ΘΕΜΑ: ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
FT WEEKEND 22 Ιουλίου / 23 Ιουλίου 2000
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ
ΑΝΕΓΓΙΧΤΟΣ
Απόσπασμα
Σ’ ένα χωριό κοντά στο Δελχί, δυο εραστές βρίσκονται νεκροί - δολοφονημένοι από τις ίδιες τους τις οικογένειες στο όνομα της κάστας. Ο Σαμία Νακχούλ αναφέρεται σε ένα κοινωνικό σύστημα που καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε μια ζωή αθλιότητας και ανισότητας και αναρωτιέται αν αυτό θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει.
Οι νεαροί Ινδοί εραστές κείτονταν πλάι - πλάι στη φουντωμένη νεκρική πυρά από περιττώματα αγελάδας. Όταν η αστυνομία ήρθε να παραλάβει τα πτώματα, εκείνα είχαν ήδη καεί σε σημείο που να μην αναγνωρίζονται. Τα απομεινάρια τους, ένα μπλε κομμάτι ύφασμα από σάρι και ένα ζευγάρι σκισμένα παπούτσια, που βρέθηκαν στα χωράφια του χωριού Ραζπούρα, ήταν τα μόνα που είχαν απομείνει από ένα έγκλημα που διαπράχθηκε στο όνομα της κάστας.
Ο Κάλου, ετών 21, απαγχονίστηκε από την οικογένειά του και η Ρέκα, ετών 18, απαγχονίστηκε από τη δική της.
Αυτοί οι γείτονες και οικογενειακοί φίλοι ήταν τόσο ερωτευμένοι όσο ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα. Αλλά δεν αυτοκτόνησαν. Αντίθετα από τα αντίπαλα σόγια στην τραγωδία του Σέξπηρ, οι οικογένειες του Κάλου και της Ρέκα ενώθηκαν, για να σφραγίσουν τη μοίρα τους.
Και οι δυο οικογένειες ανήκουν στις κατώτερες ή πιο ‘‘καθυστερημένες’’ κάστες, αλλά παρόλη την κοινή τους φτώχεια αποδέχονται το τρισχιλιόχρονο σύστημα κοινωνικής ιεράρχησης, που απαγορεύει το γάμο μεταξύ διαφορετικών καστών. Ο Κάλου ανήκε στην κάστα Γκούγκαρ, η οποία, σύμφωνα με την αρχαία διαβάθμιση είναι μερικά σκαλοπάτια πιο πάνω από εκείνη της Ρέκα, που προερχόταν από τους Νάι, μια βάρβαρη κάστα κουρέων.
Οι οικογένειες τους ζουν αντικριστά και τα σπίτια τους χωρίζονται από ένα στενοσόκακο. Μοιράζονται τις τσιμεντένιες καλύβες τους με βουβάλια, αγελάδες, πρόβατα και μύγες, μοχθώντας μέσα στην αφόρητη ζέστη και ζώντας μέσα στη βρομιά.
Το νεαρό ζευγάρι το είχε σκάσει στο Δελχί, 70 χμ. μακριά, για να γλιτώσει από τον κατατρεγμό των οικογενειών του. Όταν επέστρεψαν στις εστίες τους μια εβδομάδα αργότερα στις 27 Ιανουαρίου, οι αγαπημένοι τους συμμάχησαν, τους σκότωσαν και προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να κάψουν τα πτώματα, για να εξαφανίσουν κάθε απόδειξη του φόνου, όπως ανέφερε ο αξιωματικός της αστυνομίας Ουντάι Σίνγκ του κοντινού αστυνομικού τμήματος της Σικανταραμπάντ. Οι ιατροδικαστικές έρευνες της αστυνομίας απέδειξαν ότι το ζευγάρι απαγχονίστηκε.
Επτά από τους συγγενείς των εραστών συνελήφθηκαν για το φόνο, τρεις από το σόι της κοπέλας και τέσσερις από του αγοριού. Αλλά δεν υπάρχει προηγούμενο καταδίκης σε περίπτωση όπως αυτή, γιατί οι συγχωριανοί ανέκαθεν έδειχναν αλληλεγγύη σε εγκλήματα που σχετίζονται με την κάστα.
