Mια από τις πιο σημαντικές του μάχες δίνει το εκπαιδευτικό κίνημα την φετινή χρονιά μέσα και έξω από τα σχολεία. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί συγκρούονται με την απόπειρα εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης σε πολιτικό, συνδικαλιστικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η κυβέρνηση έχει βάλει ως στόχο να προχωρήσει τον πρώτο κύκλο εφαρμογής μέχρι τον Μάη και να βάλει τις βάσεις για την πλήρη ανάπτυξη της αξιολόγησης από του χρόνου σε συνδυασμό και με όλα όσα προωθούνται σε αυτό το μέτωπο από τον Κ. Μητσοτάκη στο υπόλοιπο δημόσιο. Η κυβερνητική και ευρωπαϊκή προπαγάνδα παρουσιάζει τα δικά της επιχειρήματα για την αναγκαιότητα της αξιολόγησης, βάζοντας στο κέντρο του ιδεολογικού της οπλοστασίου την βελτίωση της λειτουργίας του δημοσίου και του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου, και δίνοντας επιτέλους ένα τέλος στην «ασυδοσία» των προηγούμενων χρόνων. Η αξιολόγηση ανάγεται σε νέα ιδεολογία, βασική πλευρά της επίθεσης για την αντιδραστική, αντιλαϊκή επανίδρυση του καπιταλιστικού κράτους, του δημοσίου και της εκπαίδευσης.
Η επίθεση αυτή στο δημόσιο και στο δημόσιο σχολείο πατά και πάνω σε υπαρκτές καταστάσεις (διαφθοράς, γραφειοκρατίας, αναποτελεσματικότητας, πελατειακών σχέσεων ) οι οποίες όμως δημιουργήθηκαν με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και προωθήθηκαν με πολιτικό σχέδιο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ/ΝΔ και της ΕΕ τα προηγούμενα χρόνια.
Υπάρχει ένα κρυμμένο μυστικό στην επίθεση που δέχεται το σχολείο με το τανκ της αξιολόγησης και που πρέπει να αποκαλυφθεί: η αξιολόγηση δεν αφορά όπως ισχυρίζονται κυβέρνηση και Ευρωπαϊκή Ένωση στην βελτίωση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου, στην διάχυση των καλών πρακτικών, στη λογοδοσία, στην αμοιβή των άξιων και στην τιμωρία των ανάξιων, αλλά στην εργασία.
Η αξιολόγηση αποτελεί το βασικό εργαλείο στα χέρια της εργοδοσίας και του κράτους για να επιτευχθούν δύο στόχοι:
1) η αύξηση της παραγωγικότητας 2) η μείωση του κόστους εργασίας με την στο έπακρο εκμετάλλευση – αξιοποίηση της.
Η αύξηση της παραγωγικότητας σημαίνει ότι λιγότεροι εκπαιδευτικοί θα «παράγουν» περισσότερα. Μεγαλύτερη «παραγωγή» σημαίνει μικρότερο κόστος άρα και μικρότερες δημόσιες δαπάνες.
Η αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί αυτόματα σε μείωση των εργαζόμενων εκπαιδευτικών και στην χειροτέρευση των όρων εργασίας των υπόλοιπων. Τα προηγούμενα χρόνια η μείωση του κόστους της εργασίας πραγματοποιήθηκε μέσα από το δήθεν ενιαίο μισθολόγιο με μειώσεις που έφθαναν το 40%, με την μείωση των παροχών υγείας , την αύξηση της φορολογίας και την αύξηση του ωραρίου, με την αύξηση των μαθητών στην τάξη και την εντατικοποίηση. Σε αυτή τη μείωση συνέβαλαν και οι ελαστικές μορφές εργασίας (ΕΣΠΑ, αναπληρωτές, αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου, ωρομίσθιοι). Οι δαπάνες συνολικά για την εκπαίδευση μειώθηκαν με την πολιτική των μηδαμινών προσλήψεων καθώς και με την μη κάλυψη των θέσεων όσων πήραν σύνταξη.
Είναι φανερό ότι η αξιολόγηση θα συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην μείωση του κόστους εργασίας και στην μείωση της αναγκαίας εργασίας.
Η κανονιστική λειτουργία της αξιολόγησης αποσκοπεί στην μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση της εργασίας των εκπαιδευτικών και στην πλήρη υποταγή της στους εργοδοτικούς σχεδιασμούς και στοχοθεσίες, καθώς και στη μείωση της αξίας της εργασιακής τους δύναμης.
