκβιασμού που συνδέει την παράταση του εργάσιμου βίου με την προσδοκία αύξησης των συντάξεων πείνας. 2) Μείωσαν δραματικά τις συντάξεις με την αλλαγή της βάσης υπολογισμού, από τον τελευταίο μισθό στο μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Ταυτόχρονα, μείωσαν το ποσοστό αναπλήρωσης από το 80% στο 70%. 3) Ενοχοποίησαν το ασφαλιστικό σύστημα κι όχι τις πολιτικές αυτές που το οδήγησαν σε «χρεοκοπία». 4) Επέβαλαν την προς τα «κάτω εξίσωση» των παροχών σε όλα τα ταμεία. 5) Έκρυψαν το διπλασιασμό του πλούτου τα επόμενα χρόνια, ώστε να τον καρπωθεί ολόκληρο το κεφάλαιο. 6) Νομιμοποίησαν τη ληστεία των ήδη καταβληθέντων εισφορών από τους εργαζόμενους. Ανέχτηκαν την εισφοροδιαφυγή των εργοδοτών που ανέρχεται τουλάχιστον σε 20%. Προχώρησαν σε πολιτική διαγραφή αυτών των χρεών. 7) Προώθησαν αξιοποιώντας κάθε μορφής ιδεολογική προπαγάνδα την αποδοχή των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, με τη θεσμοθέτηση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών ταμείων. 8) Προώθησαν την αντίληψη στους εργαζόμενους πως το κράτος δε μπορεί πια να είναι υπεύθυνο για την ασφάλιση και τη σύνταξη αλλά ο ίδιος ο εργαζόμενος. 9) Αδιαφόρησαν για τη «μαύρη εργασία»……….
Επομένως είναι το λιγότερο πρόκληση να «σφυρίζουν αδιάφορα» πολιτικοί της σημερινής αντιπολίτευσης και συνδικαλιστικές ηγεσίες για τις ευθύνες τους, σχετικά με την ασφαλιστική λεηλασία των προηγούμενων χρόνων. Ο ασφαλιστικός μεσαίωνας δε θα ξεκινήσει τώρα. Γι’ αυτό κι εμείς όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και τώρα, αυτό που τονίζουμε είναι πως καμιά ευνοϊκή αλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει στο ασφαλιστικό αν δεν καταργηθούν όλοι οι αντιασφαλιστικοί νόμοι Σιούφα-Ρέππα (1902/90-2084/92-3029/02), οι οποίοι δεν αφήνουν περιθώρια για μια άλλη ασφαλιστική- συνταξιοδοτική πολιτική. Η οποιαδήποτε εργατική διεκδίκηση για το ασφαλιστικό συγκρούεται με την ύπαρξη αυτών των αντιασφαλιστικών νόμων Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική υποταγή των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος τους οδήγησε στο να στηρίξουν τον αντιασφαλιστικό νόμο 3029/02 γιατί δήθεν με τα μέτρα που έπαιρνε, έστω κι αν ήταν επώδυνα για τους εργαζόμενους, έδινε οριστική λύση μέχρι το 2032. Τώρα που πάλι μας καλούν για νέες θυσίες, έχουν ως γραμμή άμυνας την υπεράσπιση του ασφαλιστικού καθεστώτος «Ρέππα», απενοχοποιώντας έτσι τον εαυτό τους και την πολιτική του εκσυγχρονισμού και της συναίνεσης που πιστά υπηρετήσαν. Όσο κι αν ψάξει κανείς στις δεκάδες προτάσεις που καταθέτουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δε θα βρει εκείνες που θα απαντούν στην κρίση της κοινωνικής ασφάλισης από την σκοπιά των εργαζομένων κι αυτό γιατί η λογική που τις διαπερνά είναι: · Λογική του «υπέρ πάντων αγώνα για τη σωτηρία των ταμείων». · Λογική της ανταποδοτικότητας, της επέκτασης της τριμερούς χρηματοδότησης και τις οικονομικής συμμετοχής των εργαζομένων στην αντιμετώπιση των ελλειμμάτων (προτάσεις Πολυζωγόπουλου). · Λογική υπεράσπισης του «καλού κράτους πρόνοιας», αν υποθέσουμε ότι ήταν ποτέ τέτοιο, από τη σημερινή αντιασφαλιστική επίθεση. · Λογική που αποδέχεται και αναπαράγει τις θεωρίες της γήρανσης και του δημογραφικού προβλήματος, που επιζητεί την απεριόριστη αξιοποίηση του συνόλου της περιουσίας των ταμείων στη χρηματαγορά. · Λογική που κάνει αποδεκτή την ύπαρξη της ιδιωτικής κερδοσκοπικής ασφάλισης και απλώς ζητά ισότιμους όρους λειτουργίας με αυτήν. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν αγγίζει την ουσία του ασφαλιστικού προβλήματος, που δεν αντιμετωπίζεται μόνο με ποσοτικά ή οικονομικού χαρακτήρα αιτήματα, αλλά στα πλαίσια ενός ευρύτερου περιβάλλοντος ρήξεων και ανατροπών, που θα οδηγούν σε βελτίωση της θέσης και των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, σε ολόπλευρη ικανοποίηση των αναγκών τους, σε απελευθέρωσή τους από υλικούς και πνευματικούς καταναγκασμούς και, εν γένει, από την κυριαρχία της αγοράς και του κεφαλαίου. Η συνδικαλιστική ηγεσία σκέπτεται όπως ο κεφαλαιοκράτης και το χειρότερο, αποδέχεται την απάτη των «κοινωνικών διαλόγων» για να αιχμαλωτίζει μέσα σ’ αυτούς το εργατικό κίνημα. Ελπίζει μέσα από τη συμμετοχή να αποσπάσει