Η αδελφή της Ρέκα, η Γκουίτα, και άλλοι συγγενείς του ζευγαριού, έμειναν πιστοί στη γραμμή της κατάθεσης που έδωσαν στην αστυνομία από την αρχή: ότι οι δυο νέοι αυτοκτόνησαν, επειδή ‘‘είχαν μια παράνομη σχέση’’.
Αλλά ένας ξάδελφος του Κάλου, ο Kαουίτα Μπάτι εξήγησε καθαρά το κίνητρο: ‘‘Μπορούμε να παντρευόμαστε μόνο μέσα από την κάστα μας. Δεν είναι δυνατόν για κάποιον να παντρεύεται εκτός κάστας. Αυτό δε μπορεί να συμβεί στην κοινωνία μας. Δεν είναι πρέπον’’.
Αποτέλεσμα είναι ότι τέτοιοι φόνοι αποτελούν μια επαναλαμβανόμενη τραγωδία στην αγροτική Ινδία, όπου η καθαρότητα της κάστας αξίζει περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή. Ένα παρόμοιο έγκλημα συνέβη σ’ ένα χωριό της πολιτείας Χαριγιάνα και ένα άλλο στην Τσαντιγκάρ.
«Ο κάστες είναι μια κοινωνική πραγματικότητα στην Ινδία και αντανακλώνται σ’ όλα τα φαινόμενα της ζωής, στο γάμο, στην ψήφο, στην εργασία και στις κοινωνικές σχέσεις» λέει ο Ραβί Nαΐρ, γενικός διευθυντής του Κέντρου τεκμηρίωσης Νότιας Ασίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μια χώρα σαν την Ινδία που έχει την τεχνογνωσία να παράγει πυρηνικά όπλα, που διαθέτει μια διεθνώς καταξιωμένη βιομηχανία λογισμικού και βραβευμένους λογοτέχνες1, παραμένει αλυσοδεμένη σ’ ένα άκαμπτο σύστημα καστών που έχει βαθιές θρησκευτικές ρίζες. Αυτή η αρχαία κοινωνική ιεράρχηση, στην οποία η ινδουιστική κοινωνία είναι βασισμένη, είναι κληροδότημα μιας θρησκείας επινοημένης από μια κυρίαρχη ελίτ που καταδικάζει κάθε αρχή περί ανθρώπινης ισότητας και συνεχίζει να χρησιμοποιεί ωμή βία ενάντια στις κατώτερες κάστες, για να διατηρήσει την κυριαρχία της.
Η εμμονή στη διατήρηση της καθαρότητας της κάστας εκδηλώνεται δημόσια κάθε βδομάδα στις κυριακάτικες εφημερίδες που αφιερώνουν πάνω από οχτώ σελίδες σε στήλες για συνοικέσια. Σε μια χώρα όπου μόνο λίγοι μπορούν να κάνουν τη δική τους επιλογή και να παντρευτούν εκτός κάστας, οι νύφες και οι γαμπροί κατηγοριοποιούνται με βάση την κάστα, τη θρησκεία, την περιοχή και το επάγγελμα, φτάνοντας συχνά σε μια κωμική εξειδίκευση.
Η ζήτηση είναι υψηλή για προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών μεταξύ των ανδρών, ενώ εκτιμώνται ιδιαίτερα κορίτσια με ανοιχτόχρωμο δέρμα που έχουν φοιτήσει σε σχολές καλογραιών. ‘‘Αναζητείται όμορφο κορίτσι για νεαρό άντρα Βραχμάνο με υψηλά προσόντα, ετών 32, ύψους 1,782, καλά αποκατεστημένο στο Λονδίνο ως υπεύθυνου Θρησκευτικών, αστρολόγου και χειρομάντη. Στείλτε βιογραφικό του κοριτσιού με πρόσφατη φωτογραφία’’, αναφέρει μια τυπική αγγελία.
