ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΩΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΩΝ
Ισχυριζόμαστε ότι όλη η επιχειρηματολογία των εκσυγχρονιστών , που προβάλλεται προκειμένου να επιβάλλουν την απορύθμιση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στηρίζεται σε εφτάψυχες πλάνες και σε μύθους που δυστυχώς, επειδή τους περιβάλλουν με το δήθεν κύρος τους, επέχουν θέση αξιωμάτων. Είμαστε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ποδηγετημένοι που πολλούς εξακολουθούν να τους ισχυρίζονται ακόμη και όταν εγκαταλείπονται και από τους ίδιους τους Ευρωπαίους ή αμερικανούς επινοητές τους.
Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να παρουσιάσουμε τους διάφορους εκσυγχρονιστικούς μύθους, στην προσπάθεια μας να τους ανασκευάσουμε.
ΜΥΘΟΣ 1ος: "Η γήρανση του πληθυσμού μας θέτει εξ ανάγκης μπροστά στην δυσάρεστη κατάσταση, αφ ενός να αυξήσουμε τα όρια συνταξιοδότησης αφ ετέρου να μειώσουμε η να διατηρούμε σταθερό το ύψος της σύνταξης. Λόγω πάλι της γήρανσης θα πρέπει να αυξηθούν κι άλλο οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων αποκλειστικά". Στην ερώτηση μας, γιατί αποκλειστικά των εργαζομένων και όχι συγχρόνως των εργοδοτών και του κράτους, η απάντηση είναι περίπου ή ακριβώς η παρακάτω: "Οι εισφορές των εργοδοτών δεν πρέπει να αυξηθούν, διότι κάτι τέτοιο θα αυξήσει το κόστος εργασίας με συνέπεια να συμβούν τα εξής κακά: Θα αυξηθούν οι τιμές άρα ο πληθωρισμός και θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις εξωτερικές αγορές, οπότε θα επιδεινωθεί περαιτέρω το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, με συνέπειες στο νόμισμα και στην απασχόληση. Επειδή όμως, λόγω της συνθήκης του Μάαστριχτ, το νόμισμα δεν επιτρέπεται να διολισθήσει, τελικώς η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών πρέπει να αποκλειστεί. Απεναντίας πρέπει, χάριν της ανταγωνιστικότητας, οι ασφαλιστικές εισφορές να μειωθούν περαιτέρω".
Αν θα θέλαμε όμως στα σοβαρά να δούμε τη σχέση της γήρανσης του πληθυσμού με το ύψος της μέσης σύνταξης θα έπρεπε να διερευνήσουμε τα εξής:
Από ποιους παράγοντες (ποιες μεταβλητές ) εξαρτάται η μέση σύνταξη
Ποίο ειδικό βάρος έχει η μεταβλητή "Δημογραφική εξέλιξη "( εν προκειμένω δυσμενής ), στο ύψος της μέσης σύνταξης.
Όμως μία τέτοια εργασία δεν έγινε ποτέ από τις διάφορες επιτροπές "μελέτης". Δεν έγινε ούτε από την "επιτροπή για τη χάραξη της μακροοικονομικής πολιτικής", (γνωστή και ως ομάδα Σπράου στην οποία μετείχαν μεταξύ άλλων οι Α. Γιαννίτσης, Π. Τήνιος και βέβαια ο Ι. Σπράος νυν υπουργός ο μεν και σύμβουλοι του Πρωθυπουργού οι δε) αλλά ούτε και από την αγγλική αρμάδα της οποίας η μελέτη (όπως θα δούμε) ήταν εξ αρχής υπονομευμένη απ τους ίδιους που την παράγγειλαν
Το ύψος της μέσης σύνταξης εξαρτάται από τις εξής πέντε μεταβλητές
Πρώτη χ = ύψος ασφαλιστικών εισφορών
Δεύτερη ψ = ποσοστό αναπλήρωσης, δηλαδή το ποσοστό που η μέση σύνταξη καλύπτει το μέσο μισθό
Τρίτη ζ = μέσο όριο συνταξιοδότησης
Τέταρτη ω = ύψος μέσου μισθού
Πέμπτη φ = σχέση αριθμού εργαζομένων ασφαλισμένων προς συνταξιούχους ασφαλισμένους
Άρα αν υ το ύψος της μέσης σύνταξης τότε προφανώς υ = f( χ,ψ,ζ,ω,φ).