κάποιες μικροπαραχωρήσεις, που θα της δίνουν τη δυνατότητα να σώσει τα προσχήματα, να ελέγξει τις λαϊκές αντιδράσεις και να περιφρουρήσει το διαμεσολαβητικό της ρόλο στα πλαίσια της ταξικής συνεργασίας. Όμως στη νέα φάση που ζούμε, όπως έδειξε και η προκλητική συμπεριφορά όλων των δυνάμεων του κεφαλαίου απέναντι στο συναινετικό συνδικαλιστικό κίνημα στο εργασιακό ζήτημα, δεν πρόκειται να υποχωρήσει ακόμα και στο πιο μικρό, αν δε νιώσει την «καυτή ανάσα» ενός μαχητικού εργατικού κινήματος. Η συνδικαλιστική ηγεσία έχει ως τελικό στόχο της στρατηγικής της την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στο επίπεδο της κυβερνητικής εξουσίας, γι’ αυτό και δεν αμφισβητεί τον πυρήνα αυτής της πολιτικής αλλά τον διαχειριστή της. Όμως από έναν τέτοιο προσανατολισμό το βέβαιο είναι πως χαμένοι θα είναι πάλι οι εργαζόμενοι.
ΤΙ ΕΜΕΙΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕΣτην εποχή της απογείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας, του τεραστίου συσσωρευμένου κοινωνικού πλούτου, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά για τους πραγματικούς παραγωγούς αυτού του πλούτου, τους εργαζόμενους. Η κοινωνική ασφάλεια και προστασία για όλους θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα αν η εργατική δύναμη δεν ήταν εμπόρευμα που αγοράζεται και πουλιέται, αν δεν χρειαζόταν να αναπαράγεται ως εμπόρευμα για να λαδώνει τη μηχανή της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Γι’ αυτό ακριβώς η λογική των εργαζομένων πρέπει να είναι αντίστροφή από αυτήν του κεφαλαίου.
· Να πούμε όχι στην κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης. ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ. Παλεύουμε όχι μόνο για την εκ των υστέρων αναπλήρωση της ανασφάλειας που γεννά η ίδια η κοινωνία της αγοράς, αλλά για την ολόπλευρη ασφάλεια μιας κοινωνίας, που από όλους τους κρίκους της θα αναδύεται η βεβαιότητα ότι ο εργαζόμενος άνθρωπος δεν θα βρεθεί ποτέ έρμαιο των περιστάσεων. · Να συνδέσουμε το ασφαλιστικό με την πολιτική απασχόλησης, την πολιτική αντιμετώπισης της ανεργίας, το χτύπημα της μαύρης εργασίας, την νομιμοποίηση των οικονομικών προσφύγων, την αύξηση των μισθών και τη μείωση του χρόνου εργασίας. · Να δείξουμε πως το ασφαλιστικό δεν είναι μόνο το συνταξιοδοτικό, αλλά περιλαμβάνει το σύστημα υγείας και την ασφάλιση των ανέργων για την οποία δε μιλάει κανείς πια. · Να συνδέσουμε το ασφαλιστικό με την εισοδηματική πολιτική, την επιχειρούμενη σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα και την συνολική πολιτική της λιτότητας. Να απαιτήσουμε την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, σε όφελος της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής . · Να επαναφέρουμε το ζήτημα της αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και να δείξουμε πως ανοίγουν αυτές οι σαρωτικές αλλαγές, το δρόμο για τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ασφάλισης και για την ιδιωτικοποίηση τους. · Να βάλουμε φραγμό στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, αλλά και στη λογική της ανταποδοτικότητας και των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων που αρχίζουν να καθορίζουν τη λειτουργία και των δημόσιων ταμείων. · Να δείξουμε πως δεν μπορεί να υπάρξει καμιά υποχώρηση από την απαίτηση να καταργηθούν όλοι οι αντιασφαλιστικοί νόμοι της τελευταίας δεκαετίας (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Είναι σκέτη υποκρισία να ισχυρίζεσαι πως συγκρούεσαι με τις αντιασφαλιστικές επιλογές της κυβέρνησης και να μη βάζεις επιτακτικά τώρα την ανατροπή αυτού του καθεστώτος, που μετά από περίπου δέκα χρόνια θα ισχύει για το σύνολο των εργαζομένων. · Να ζητήσουμε κατάργηση της εισφοράς των εργαζομένων. Η χρηματοδότηση της ασφάλισης να γίνεται μόνο από το κράτος και τους εργοδότες, μια και ούτως ή άλλως, η λεγόμενη κρατική-εργοδοτική εισφορά είναι κομμάτι από την υπεραξία που καρπώνονται.
Βεβαίως δεν αρκεί η διακήρυξη κάποιων στόχων. Χρειάζεται και η πάλη γι’ αυτούς. Κι αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Εκεί θα δοκιμαστούμε όλοι. |
Επιστροφή |
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ
ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ |
Περιεχόμενα |