‘‘Αναζητείται ψηλή, ανοιχτόχρωμη, όμορφη, θρησκευόμενη κοπέλα που να ανήκει στην κάστα των Βραχμάνων για έναν έξυπνο, ανοιχτόχρωμο, γοητευτικό μηχανικό λογισμικού, ύψους 1,84, που δουλεύει στον Καναδά, με απολαβές 110.000 δολάρια το χρόνο και ανήκει σε οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής θέσης κάστας Βραχμάνων Γκαούρ. Θα ληφθεί υπόψη η προσωπικότητα της κοπέλας’’, προσθέτει χωρίς να πείθει η αγγελία.
Σχεδόν όλα τα ξενοδοχεία 5 αστέρων των Ινδιών και τα υψηλού επιπέδου εστιατόρια αναθέτουν σε Βραχμάνους να ασχολούνται με την πλούσια πελατεία τους. Όταν η γερμανική εταιρεία Ντάιμλερ – Μπεντς ξεκίνησε τη λειτουργία της στην Ινδία, οι διευθυντές της χρειάστηκαν ένα χρόνο, για να καταλάβουν ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα πουλούσαν αυτοκίνητα Μερσεντές ήταν να αντικαταστήσουν τους πωλητές τους με Βραχμάνους που θα μπορούσαν να συναλλάσσονται με πελάτες από ανώτερες κάστες.
Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του ινδουισμού, οι κάστες, περιλαμβάνει μια περίπλοκη ιεράρχηση κοινωνικών ομάδων πάνω στη βάση του τυπικού της καθαρότητας. Κάποιος παραμένει στην κάστα μέσα στην οποία γεννήθηκε ως το θάνατο. Οι διαφορές ως προς την κοινωνική θέση δικαιολογούνται παραδοσιακά από το θρησκευτικό δόγμα του Κάρμα, ένα ‘‘πιστεύω’’ που ορίζει ότι η κάστα του καθενός ανθρώπου είναι προδιαγεγραμμένη από τα έργα του σε προηγούμενες ζωές.
‘‘Οι άνθρωποι έχουν υποστεί για αιώνες καταπίεση, είναι παθητικοί, παράλυτοι από το φόβο και περιθωριοποιημένοι εξαιτίας των πεποιθήσεων του Κάρμα και του πεπρωμένου. Αποδέχονται την εξαθλίωσή τους στο όνομα της θρησκείας και των «πιστεύω», λέει o Πράκας Λούις, ένας ερευνητής του Ινδικού Κοινωνικού Ινστιτούτου, ενός ινστιτούτου ερευνών του Δελχί.
Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν πως η κοινωνική ταξινόμηση της Ινδίας έχει τις ρίζες της 3000 χρόνια πριν, στους Άριους, ανοιχτόχρωμους εισβολείς από την Κεντρική Ασία που επέβαλαν αυστηρό διαχωρισμό στρωμάτων, βασισμένο στο χρώμα και το επάγγελμα στις ντόπιες σκουρόχρωμες φυλές.
Οι αρχαίες ινδικές θρησκευτικές επιγραφές που κωδικοποιούν αυτή την ανισότητα αναφέρουν ότι οι θεοί δημιούργησαν τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της κοινωνικής τάξης, θυσιάζοντας ένα πρωταρχικό αρσενικό ον τον Πουρούσα. Από το πρόσωπο και το στόμα του προήλθε η ιερατική ελίτ των Βραχμάνων, από τα μπράτσα του η τάξη των πολεμιστών ή Ξατρίγιας, από τους μηρούς του οι έμποροι και οι αγρότες ή Βεσχίας, και από τα πόδια του οι υπηρέτες και οι τεχνίτες, οι Σιούντρας. Η ινδουιστική κοινωνία είναι χωρισμένη σ’ αυτές τις τέσσερις κύριες κατηγορίες, γνωστές ως Βάρνας, αν και κάθε μια απ’ αυτές περιλαμβάνει ένα πλήθος υπο-καστών.