Συνιστά μαζί με την χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής που αποτελεί προνόμιο της κυβέρνησης, της ΕΕ, της τρόικα και του κεφαλαίου συνολικά, το βασικό εργαλείο-μηχανή υποτίμησης της αξίας της εργασίας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Η εσωτερική υποτίμηση που έντεχνα παρουσιάστηκε σαν μείωση όλων των τιμών των εμπορευμάτων άρα και της εργασίας, εξυπηρετείται στο χώρο του σχολείου από την εφαρμογή της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση θα χρησιμοποιηθεί σε πρώτη φάση και ως ένα «αντικειμενικό» εργαλείο που θα μετρήσει την εργασιακή ικανότητα των εκπαιδευτικών ορίζοντας το «ανίκανο» προσωπικό που πρέπει να απολυθεί, να μπει σε κινητικότητα , διαθεσιμότητα. Στρατηγικά όμως θα αποτελέσει εκείνο το πλαίσιο ελέγχου και διαχείρισης της εργασίας με ένα και μοναδικό στόχο :την διαρκή υποτίμησή της και τη χρήση της με όρους που δεν θα υπόκεινται σε κανένα εργασιακό δικαίωμα.
Η «λογοδοσία» με τα πλάνα και τις εκθέσεις θα αποτελεί τη μόνιμη βουκέντρα για μεγιστοποίηση του παραγόμενου έργου και την αποδοχή των παραγωγικών νορμών που θα έρχονται από τα πάνω σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό.
Η εργασία στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα προστατεύονταν από το εργατικό δίκαιο όπως αυτό είχε αποτυπωθεί με βάση το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η βασική αρχή ήταν ότι το εμπόρευμα εργασία πουλιόταν σε «συσκευασία» συγκεκριμένης ποσότητας και αξίας, διάρκειας συγκεκριμένων ωρών. Στο δημόσιο τα εργασιακά δικαιώματα απορρέανε από την μονιμότητα και την προστασία της.
Η εφαρμογή της αξιολόγησης θα παγιώσει την εργασιακή ζούγκλα και την κατάργηση κάθε εργασιακής προστασίας (μονιμότητα) και θα καθιερώσει κίνητρα για απολαβές ( εάν αξιολογηθείς θετικά ) και ποινές τα οποία δεν θα υπακούουν σε κανένα εργασιακό δίκαιο και προστασία.
Τα «θετικά» αποτελέσματα της αξιολόγησης και οι «αντικειμενικές» έρευνες για την αποτελεσματικότητα της προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από χώρες στις οποίες εφαρμόστηκε για να «προληφθεί» η καπιταλιστική κρίση (Αγγλία-ΗΠΑ κα ) και αποτέλεσαν το εργαλείο αναδόμησης της εκπαίδευσης σε συνθήκες «σχετικής καταστροφής-κρίσης» και όχι απόλυτης όπως στην περίπτωση της μνημονιακής Ελλάδας. Εδώ το αντιδραστικό της φορτίο απογειώνεται μια και μέχρι να πέσει η ανεργία στο 10%, δεν θα υπάρχει μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη , ενώ ένα 15% έτσι κι αλλιώς θα αξιολογείται ως ανίκανο (απόλυση– διαθεσιμότητα – κινητικότητα ). Ισχύει σε αυτή τη φάση μόνο η τιμωρητική της πλευρά και όχι η «επιβραβευτική», επιβεβαιώνοντας την στόχευσή της που δεν είναι άλλη και σε αυτή την περίπτωση από την υποτίμηση και την τιθάσευση της εργασίας. Η θετική αξιολόγηση θα σημαίνει απλά παραμονή στην εργασία που θα παρέχεται με όρους γαλέρας και πείνας, απόλυτου διευθυντικού δικαιώματος και εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζόμενων έχει στον πυρήνα της και την κατάργηση όλων όσων δεν έχουν σχέση με την εργασία και την παραγωγικότητα. Έτσι η μητρότητα, οι τριετίες, τα επιδόματα, η περίθαλψη, η σύνταξη, θεωρούνται παροχές που δεν αυξάνουν την παραγωγικότητα και αποτελούν αντιπαραγωγικά μπονους που κακώς δόθηκαν κάτω από την πίεση του κινήματος σε παλιότερες εποχές.