Σκύβοντας λίγο παραπάνω στις μεταβλητές αυτές θα δούμε ότι οι τρεις πρώτες χ, ψ, ζ ήτοι ύψος ασφαλιστικών εισφορών, ποσοστό αναπλήρωσης, μέσο όριο συνταξιοδότησης αλληλοεξαρτώνται και όλες μαζί εξαρτώνται από την ω που είναι το ύψος του μέσου μισθού η οποία όμως δεν εξαρτάται από καμία τους. Είναι συνεπώς η μεταβλητή ω = ύψος μέσου μισθού σημαντικότερη και από τις τρεις προηγούμενες (αφού δεν εξαρτάται από αυτές αλλά τις εξαρτά) Τούτη όμως τη σημαντικότατη μεταβλητή "ξέχασαν" να συμπεριλάβουν στην "έκθεση" τους οι καθηγητές της ομάδας Σπραου μεταξύ των οποίον και ο κύριος Γιαννίτσης (Μπορείτε να το φανταστείτε; Τη μεταβλητή ω = ύψος μέσου μισθού δεν την έλαβαν υπ όψη τους στην προσπάθεια τους να μελετήσουν τις εξαρτήσεις της εξαρτημένης υ = ύψος μέσης σύνταξης).
Η μεταβλητή φ = εργαζόμενοι ασφαλισμένοι προς συνταξιούχους ασφαλισμένους είναι και αυτή σημαντικότατη διότι:
Δεν εξαρτάται από καμία εκ των προηγουμένων και
Εξαρτά τις τρεις πρώτες
Η μεταβλητή φ = εργαζόμενοι ασφαλισμένοι προς συνταξιούχους ασφαλισμένους εξαρτάται με τη σειρά της από τις παρακάτω:
κ = δημογραφική εξέλιξη ήτοι ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού (η γήρανση που τους αρέσει να τη λένε)
λ = ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού
μ = ποσοστό ασφαλισμένων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων
Άρα φ = g(κ,λ,μ) οπότε τελικώς υ = f(χ,ψ,ζ,ω,g(κ,λ,μ))
Βλέπουμε λοιπόν οτι η δυσμενής δημογραφική εξέλιξη (γήρανση) είναι μια εκ των τριών μεταβλητών που καθορίζουν άμεσα μια εκ των πέντε (την φ = εργαζόμενοι ασφαλισμένοι στο σύνολο των συνταξιούχων ασφαλισμένων) και μόνον έμμεσα (μέσω αυτής) τις τρεις πρώτες . Έτσι λοιπόν αν αυξηθούν οι λ = ποσοστό απασχόλησης εργατικού δυναμικού και η μ = ποσοστό ασφαλισμένων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων τότε η δυσμενής δημογραφική εξέλιξη ισοσκελίζεται οπότε έχουμε μια χρηστή πορεία της μεταβλητής φ = πηλίκο εργαζομένων ασφαλ. Προς συνταξιούχους ασφαλισμένους.
Τι θα περίμενε συνεπώς κάποιος εργαζόμενος από μια επιτροπή σημαντικών καθηγητών όπως οι αποτελούντες την "επιτροπή Σπράου" ή την Αγγλική ομάδα; Μα το εξής πολύ απλό: Να μελετήσουν κατ αρχήν σε βάθος το βαθμό αλληλεξάρτησης των μεταβλητών της f. Αυτοί όμως δεν συνέταξαν καν την f. Αντί αυτού αναμασούν τα περί γήρανσης του πληθυσμού. Αυτό φαίνεται από τα εξής:
Στην έκθεση Σπράου δεν αναφέρεται πουθενά η μεταβλητή "ύψος μέσου μισθού"
Υπερτιμάται η μια εκ των τριών που καθορίζουν την φ και για τις άλλες δυο είτε δε λένε τίποτε είτε θεωρούν ανεπαίσθητη (ακριβώς έτσι) την επιρροή τους στην φ.