Κάτω όμως απ’ όλες αυτές πρέπει να προστεθούν οι ‘‘Ανέγγιχτοι’’ ή Ντάλιτ3 που αντιμετωπίζονται ως τόσο ακάθαρτοι, ώστε επιφορτίζονται με τις πιο βρόμικες και κατώτερες δουλειές. Οποιαδήποτε σωματική επαφή μ’ αυτούς τους εκτός κάστας ανθρώπους θεωρείται εξ’ ορισμού μιαρή από φυσική και πνευματική άποψη, όχι μόνο για τις υψηλότερες κάστες, αλλά και για κάθε Ινδό που ανήκει σε κάστα.
Το καθεστώς του Παρία καταργήθηκε από το ινδικό Σύνταγμα του 1950, αλλά οι πρακτικές παραμένουν μέρος της καθημερινής ζωής στα ινδικά χωριά. Εκτός από μια μειοψηφία που ευεργετήθηκε από την κρατική πολιτική των ποσοστώσεων στην εκπαίδευση και τις κυβερνητικές θέσεις, 160 εκατομμύρια Ντάλιτ και 80 εκατομμύρια αυτόχθονες που ζουν σε φυλές, σχεδόν 1 στους 4 σε μια Ινδία ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων, είναι ακόμη καταδικασμένοι από την αρχαία κοινωνική ιεραρχία της υπο-ηπείρου σε μια ζωή γεμάτη φτώχεια, ταπεινώσεις και βάσανα.
Εκφοβίζονται συστηματικά και τους ανατίθενται οι πιο ταπεινωτικές δουλειές, όπως χειρώνακτες καθαριστές υπονόμων, εργάτες αποκομιδής νεκρών ζώων, βυρσοδέψες, οδοκαθαριστές και μπαλωματήδες. Αν εξεγερθούν ή αντισταθούν, συχνά δολοφονούνται.
Εφοδιασμένοι με μία αφάνα ή μια τενεκεδένια σέσουλα οι καθαριστές των υπονόμων, εξαναγκάζονται να καθαρίζουν περιττώματα από δημόσια και ιδιωτικά αποχωρητήρια. Ο σαραντάχρονος Μπραμ Σινγκ, εργαζόμενος που απασχολείται στο δήμο, περιγράφει την εξευτελιστική δουλειά για την οποία οι άνθρωποι της κάστας του, αυτής των Μπαλμίκις, είναι προορισμένοι από τη γέννησή τους.
‘‘Αρχίζω στις έξι και τελειώνω στις τρεις, καθαρίζοντας αποχωρητήρια και βουλωμένους βόθρους. Όταν καθαρίζω τις τουαλέτες, η μυρωδιά έρχεται στο πρόσωπο και στα χέρια μου. Δε μπορώ να κάνω όμως τίποτα γι’ αυτό, πρέπει να τα καθαρίσω. Όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα αποχέτευσης, είμαστε υποχρεωμένοι να κατεβαίνουμε βαθιά στους υπονόμους, για να τους ξεβουλώσουμε από τα ανθρώπινα περιττώματα’’.
Όπως πολλοί εκκενωτές βόθρων, ο Σινγκ υποφέρει από δερματικές αλλεργίες και αναπνευστικά προβλήματα. Ένας μεγάλος αριθμός μάλιστα υποφέρει από τραχώματα, μια χρόνια βακτηριδιακή μεταδοτική μόλυνση που καταλήγει σε τύφλωση. Οι εργάτες υπονόμων ισχυρίζονται ότι δεν τολμούν να ζητήσουν περισσότερα χρήματα ή εξοπλισμό προστασίας της υγείας, επειδή φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Αλλά ίσως η μεγαλύτερη αδικία για τους χειρώνακτες είναι ότι η δουλειά τους είναι μια κληρονομική απασχόληση και ο χειρότερος εφιάλτης είναι το ότι «περνάει» στα παιδιά τους. Θεωρούν ότι χωρίς μόρφωση και με το δίκαιο της κάστας να τους στιγματίζει είναι αδύνατο γι’ αυτούς να προοδεύσουν στη ζωή και να βρουν διαφορετικές δουλειές.