Η αξιολόγηση θα δομεί τα όρια των αμοιβών και των δικαιωμάτων, θα εσωτερικοποιεί την αποτυχία, θα δικαιολογεί τις ποινές (μείωση μισθού, απόλυση κτλ).
Με απλά λόγια η εφαρμογή της αξιολόγησης θα οδηγήσει άμεσα σε απολύσεις, σε μειώσεις μισθών, σε εντατικοποίηση της εργασίας και της ψυχολογίας, σε απόλυτο ανταγωνισμό και σε βιομηχανοποίηση –τυποποίηση της εκπαιδευτικής πράξης και της εκπαίδευσης.
2 εκατομμύρια εργαζόμενοι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι άνεργοι. Μας λένε ότι η αξιολόγηση λειτουργεί με θαυμάσια αποτελέσματα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Προφανώς με βάση την κυρίαρχη προπαγάνδα οι άνθρωποι αυτοί έμειναν άνεργοι επειδή κρίθηκαν ανίκανοι μετά από αξιολόγηση και το ίδιο ισχύει και για το παραγόμενο προϊόν της δουλειάς τους. Έτσι απλά λοιπόν.
Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Καμία σχέση δεν έχει με την απόδοση του εργαζόμενου ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός που οδηγεί σε κλείσιμο επιχειρήσεων. Ούτε φυσικά οι λάθος επιλογές του εργοδότη (επενδύσεις, δάνεια,κα) και η μεταφορά επιχειρήσεων για μείωση του κόστους στο εξωτερικό. Ούτε ακόμη τα τυχόν πάθη του εργοδότη (τζόγος κτλ) που μπορεί να ρίξουν έξω την επιχείρηση. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, ούτε τον έλεγχο της παραγωγής, ούτε την διοίκηση. Έτσι δεν έχουν καμία σχέση με τους δείκτες της αξιολόγησης, την μορφή τη δομή και το περιεχόμενο. Είναι ένα δημιούργημα των καπιταλιστών το οποίο πρέπει να αποδεχτούν και να εσωτερικεύσουν , να υποταχτούν στις νόρμες και τις δομές του, να σκέφτονται να δρουν και κυρίως να διαμορφώνουν κριτήρια για την εργασία, για την ταξική τους θέση και για το παραγόμενο προϊόν με την καρδιά, τα μάτια και την ψυχή του κεφαλαίου.
Τίποτε από τα όσα απαιτούνται από τους εργαζόμενους δεν ισχύει για τις τράπεζες οι οποίες με τα αξιολογικά κριτήρια θα έπρεπε να έχουν κλείσει όλες. Άρα το «αξιολόγηση παντού» έχει εξαιρέσεις. Αφορά μόνο τους εργαζόμενους και τους φτωχούς.
Κατά συνέπεια η αξιολόγηση αποτελεί εργαλείο στα χέρια της εργοδοσίας για την απόλυτη υπαγωγή της εργασίας, της φαντασίας της σκέψης του εργαζόμενου στο κεφάλαιο και στην περίπτωση της εκπαίδευσης στο κράτος –εργοδότη.
Αν την δούμε ως μια ουδέτερη διαδικασία και έξω από την μεγάλη εικόνα της συνολικής πολιτικής που εφαρμόζεται (μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, ΕΕ, ΔΝΤ…..)τότε θα πρέπει να την αποδεχτούμε σαν μια πολύ φυσική κατάσταση.
Το εργατικό κίνημα στην ιστορική του διαδρομή μέσα από τον οικονομικό του αγώνα προσπαθούσε να αυξήσει την αξία της εργασιακής του δύναμης και να παίρνει πίσω τμήμα της κλεμμένης υπεραξίας-υπερεργασίας που καρπωνόταν το κεφάλαιο. Σε πολλές περιπτώσεις αντιπάλευε την προσπάθεια υποτίμησης της αξίας της εργασίας αρνούμενο ή δεχόμενο με ανταλλάγματα τις τεχνικές αύξησης της παραγωγικότητας και της εντατικοποίησης ,διεκδικώντας ταυτόχρονα συλλογικές συμβάσεις που να κατοχυρώνουν το ελάχιστο των όρων της παρεχόμενης εργασίας.