Το επιχείρημα ότι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας θα επιφέρει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι πέρα για πέρα έωλο. Το μόνο που σίγουρα θα επιφέρει είναι τη μείωση του μεριδίου της εργασίας στην προστιθέμενη αξία και μείωση του κόστους ανά απασχολούμενο. Εξηγούμαστε: Ως καθαρή προστιθέμενη αξία Υ ορίζεται η ακαθάριστη αξία παραγωγής πλην τις ενδιάμεσες καταναλώσεις πλην τις αποσβέσεις και ισούται με τα μικτά κέρδη συν τις δαπάνες προσωπικού συν τους φόρους. Το μερίδιο της εργασίας στην προστιθέμενη αξία Υ είναι προφανώς L/Y, όπου L oι μισθοί συν τις εργοδοτικές εισφορές συν τις λοιπές δαπάνες προσωπικού. Η μείωση του κόστους εργασίας ανά απασχολούμενο ακόμη και όταν η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει σταθερή μειώνει το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν διότι L/Y = L/N /Y/N, όπου το πηλίκο L/Ν παριστά το κόστος ανά απασχολούμενο και το Υ/Ν την παραγωγικότητα της εργασίας (όπου Ν έχουμε το πλήθος των εργαζομένων). Αν όμως θεωρήσουμε το ποσοστό κέρδους R τότε R = (Υ-L) / Κ όπου Υ-L προφανώς τα κέρδη και Κ τα πάγια κεφάλαια. Ο παραπάνω τύπος εύκολα μετασχηματίζεται στον R = Y/K (1 - L / Y) οπότε με σταθερό Υ/Κ (δείκτης προϊόντος προς κεφάλαιο ) μειούμενου του μεριδίου των μισθών L/Y αυξάνει το ποσοστό κέρδους R. Eκεί ειναι το θέμα . Η αύξηση του ποσοστού κέρδους. Όσο για την ανταγωνιστικότητα, δυστυχώς τους διαψεύδουν οι δικοί τους δείκτες. Εξηγούμαστε: Ο δείκτης Balassa είναι ένας δείκτης εξωτερικού εμπορίου και ισούται με
(Ex-Im) / (Ex + Im ),
όπου Εx είναι οι εξαγωγές και Ιm οι εισαγωγές. Αφού είναι δείκτης εξωτερικού εμπορίου δίνει, προφανώς μια εικόνα της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας . .
Όμως υπάρχει συνεχής επιδείνωση του δείκτη παρά την επίσης συνεχή μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι τη μεγαλύτερη επιδείνωση του δείκτη την έχουμε εκείνες ακριβώς τις χρονιές που έχουμε κατακόρυφη μείωση του μεριδίου των μισθών, δηλαδή 91-93. Αργότερα, μετά. το 95 έχουμε μια μικρή ανάκαμψη, μέσα στην πτώση, των μισθών και πάλι όμως ο δείκτης Balassa συνεχίζεται να βυθίζεται. Η μικρή ανάκαμψη της διετίας 95-97 που καλύπτει κάπως τις απώλειες της 91-93 δεν επιδεινώνει περαιτέρω τον δείκτη. Αυτός συνεχίζει ακάθεκτος την πτώση του, άρα άλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια της πτώσης και όχι στο κόστος εργασίας που είναι δήθεν υψηλό.
Μόνο κάποιος αδαής ή πονηρός θα μπορούσε συνεπώς να συνδέσει το μερίδιο των μισθών με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.Ο δείκτης της ανταγωνιστικότητας συνεχίζει την καθοδική πορεία του παρά την συνεχή μείωση του μεριδίου των μισθών.. Η αναζήτηση των αιτιών της μείωσης της ανταγωνιστικότητας όμως καθόλου δεν βολεύει τους νεοφιλελεύθερους διότι τότε θα τους φέρει σε αντίθεση με συμφέροντα που καλούνται να υπερασπιστούν.