‘‘Σιχαίνομαι να κάνω αυτή τη βρόμικη δουλειά. Είμαι αναγκασμένος να μαζεύω κοπριά και να καθαρίζω αποχωρητήρια με γυμνά χέρια. Η μυρωδιά και το αέριο καίνε τα μάτια μου. Είναι μια ανθυγιεινή δουλειά, αλλά κανείς δε θα μου δώσει άλλη. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου έκαναν την ίδια δουλειά. Δε θέλω τα παιδιά μου να κάνουν αυτή τη βρομερή δουλειά, αλλά ίσως να καταλήξουν να την κάνουν εξαιτίας της απόγνωσης’’ λέει η Σαβίτα, μια μητέρα τριών παιδιών που στα 25 της χρόνια μοιάζει πολύ μεγαλύτερη.
Ωστόσο η μοίρα ενός Ντάλιτ μπορεί να είναι ακόμη χειρότερη. Ένας σημαντικός αριθμός τους εξακολουθεί να πωλείται ως υπόδουλο εργατικό δυναμικό που εργάζεται κάτω από συνθήκες σκλαβιάς σε μεγάλα αγροκτήματα τα οποία ανήκουν σε ιδιοκτήτες - μέλη ανώτερων καστών με πενιχρά μεροκάματα και συχνά μεταφράζονται σε λίγα κιλά ρύζι.
Σε ορισμένες περιοχές της Ινδίας, οι Ντάλιτ αποτρέπονται ακόμη από το να γράφουν ή να διαβάζουν ιντού με την ποινή αυστηρής σωματικής τιμωρίας. Καθημερινά ο ινδικός τύπος αναφέρει όλο και νέες φρικαλεότητες που διαπράττονται εναντία στους ‘‘Ανέγγιχτους’’· πρόσφατα επτά Νταλιτ, ανάμεσα τους και τρεις γυναίκες κάηκαν ζωντανοί σε μια επιδρομή μελών ανώτερης κάστας στο Καμπαλαπάλι, 120 χμ από το Δελχί.
Μια αναφορά 291 σελίδων της προηγούμενης χρονιάς από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Σπασμένοι άνθρωποι, η βία της Κάστας ενάντια στους ‘‘Ανέγγιχτους’’ της Ινδίας», περιέγραφε το ινδικό σύστημα των καστών ως έναν τύπο ‘‘κρυμμένου απαρτχάιτ’’ και παρέθεσε λίστα τρομακτικών ιστοριών με βάρβαρα εγκλήματα που διαπράχτηκαν σε βάρος των Ντάλιτ. ‘‘Οι Ντάλιτ υφίστανται διακρίσεις, τους αρνούνται την αγορά γης, τους εξαναγκάζουν να δουλεύουν κάτω από εξευτελιστικές συνθήκες και είναι ζήτημα ρουτίνας η κακοποίησή τους από την αστυνομία και από τα μέλη των ανώτερων καστών που απολαμβάνουν την προστασία του κράτους’’, αναφέρει.
‘‘Οι Ανέγγιχτοι δεν επιτρέπεται να διασχίζουν τη γραμμή που χωρίζει το δικό τους μέρος του χωριού από εκείνο που κατοικούνε οι ανώτερες κάστες. Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα ίδια πηγάδια, να επισκέπτονται τους ίδιους ναούς, να πίνουν από τα ίδια φλιτζάνια στα υπαίθρια μαγαζιά ή να εγείρουν αξιώσεις σε γη που βάσει του νόμου είναι δική τους. Τα παιδιά των Ντάλιτ αναγκάζονται να κάθονται στο πίσω μέρος των αιθουσών διδασκαλίας και οι κοινωνίες ως σύνολα ωθούνται να εκτελούν σε βάρος τους εξευτελιστικές τελετουργίες στο όνομα της κάστας’’ συνεχίζει.
‘‘Πολλά κορίτσια των Ντάλιτ, πριν φτάσουν στην ηλικία της ήβης, εξωθούνται στην πορνεία προς χάριν των αφεντικών των ανώτερων καστών και των ιερέων των χωριών. Η σεξουαλική κακοποίηση και άλλες μορφές βίας κατά των γυναικών συνηθίζονται από τους ιδιοκτήτες γης και την αστυνομία που παραδίδει «πολιτικά μαθήματα» και καταπνίγει τις διαφωνίες, όταν οι Ντάλιτ απαιτούν καλύτερα μεροκάματα, δικαιότερη μεταχείριση ή απλά περνούν από τη γη μελών ανώτερων καστών’’, καταλήγει η έκθεση.