Έτσι και σήμερα το εργατικό κίνημα συνολικά, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει να απορρίψει την αξιολόγηση και να ξαναβάλει στις διεκδικήσεις του το θέμα της προστασίας της εργασίας και των συλλογικών συμβάσεων.
Η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση είναι και μια μάχη αλληλεγγύης καθώς επιχειρεί να διατηρήσει τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας, τους όρους παροχής της εργασίας. Είναι μια μάχη για την υπεράσπιση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης. Η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση έχει στο κέντρο της τη νέα γενιά και τη δυνατότητα της να μπορεί να εργαστεί με αξιοπρεπείς όρους και δικαιώματα, να υπάρχουν θέσεις εργασίας και για αυτήν χτυπώντας την λογική του εργασιακού εμφύλιου-οι άνεργοι απέναντι στους εργαζόμενους , οι νέοι απέναντι στους γονείς, οι μαθητές απέναντι σε όλους, οι ιδιωτικοί απέναντι στους δημόσιους, οι έλληνες απέναντι στους ξένους. Είναι μια μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση–επιχειρηματικοποίηση του σχολείου, τον ανταγωνισμό των εργαζόμενων, την απόρριψη της νέας γενιάς. Είναι μάχη που αφορά το σύνολο των εργαζόμενων στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα τους μαθητές.
Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση «κρύβει» και κάτι ακόμη. Δεν αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς αλλά τη νέα βάρδια των εργαζόμενων.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να «διδάσκουν» με το παράδειγμα τους τη νέα γενιά. Να είναι ελαστικά εργαζόμενοι, επισφαλείς, φοβισμένοι, διαρκώς αξιολογούμενοι, ανελεύθεροι, απολυόμενοι- απολυμένοι, υποταγμένοι στην επιχειρηματικότητα και στην ανταγωνιστικότητα, στην ανεύρεση προγραμμάτων και χορηγών, να αμείβονται με 625 ευρώ ή και λιγότερα και κυρίως να κρίνουν-αξιολογούν με αυτά τα κριτήρια τους μαθητές τους και την εκπαίδευση. Η μονιμότητα στην εργασία, το συγκεκριμένο και μικρό ωράριο, η οργανική θέση, είναι κατακτήσεις που ενοχοποιήθηκαν και ενοχοποιούνται. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ταυτίσει την αντίσταση στην αξιολόγηση με την τεμπελιά και την ασυδοσία, βάζοντας απέναντι στους εκπαιδευτικούς την κοινωνία, «που μοχθεί και παλεύει, αξιολογείται και απολύεται».
Η κυβέρνηση έχει ως στόχο την ακύρωση των εργατικών δικαιωμάτων συνολικά και τον στραγγαλισμό της πάλης των εργαζόμενων που αποσκοπεί στη μείωση της εκμετάλλευσης και στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Στον ιδιωτικό τομέα έχει εδώ και πολλά χρόνια επιβληθεί εργασιακός μεσαίωνας. Η «νεωτερικότητα» του δημοσίου θα πρέπει να εξαλειφθεί.
Θα πρέπει να έχουμε στην οπτική μας το υπερόπλο της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι άλλο από την θάλασσα της ανεργίας και των ελαστικά εργαζόμενων.
Θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν και μέσα από την καθιέρωση ενός νέου εργατικού δικαίου, μιας χάρτας δικαιωμάτων που θα συμβαδίζει και θα απορρέει από τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής μας σε όλα τα επίπεδα.
Μπορούμε και πρέπει να δουλεύουμε λιγότερο να παίρνουμε περισσότερα, να έχουμε δωρεάν παιδεία υγεία περίθαλψη, να βγαίνουμε νωρίτερα στη σύνταξη, να πάρουμε πίσω τον πλούτο που παράγουμε. Ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός ενοχοποιεί τον κόσμο της εργασίας για την κρίση του, και προσπαθεί να την ξεπεράσει με την απόλυτη εκμετάλλευση της. Δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία σε όλους.
Η ανεργία αποτελεί δομικό του στοιχείο. Η υπαγωγή της εργασίας και τη δυνατότητα για εργασία στην απόλυτη ελευθερία του κεφαλαίου να τη ρυθμίζει και να την μεταρρυθμίζει, να εντείνει και να μεγιστοποιεί την εκμετάλλευσή της, εξυπηρετείται και από την αξιολόγηση. Το εργατικό και εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να απορρίψει την αξιολόγηση συνολικά και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
4/1/2014