Μία άλλη θεωρία που αντικρούει την αντίληψη (που πλέον επέχει θέση αξιώματος ) σύμφωνα με την οποία το μειωμένο κόστος εργασίας ευνοεί την ανταγωνιστικότητα είναι και η "θεωρία του μηδενικού αθροίσματος" η οποία μας βρίσκει σύμφωνους. Την παρουσιάζουμε σχηματικά: "Η κάθε χώρα προκείμένου να αυξήσει την κεφαλαιακή αποδοτικότητα περιστέλλει την μάζα των μισθών, οπότε μειώνει τη ζήτηση τόσο για τον εαυτό της όσο και για τους ανταγωνιστές της. Η κάθε χώρα προκειμένου να κερδίσει μερίδια αγορών άλλων χωρών μειώνει το κόστος εργασίας συνεπώς κατ αρχήν και την καταναλωτική ζήτηση. Έτσι υφίσταται μαρασμός των εσωτερικών αγορών, αφού όλοι κάνουν το ίδιο, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος απ το οποίο χάνουν όλοι οι παίκτες" (Η. Ιωακείμογλου ερευνητής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ)
ΜΥΘΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: "Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, δηλαδή των εργοδοτικών εισφορών, επειδή θα καταστήσει φθηνότερη την εργασία, θα δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις να κάνουν προσλήψεις ανέργων και κυρίως ανηκόντων στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού". Ως ευπαθείς ομάδες εννοούν τους νέους μέχρι 25 ετών τους μακροχρόνια άνεργους και τους άνεργους άνω των 45 ετών. "Επί πλέον η αύξηση των κερδών θα δημιουργήσει τους όρους (σε συνδυασμό με την μείωση των επιτοκίων ) για αύξηση των επενδύσεων άρα μέσω αυτής περαιτέρω μείωση της ανεργίας".
Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι η μη καταβολή όλων ή μέρους των ασφαλιστικών εισφορών από πλευράς εργοδοτών, κάτι που συμβαίνει κυρίως με τους αλλοδαπούς εργάτες με την ανοχή των ελεγκτικών υπηρεσιών αλλά και με πλήθος ημεδαπών εργαζομένων λόγω κυρίως ανικανότητας των ελεγκτικών μηχανισμών (τι άλλο για παράδειγμα μπορεί να σημαίνει η για χρόνια μη μηχανοργάνωση των υπηρεσιών του ΙΚΑ) και ο δεύτερος τρόπος είναι η "νόμιμη" απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές μέσω της πολιτικής της επιδότησης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε επιπρόσθετα κέρδη χωρίς μεταφορά πόρων από το δημόσιο προς τους ιδιώτες ενώ στη δεύτερη τα έχουμε και τα δύο συγχρόνως. Η κριτική μας θα εντοπιστεί στη δεύτερη περίπτωση. Έχουν σχετικά αναπτυχθεί οι παρακάτω θεωρίες από την ίδια την Ε.Ε που αφήνουν τους εκσυγχρονιστές εκτεθειμένους.
Η θεωρία της μάταιης δαπάνης ( dead-weight)
"Ένας μεγάλος αριθμός ανέργων που προσλαμβάνονται επιδοτούμενοι θα προσλαμβανόταν έτσι κι αλλιώς συνεπώς η κρατική αυτή δαπάνη γίνεται επι ματαίω". Συμφωνούμε, διότι κανένας δεν προσλαμβάνει εργαζόμενο αν δεν τον έχει ανάγκη. Πρόκειται για μια αντίληψη που διατύπωνε παλαιόθεν ο Ricardo "Του επιχειρηματία καπιταλιστή του είναι αδιάφορο αν, για να πετύχει ένα κέρδος, π.χ 20.000 λιρών το χρόνο, το όποίο εκτιμά πως μπορεί να πετύχει και συνεπώς θέλει να πετύχει, χρησιμοποιεί έναν ή πολύ περισσότερους εργαζομένους. Διότι σκοπός του είναι να πετύχει ένα ορισμένο κατά ρεαλιστική εκτίμηση επιτεύξιμο κέρδος" (Αναφέρεται στο "Σταμάτης, Οικονομικά Μαργκινάλια").
Η θεωρία της υποκατάστασης
Όταν μία επιχείρηση προσλαμβάνει επιδοτούμενους ανέργους αυτοί εκτοπίζουν άλλους ανέργους τους οποίους θα προσλάμβανε αν δεν υπήρχε η επιδότηση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας .
Η θεωρία της μετατόπισης
Όταν μία επιχείρηση επιδοτείται αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της, συνεπώς και το μερίδιο της στην αγορά ενδέχεται να προκαλέσει μείωση της απασχόλησης στις ανταγωνιστικές της επιχειρήσεις.
Στην Ε.Ε μετρούν το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δράσης των τριών παραπάνω παραγόντων και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μείωση της ανεργίας μέσω των επιδοτήσεων του μη μισθολογικού κόστους είναι τελικώς μηδαμινή.
"Η μείωση των εισφορών δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα στον όγκο της απασχόλησης, πλην όμως μεταφέρει σημαντικούς πόρους απ το δημόσιο προς τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα" (Η. Ιωακείμογλου οικονομολόγος του Ι.Ν.Ε Γ.Σ.Ε.Ε).
Όσο για τα χαμηλά επιτόκια που δήθεν θα επιφέρουν, αυτομάτως την αύξηση των επενδύσεων θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε δύο θεμελιώδεις όρους του Κέυνς:
ΠΡΩΤΟΣ: Τα πραγματικά επιτόκια πρέπει να είναι μικρότερα του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, δηλαδή το ύψος των επιτοκίων να φράσσει κάτω την πραγματική αύξηση του Α.Ε.Π και
ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Τα δανειζόμενα χρήματα να τοποθετούνται στην πραγματική οικονομία .
Σήμερα κανένας εκ των δύο δεν ικανοποιείται. Αλλά και πέραν τούτου ο Κέυνς εξαρτά σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις από την αισιοδοξία ή όχι των επενδυτών και άρα όχι από την, συνεπεία διοικητικών μέτρων, αύξηση των κερδών .Αφήνουμε όμως κατά μέρος το θέμα των επιτοκίων .
Υποτίθεται επίσης ότι η αύξηση των κερδών που θα προκύψει, και μέσω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, θα ευνοήσει τις επενδύσεις. Η αύξηση των επενδύσεων θα επιφέρει μείωση της ανεργίας, συνεπώς νέα εισοδήματα, οπότε βελτίωση των οικονομικών του κράτους αλλά και εξυγίανση των αποθεματικών των ταμείων. Και ενώ είναι σίγουρο πως η μείωση της ανεργίας θα έχει όλες τις προαναφερθείσες ευεργετικές συνέπειες, καθόλου δεν είναι σίγουρο ότι προκύπτει από την αύξηση των κερδών που θα επιφέρουν αύξηση των επενδύσεων. Αυτό διότι η πρόταση "Αύξηση κερδών Þ αύξηση επενδύσεων" δεν είναι αληθής ή ακριβέστερα δεν είναι πάντα αληθής. Αν μάλιστα αναφερθούμε στην συγκυρία είναι (όπως προκύπτει ) ψευδής.
Γνωρίζουμε ότι απ το 1985 περίπου και μετά τα μεγέθη απόδοση κεφαλαίου και επενδύσεις ακολουθούν ασύμβατη πορεία.Ενώ για ένα διάστημα συμβάδιζαν, αργότερα αποκλίνουν. Μάλιστα αποκλίνουν ακριβώς εκείνη την περίοδο που έχει εμπεδωθεί πλήρως ο νεοφιλελευθερισμός ως τρόπος διαχείρισης της κρίσης. Όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι βασικός υπεύθυνος της μείωσης των επενδύσεων είναι η στασιμότητα της ζήτησης ελέω λιτότητας. Ακόμη όμως και αν έχουμε αύξηση των επενδύσεων είναι πάλι πιθανόν να συνοδεύεται με αύξηση της ανεργίας. Πράγματι: Υπάρχουν δυο ειδών επενδύσεις. Αυτές που αφορούν επέκταση της παραγωγής και ευνοούν τη μείωση της ανεργίας αλλά και αυτές που αφορούν την αναδιάρθρωση της παραγωγής και αντίθετα μειώνουν τις θέσεις εργασίας. Σε περιόδους στασιμότητας της ζήτησης ευνοούνται οι δεύτερες έναντι των πρώτων. Για το λόγο αυτό (κατ εμάς ορθώς) διάφοροι οικονομολόγοι ζητούν να αυξηθεί η φορολογία για εταιρείες εντάσεως κεφαλαίου και να δημιουργηθεί λογαριασμός ώστε τα χρήματα αυτά να διοχετεύονται στα ασφαλιστικά ταμεία. Ένταση κεφαλαίου ονομάζουν την αξία των παγίων κεφαλαίων ανά εργαζόμενο (π.χ 1.000.000 ανά εργαζόμενο). Οι εταιρείες υψηλής εντάσεως κεφαλαίου έχουν συνεπώς αυξημένη αξία παγίων κεφαλαίων ανά εργαζόμενο. Το γεγονός της στασιμότητας της ζήτησης ως τροχοπέδη για τις επενδύσεις το έχουν αντιληφθεί τα διάφορα συμβούλια οικονομικών εμπειρογνωμόνων και αναζητούν, μέσα στους σιδερένιους νόμους του Μάαστριχτ, τρόπους τόνωσης της ζήτησης.