Οι Ντάλιτ που κατάφεραν να προοδεύσουν από την εργασία τους στις χώρες του Αραβικού Κόλπου εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως περιθωριακοί, όταν επιστρέφουν στο σπίτι τους. Υπάρχουν αμέτρητες καταγγελίες τους για επιθέσεις που δέχτηκαν στην προσπάθεια τους να αγοράσουν γη για τις οικογένειες τους.
Εκείνοι που κατόρθωσαν να αποκτήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση ακόμη αποφεύγονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ δε μπορούν να στεριώσουν σε επαγγέλματα που κυριαρχούνται Ινδουιστές ανώτερων καστών.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε ότι η νομοθεσία και η συνταγματική προστασία εξυπηρετούν μόνο στο να συγκαλύπτουν την κοινωνική πραγματικότητα των διακρίσεων και της βίας που αντιμετωπίζουν οι Ντάλιτ, παρ’ όλη την ορμητική άνοδο των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούν τις κατώτερες κάστες, κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Η επεκτεινόμενη δύναμη αυτών των κομμάτων, η εκλογή υπουργών από τις κατώτερες κάστες στις τοπικές κυβερνήσεις, η καθιέρωση ποσοστώσεων υπέρ των Ντάλιτ στην απασχόληση και την εκπαίδευση και ακόμα η εκλογή ενός Ντάλιτ, του Κ. Ρ. Ναραγιάναν ως προέδρου της Ινδίας το 1997, σηματοδότησαν την άφιξη των ‘‘Ανέγγιχτων’’ στην πολιτική σκηνή.
Αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δε μετέβαλε σημαντικά τη ζωή των περισσότερων Ντάλιτ. Οι νόμοι για την αναδιανομή της γης που τροποποιήθηκαν για την προστασία των Ντάλιτ παραμένουν ανενεργοί στις περισσότερες ινδικές πολιτείες.
‘‘Πολλά έχουν αλλάξει από την ανεξαρτησία’’ λέει ο Fernando Franco του Ινδικού Κοινωνικού Ινστιτούτου. ‘‘Πενήντα χρόνια πριν δε θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί την ύπαρξη ενός Ντάλιτ υπουργού, σήμερα υπάρχουν μερικοί’’.
Επίσης ο πρόεδρος Ναραγιάναν, απευθυνόμενος στο έθνος με αφορμή τα πεντηκοστά γενέθλια της ινδικής δημοκρατίας αυτή τη χρονιά, είπε ότι, αν και το καθεστώς των Ανέγγιχτων έχει καταργηθεί διά νόμου, οι σκιές απ’ αυτό παραμένουν στις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν από το σύστημα των καστών. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η ‘‘εξασφάλιση (θέσεων)’’ ή η θετική δράση στην εκπαίδευση και τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως ορίζονται από το Σύνταγμα, είναι ακόμη νεκρό γράμμα.
‘‘Στα πενήντα χρόνια της δημοκρατίας μας βρίσκουμε ότι η δικαιοσύνη - κοινωνική, οικονομική και πολιτική - παραμένει ένα απραγματοποίητο όνειρο για εκατομμύρια από τους συμπολίτες μας’’ συνέχισε ο πρόεδρος.
‘‘Διαθέτουμε ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως αποθέματα τεχνικού προσωπικού, αλλά παράλληλα το υψηλότερο ποσοστό αναλφάβητων στον κόσμο, την πολυπληθέστερη μεσαία τάξη παγκοσμίως, αλλά ταυτόχρονα το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και το μεγαλύτερο αριθμό παιδιών που υποφέρουν από υποσιτισμό.’’