Αλλά και η μαθηματική επεξεργασία του θέματος μας δίνει τους όρους υπό τους οποίους είναι συμφέρουσα μια επένδυση και φυσικά καταρρίπτει την αντίληψη "Αυξημένα κέρδη Þ αυξημένες επενδύσεις" Διατυπώνουμε λοιπόν και αποδεικνύουμε το παρακάτω:
ΘΕΩΡΗΜΑ
Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου όταν αυξάνονται γρηγορότερα της αύξησης του καθαρού προϊόντος μειώνουν την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και συνεπώς και την κεφαλαιακή αποδοτικότητα, δηλαδή το ποσοστό κέρδους
.ΑΠΟΔΕΙΞΗ
(Οι μη εξοικειωμένοι με τα μαθηματικά ας παραλείψουν την απόδειξη)
Έστω
Ι οι επενδύσεις παγίων κεφαλαίων και Υ το
καθαρό προϊόν. Αν με ρ παραστήσουμε την
παραγωγικότητα του κεφαλαίου τότε ρ=Υ/Ι. Αν
το σύμβολο Da παριστά την ποσοστιαία
μεταβολή της ποσότητας a ως προς το χρόνο t (δηλαδή
Da=(da/dt)/a) τότε έχουμε Dp=DY-DI. Επειδή έχουμε DY£DI τότε DY-DI£
0 οπότε Dp£0,
άρα η παραγωγικότητα του κεφαλαίου p
μειούται. Για το ποσοστό κέρδους r έχουμε r=k/I
όπου k τα κέρδη και Ι οι επενδύσεις παγίων
κεφαλαίων. Έχουμε r=k/I=(Y/I).(k/Y)=p.k/Y,
άρα Dr=Dp+D(k/Y) Þ
Dr=Dp+Dk-DY. Εμείς
έχουμε Dp£0.
Προκύπτει επίσης ότι Dk£DY
(Πράγματι αν ήταν Dk>DY τότε
0
ò
t Dkdt>0
ò
t DydtÞlnk(t)>lnY(t)
ή k(t)>Y(t) κάτι που είναι αδύνατον διότι τότε
θα
ήταν οι μισθοί <0). Επειδή λοιπόν Dk£DY
Þ
Dk-DY£
0 οπότε επειδή και Dp£0
θα είναι Dp+Dk-DY£0
δηλαδή Dr£0
άρα το ποσοστό κέρδους μειούται.
Οι επενδύσεις παγίων κεφαλαίων είναι λοιπόν αποτέλεσμα όχι της αύξησης των κερδών γενικά (Όπως νομίζουν οι εκσυγχρονιστές) αλλά της αναμενόμενης κερδοφορίας λόγω αύξησης της ενεργούς ζήτησης και είναι συμφέρουσες μόνον όταν τα πάγια κεφάλαια αυξάνονται με ρυθμούς βραδύτερους της αύξησης του καθαρού προϊόντος.
Αυτόνομη Αριστερή Παρέμβαση Άνω Λιοσίων - Ζεφυρίου - Φυλής
Επιστροφή | Περιεχόμενα |