‘‘Γιατί άραγε ως έθνος δεν αντιλαμβανόμαστε ως ύψιστης προτεραιότητας ζήτημα να καταστήσουμε τους ανθρώπους μας εγγράμματους;’’ αναρωτήθηκε. ‘‘Ελπίζω ότι τα κεκτημένα συμφέροντα δεν έχουν φοβηθεί την αφύπνιση των μαζών διαμέσου της εκπαίδευσης’’.
‘‘Τα γιγαντιαία μας εργοστάσια αναδύονται μέσα από την αθλιότητα, οι δορυφόροι μας εκτοξεύονται ανάμεσα από τις τρώγλες των φτωχών. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι υπάρχει μεταξύ των μαζών μια βλοσυρή μνησικακία για την κατάστασή τους που ξεσπά συχνά σε βιαιότητες σε διάφορες περιοχές της χώρας. Οι Ντάλιτ και οι αυτόχθονες είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο απ’ όλα αυτά.’’
‘‘Αν οι συνθήκες για τους Ντάλιτ δε βελτιωθούν’’, κατέληξε ο Ναραγιάναν, το οικοδόμημα της ινδικής δημοκρατίας θα είναι ‘‘σαν ένα παλάτι χτισμένο πάνω σ’ ένα σωρό κοπριάς’’.
Οι κοινωνιολόγοι δίνουν διαφορετικές εξηγήσεις για την επιβίωση μιας τόσο αρχαίας και άκαμπτης κοινωνικής τάξης πραγμάτων στη σύγχρονη Ινδία. Μερικοί υποστηρίζουν ότι είναι ακόμη σε ισχύ, επειδή έχει την επίσημη έγκριση της ινδουιστικής θρησκείας, ενώ άλλοι το αποδίδουν στην ολιγαρχία που συντήρησε αυτή την κοινωνική διαβάθμιση, για να εξυπηρετήσει τα πολιτικά και τα οικονομικά της συμφέροντα.
‘‘Υπάρχει μια θρησκευτική επικύρωση πίσω από το σύστημα της κάστας στην Ινδία. Είναι θεόπνευστο και θεόσταλτο. Συνεχίζει τη λειτουργία του εδώ και αιώνες’’, διατείνεται ο R.P. Mal, εκδότης του Ριζοσπάστη Ανθρωπιστή, μιας εφημερίδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Από την άλλη πλευρά ο Πράκας Λούις, λέει: ‘‘Τα θρησκευτικά συμφραζόμενα έχουν ερμηνευτεί με όρους διαστρωμάτωσης και διαχωρισμού της κοινωνίας. Εκείνοι που έγραψαν τα κείμενα είναι Βραχμάνοι, έτσι φυσικά δημιούργησαν ένα σύστημα του συγκεκριμένου τύπου και θέλουν να συνεχίσει να υφίσταται, γιατί επωφελούνται απ’ αυτό.
Μετάφραση από τα αγγλικά Ρόδη Άννα εκπαιδευτικός Π.Ε. |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι υποσημειώσεις αποτελούν ευθύνη της μεταφράστριας.
Ένα λαμπρό παράδειγμα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, αποτελεί ο νομπελίστας ποιητής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.
Στο πρωτότυπο το ύψος που αναφέρεται είναι 5 πόδια και 5 ίντσες. Το πόδι ισοδυναμεί με 33 εκ. του μέτρου και η ίντσα με 2,54 εκ. του μέτρου.
Σύμφωνα με το άρθρο του National Geographic που περιλαμβάνεται στη βιβλιογραφία οι Ανέγγιχτοι που αναπτύσσουν δράση για την απελευθέρωση τους από τις διακρίσεις που υφίστανται, λόγω του κοινωνικού συστήματος των καστών, προτιμούν τον όρο Ντάλιτ που σημαίνει καταπιεσμένος παρά τον αντίστοιχο Χάριτζαν (παιδί του Θεού) που υιοθέτησε ο Μαχάτμα Γκάντι γιατί, όπως υποστηρίζουν αρκετοί, ο συγκεκριμένος περιέβαλε με οίκτο και όχι με σεβασμό τη μεγάλη και αδικημένη αυτή ομάδα των Ινδών.